10 χρόνια από το θάνατο του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου: Ο μακαριστός που δίχασε
Η κορυφαία μηντιακή στιγμή του Χριστόδουλου ήρθε με το διαβόητο ζήτημα των ταυτοτήτων. Πολλά στοιχεία της ακροδεξιάς ρητορικής που σήμερα τείνει να ηγεμονεύσει στο δημόσιο λόγο ως κανονικότητα, εντοπίζονται σε δηλώσεις του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου πολλά χρόνια πριν.
“Ποιος είναι τώρα Χριστόδουλος;” με ρώτησε ο αδελφός μου πριν λίγες μέρες, διορθώνοντας αμέσως τον εαυτό του. Το σαρδάμ όμως μόνο τυχαίο δεν ήταν: Πράγματι κανένας ιεράρχης από ιδρύσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν κατάφερε να συνδέσει σε τέτοιο βαθμό το όνομά του με το αρχιεπισκοπικό αξίωμα. Αρκετοί απέδωσαν στο Χριστόδουλο την δυναμική επανένταξη της Εκκλησίας στην πολιτική ζωή του τόπου, παραβλέποντας ότι στην πραγματικότητα η σχέση της τελευταίας με το Ελληνικό κράτος, το αργότερο από τη βαυαρική Αντιβασιλεία κι εξής, αποδίδεται -αν θέλουμε να παραμείνουμε στα όρια της κοσμιότητας-με τον παλαιοκομμουνιστικό όρο νύχι-κρέας, παρά τις επιμέρους εντάσεις. Η δε θεσμική διάσταση αυτής της ενίοτε άβολης, μα πάντα σιαμαίας συγκατοίκησης είναι γνωστή σε όλους και δε χρήζει ιδιαίτερης επισήμανσης. Ο ίδιος ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος, ως μητροπολίτης Δημητριάδος το μακρινό 1987, δεν ήταν καθόλου ξένος σε πολιτικές παρεμβάσεις, όπως μαρτυρά και η συμμετοχή του σε συζήτηση με τον τότε μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως, το γνωστό μας Άνθιμο, και τον τότε υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΠΑΣΟΚ Αντώνη Τρίτση, περί εκκλησιαστικής περιουσίας. Χωρίς να διαφοροποιείται σε κάτι επί της ουσίας από το σημερινό μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, είναι σαφές πως σε αντίθεση με εκείνον δεν είχε αναπτύξει ακόμα το γνώριμο πολεμικό ύφος με το οποίο καθιερώθηκε μετέπειτα.
Σχεδόν από την πρώτη στιγμή της εκλογής του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, στις 28 Απρίλη 1998, ο Χριστόδουλος απέδειξε πως είχε αφήσει οριστικά πίσω τον χαμηλών τηλεοπτικών τόνων εαυτό του. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν οι παρεμβάσεις του στους μαθητές και τη νεολαία, με την πασίγνωστη πια ατάκα “Κι εγώ σας πάω”, αλλά και την προτροπή: “Ελάτε όπως είστε, με το τζιν, με το σκουλαρήκι, με τις κοντές φούστες”. Αρκεί βέβαια αυτοί οι νέοι (αλλά και οι λίγο μεγαλύτεροι προφανώς) να μην είχαν κανένα “κουσούρι”, όπως είχε χαρακτηρίσει, μεταξύ άλλων (“αμαρτία βοώσα και κράζουσα”), την ομοφυλοφιλία σε δήλωσή του τον Οκτώβρη του 2004. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2001, σάλο είχε η προκαλέσει η αποκάλυψη της μελετηρότητας του αρχιεπισκόπου κατά τη χούντα, ο οποίος καίτοι γραμματέας της Ιεράς Συνόδου από το ’68 ως το ’74, κι ως εκ τούτου αποδέκτης επιστολών διαμαρτυρίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών για τα χουντικά βασανιστήρια, δήλωνε πλήρη άγνοια για τα τεκταινόμενα γύρω του: “Ομολογώ ότι δεν ήξερα πως γίνονταν βασανιστήρια, πως υπήρχε ΕΑΤ-ΕΣΑ. Όλα αυτά ήρθαν στο φως μετά. Δεν πειράζει, μπορεί να τα ήξερε ο τότε αρχιεπίσκοπος, αν τα ήξερε και σιώπησε έκανε άσχημα. Στον κύκλο μου δεν είχα ακούσει τέτοια πράγματα, δεν άκουγα ξένους σταθμούς, εκ των υστέρων τα έμαθα. Θα πει κανείς ότι ήμουν βαθιά νυχτωμένος. Μπορεί γιατί εγώ τότε σπούδαζα. Σας ομολογώ εν πλήρει αληθεία ότι δεν ήξερα. Δεν ντρέπομαι να το πω, αν και μπορείτε να πείτε ότι ήμουν έξω από τα πράγματα. Τώρα, πάντως, είμαι μέσα.” Σήμερα βέβαια ακόμα κι αυτή η αδέξια προσπάθεια αποστασιοποίησης από τη δικτατορία μπορεί να έμοιαζε σχεδόν…προοδευτική, αφού τα “που ‘σαι Παπαδόπουλε” έχουν καιρό τώρα αφήσει τους τοίχους των επαρχιακών καφενέδων στα οποία παραδοσιακά ευδοκιμούσαν κι έχουν γεμίσει τοίχους μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενίοτε και (ημι)δημόσιων προσώπων εκτός των ορίων της καθαυτό ακροδεξιάς.
Η αλλαγή στην περιρρέρουσα ιδεολογική ατμόσφαιρα από τότε διαπιστώνεται εξάλλου κι από άλλες δηλώσεις του μακαριστού την περίοδο ’99-2000, σχετικά με τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Σερβία. Στην πρώτη περίπτωση, είχε δηλώσει σε μαθητές πως «Η χώρα μας αποτελεί φωτεινή εξαίρεση στο δυτικό κόσμο γιατί τηρεί διαφορετική στάση στην πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Μας λένε ότι είμαστε φανατικοί, δήθεν υποκειμενικοί, ότι δεν συμβαδίζουμε με τους προοδευτικούς. Εμείς όμως έχουμε διδαχθεί να ακολουθούμε αυτό που θεωρούμε δίκαιο και σωστό, έστω και αν αυτό μας κοστίζει», ενώ στη δεύτερη ότι ” Ο Μπιλ Κλίντον προσεύχεται και τα χέρια του στάζουν αίμα». Προφανώς αυτό το κράμα θολού αντιαμερικανισμού κι εθνικισμού δε διεκδικεί δάφνες…ριζοσπαστισμού, δείχνει όμως σαφώς ότι τα έστω αντιφατικά αντιιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά της κοινής γνώμης τότε ήταν τόσο έντονα, που η εκκλησιαστική ηγεσία ένιωθε την ανάγκη να τα καναλιζάρει στη δική της κατεύθυνση ή τουλάχιστον να μην τα καταπολεμήσει.
Από την άλλη, πολλά στοιχεία της ακροδεξιάς ρητορικής που σήμερα τείνει να ηγεμονεύσει στο δημόσιο λόγο ως κανονικότητα, εντοπίζονται σε δηλώσεις του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου πολλά χρόνια πριν. Όπως για παράδειγμα στο μεταναστευτικό, όπου εντοπίζονται όλα τα στοιχεία της υπερπληθωριστικής διόγκωσης του αριθμού τους και οι κινδυνολογίες περί εθνολογικής αλλοίωσης (η οποία και πολύ άργησε, αλλά αυτό είναι άλλου αρχιεπισκόπου ευαγγέλιο): “Σήμερα είναι περί το ένα εκατομμύριο (σ.σ. οι μετανάστες), σε λίγα χρόνια θα υπερβαίνουν τα τρία. Σε συνδυασμό με το δημογραφικό πρόβλημα των Ελλήνων και παρότι δεν μας το επιτρέπει ο πολιτισμός μας και η θρησκεία μας να πούμε “έξω οι ξένοι”, από την άλλη αντιλαμβάνεσθε τον κίνδυνο που ελλοχεύει να μετατραπούμε, ύστερα από λίγο, σε πρόσφυγες στην ίδια μας την πατρίδα;”
Φυσικά, η κορυφαία μηντιακή στιγμή του Χριστόδουλου ήρθε με το διαβόητο ζήτημα των ταυτοτήτων, όταν αρχές του 2000 η κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε να αφαιρέσει την αναφορά του θρησκεύματος από το εν λόγω έγγραφο. Η εκκλησία μπορεί να έχασε φαινομενικά τη μάχη, όμως η κατάσταση ήταν win-win, τόσο για την κυβέρνηση που έχτισε ένα προφίλ προοδευτισμού σε ένα σημαντικό μεν, αλλά ανώδυνο για το σύστημα ζήτημα, όσο και για τον αρχιεπίσκοπο που έδειξε ότι διαθέτει διεισδυτικότητα σε ευρύτατα ακροατήρια. Τα τρία εκατομμύρια υπογραφών που συγκεντρώθηκαν σε ενορίες ανά την επικράτεια υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος για το θέμα, αλλά κυρίως οι αλήστου μνήμης “λαοσυνάξεις” σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (στην πρώτη ο Χριστόδουλος εμφανίστηκε στην εξέδρα με αντίγραφο του λαβάρου της Αγίας Λαύρας) ήταν κάτι παραπάνω από επίδειξη εκκλησιαστικής δύναμης. Στην πραγματικότητα τόσο οι ομιλίες όσο και τα συνθήματα του στυλ “Ελλάδα σημαίνει ορθοδοξία” προιωνίζονταν την αργή, αλλά σταθερή διολίσθηση στην εθνικιστική κι ακραία συντηρητική ρητορική κι αντίληψη, που μετά το πρώτο ξέσπασμα με τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό το ’92, φαινόταν να έχει περιέλθει σε ύπνωση, από την οποία “συνήλθε” μερικώς ακριβώς στο κατώφλι της δεκαετίας του 2000, για να γνωρίσει ανησυχητική και κλιμακούμενη άνθιση μετέπειτα, φτάνοντας στο σήμερα που η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται ως ιλαροτραγωδία. Εξάλλου δεν έλειψαν συναισθηματικά φορτισμένες παρεμβάσεις του Χριστόδουλου για το ίδιο το Μακεδονικό, όπως στη Βέροια σε εκδήλωση μνήμης του Τέλλου Άγρα:
Πολλοί θα θυμούνται και τον ευρωσκεπτικισμό του μακαριστού, ιδίως σε μια αποστροφή του περί “ευρωλιγούρηδων” το Σεπτέμβρη το ’99, με αφορμή τον τρόπο διδασκαλίας των Θρησκευτικών. Αργότερα, το 2003 σε ομιλία βγαλμένη από τις καλύτερες παραδόσεις των ανθενωτικών του Βυζαντίου κατακεραύνωνε τους κουτόφραγκους (που “κρέμονταν από τα δένδρα” όπως είχε δηλώσει ήδη από το ΄98), καθότι “η Ιστορία διδάσκει πως αυτοί οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ήταν εκείνοι που πάντα ήθελαν το κακό μας. Πολύ πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως η ρωμιοσύνη είχε δοκιμάσει τη φρικτή εμπειρία των φράγκων της Δύσεως που με κάθε τρόπο επεδίωκαν τον αφανισμό της”. Αυτά μάλιστα δυο χρόνια μετά την ιστορική επίσκεψη του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ στην Αθήνα και την απολογία του για τα εγκλήματα των σταυροφόρων κατά τη λεγόμενη “Πρώτη Άλωση” της Πόλης το 1204, τη “μεγαλύτερη νίκη του ελληνισμού μετά το 480 π.Χ” σύμφωνα με τον προσφάτως πεσόντα υπέρ ΠΑΟΚ τέως υφυπουργό παιδείας Κώστα Ζουράρι (ναι, αλλά για το ΑΑΔΜ δε λέτε τίποτα). Ακόμα κι αυτός ο τελείως σκοταδιστικός κι αποπροσανατολιστικός αντιευρωπαϊσμός, που ουδεμία σχέση είχε κι έχει με την αναγκαία πάλη ενάντια στην αντιδραστική ΕΕ κι όχι γενικώς εναντίον κάποιων “Ευρωπαίων” που μας ζηλεύουν-γιατί-χτίζαμε-Παρθενώνες, δεν εμπόδισε καθόλου τον μακαριστό να προβεί, σε μία από τις πρώτες του ενέργειες ως αρχιεπίσκοπος το 1998, σε ίδρυση γραφείων αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην UNESCO, καθώς και ειδικής Συνοδικής Επιτροπής παρακολούθησης Ευρωπαϊκών Θεμάτων.
Τα τελευταία χρόνια της θητείας του, στιγματίστηκαν από ένα πλέγμα οικονομικών και σεξουαλικών σκανδάλων στους κόλπους της εκκλησίας, με επίκεντρο το πρόσωπο του αρχιμανδρίτη τότε Ιάκωβου Γιοσάκη. Η επιρροή του τελευταίου στην αρχιεπισκοπική εκλογή έγινε αντικείμενο σκληρών αλληλοκατηγοριών μεταξύ Χριστόδουλου και του σημερινού προκαθήμενου της Ελλαδικής Εκκλησίας και βασικού του ανθυποψηφίου το ’98, Ιερώνυμου, τότε μητροπολίτη Θηβών. Σύμφωνα με έρευνες της εποχής, η δημοφιλία της εκκλησίας άγγιξε ιστορικά χαμηλά εκείνη την περίοδο, η οποία δεν άφησε εντελώς αλώβητο τον ίδιο. Έπειτα από σκληρή μάχη με την επάρατο νόσο, αλλά κι επιπλοκές χρόνιας ηπατίτιδας, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, “εκοιμήθη” όπως λέγεται στην εκκλησιαστική διάλεκτο, πριν ακριβώς δέκα χρόνια, στις 28.1.2008. Όπως ακριβώς η Εκκλησία ως θεσμός δε θα μπορούσε να κλονιστεί από μια εξορισμού επιφανειακή σκανδαλολογία, που εύκολα εξάλλου αποδόθηκε σε ατομική ανηθικότητα ορισμένων ιερέων, έτσι και η φήμη του Χριστόδουλου εξακολουθεί να είναι σημαντική σε μια καθόλου ευκαταφρόνητη μερίδα συμπολιτών μας, όπως πιστοποιεί η διάδοση θεωριών περί δολοφονίας του αλλά και η ύπαρξη κυριολεκτικά χιλιάδων βίντεο σχετιζόμενων με το πρόσωπό του, κυρίως συνωμοσιολογικής ή εγκωμιαστικής υφής. Ο μακαριστός ως θρησκευτικός ταγός σαφώς συγκίνησε και θα συνεχίσει να συγκινεί το χριστεπώνυμο πλήθος και δεν είναι δουλειά ούτε πρόθεση μας να το κρίνουμε αυτό. Ως δημόσιο πρόσωπο που ηγήθηκε ενός βασικού πυλώνα του αστικού κράτους ωστόσο, ο ρόλος του στην ιστορία έχει καταγραφεί με φαιογάλανα γράμματα και καμιά τυχόν συμπάθεια που απέπνεε η μορφή του σε ανθρώπινο επίπεδο δε μπορεί να τους αλλάξει χρώμα.