120 χρόνια από την αυτοκτονία της Ελεωνόρας Μαρξ-Η πολυκύμαντη ζωή της αγαπημένης “Τούσι”
Ο πατέρας της Καρλ Μαρξ συνήθιζε να την φωνάζει “παλιόφιλο” (Kumpel) και τη μύησε από νωρίς στους δυο κόσμους που αγάπησε, εκείνον του θεάτρου και της πολιτικής. Είχε πλούσια δράση και στα δύο, αλλά τα ψυχολογικά προβλήματα και οι ατυχίες στην προσωπική της ζωή συνέβαλαν στην απόφασή της να θέσει τέρμα στη ζωή της σε ηλικία 43 ετών.
H Ελεωνόρα Μαρξ, η “Τούσι”, όπως τη φώναζαν στην οικογένεια, ήταν η νεαρότερη κόρη, απ’ όσες επιβίωσαν στην ενήλικη ζωή, της Τζένυ και του Καρλ Μαρξ, μετά την Τζένη Λονγκέ και τη Λάουρα Μαρξ. Ήταν ένα πολύ ευαίσθητο παιδί, που ως την ηλικία των πέντε τρεφόταν αποκλειστικά με γάλα. Από πολύ τρυφερή ηλικία έδειξε την ευφυία και τη φιλομάθειά της, την οποία οι γονείς της καλλιεργούσαν συστηματικά. Όταν ήταν τριών ετών ήξερε ήδη να απαγγέλλει στίχους του Σαίξπηρ, ενώ ο πατέρας της την έμαθε γαλλικά και αγγλικά, πέραν της μητρικής της, γερμανικής. Από ηλικία 14 ετών άρχισε να συμβάλει στο πενιχρό συνήθως οικογενειακό εισόδημα με παροχή ιδιαίτερων μαθημάτων, δουλειά στο Βρετανικό Μουσείο, συγγραφή κριτικών θεάτρου και δημιουργία σκίτσων (με το ψευδώνυμο Άλεκ Νέλσον), ενώ από τα 16 της συνόδευε τον πατέρα της σε διεθνείς συναντήσεις του σοσιαλιστικού κινήματος. Η ανάγκη του για γραμματέα την απέτρεψε από την καριέρα που επιθυμούσε στο σανίδι. Αντ’ αυτού διαχειριζόταν την αλληλογραφία του Μαρξ, τακτοποιούσε τα βιβλία και χειρόγραφά του, μετέφραζε και διερμήνευε για εκείνον στα αγγλικά.
Όταν ήταν 17 χρονών γνωρίστηκε με το Γάλλο δημοσιογράφο Ιππόλυτο Λισαγκαρέ, και τον βοήθησε να συγγράψει την “Ιστορία της Κομμούνας του 1871”. Ο πατέρας της ήταν για πολλά χρόνια αντίθετος στον αρραβώνα των δυο νέων, μεταξύ άλλων και λόγω της διαφοράς ηλικίας. Όταν τελικά συναίνεσε στο γάμο, η Ελεονώρα, που εκείνα τα χρόνια πιθανόν υπέφερε από ανορεξία και είχε κάνει θεραπείες κατά της αϋπνίας, αποφάσισε να χωρίσει από το Λισαγκαρέ το 1882.
Σημαδεύτηκε από το θάνατο των γονιών της, το 1881 της μητέρας και του 1883 του πατέρα της, τους οποίους γηροκόμησε την περίοδο της αρρώστιας τους. Ο Καρλ Μαρξ της είχε αναθέσει να ασχοληθεί με την αγγλόφωνη έκδοση του “Κεφαλαίου”, καθώς και με την έκδοση των χειρογράφων του. Η ίδια δραστηριοποιήθηκε ακόμα πιο ενεργά στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα, της Μ. Βρετανίας ειδικότερα, και συμμετείχε τόσο στην ίδρυση της Β’ Διεθνούς, όσο και σε σημαντικές απεργίες, όπως εκείνη των μηχανοδηγών του 1889 και των λιμενεργατών του 1890. Ενδιαφέρθηκε επίσης για τις συνθήκες ζωής του εβραϊκού προλεταριάτου στο Ανατολικό Λονδίνο, ενώ ασχολήθηκε με τις δικές της εβραϊκές ρίζες, μαθαίνοντας τη λίνγκουα φράγκα των Εβραίων της ευρωπαϊκής διασποράς, τα γίντις. Την ίδια περίοδο ασχολήθηκε και με το νεανικό της όνειρο, την υποκριτική, παρουσιάζοντας το 1886 την παράσταση “Κουκλόσπιτο” του Ερρίκου Ίψεν, όπου πρωταγωνίστησε μαζί με τον σύντροφό της Έντουαρντ Άβελινγκ και τον καλό της φίλο και διάσημο συγγραφέα Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω. Επέδειξε επίσης σπουδαίο μεταφραστικό έργο, μαθαίνοντας νορβηγικά μόνο και μόνο για να μεταφράσει έργα του Ίψεν στα αγγλικά, ενώ επίσης υπήρξε η πρώτη μεταφράστρια στ’ αγγλικά της “Μαντάμ Μποβαρύ” του Φλωμπέρ.
Συνέγραψε επίσης σημαντικά πολιτικά έργα, όπως “Η κόλαση του εργοστασίου” (1885), “Το γυναικείο ζήτημα” (1886) , “Το εργατικό κίνημα στην Αμερική” (1888) , “Ο σοσιαλισμός του Σέλλεϋ” (1888), καθώς και “Το εργατικό κίνημα στην Αγγλία”, ενώ είχε και πλούσια αρθρογραφία, κυρίως στο πολιτικό περιοδικό Justice. Στα πλαίσια της δράσης της στη Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία (SDF), γνωρίστηκε με τον Έντουαρντ Άβελινγκ, βιολόγο κι ενεργό στέλεχος του σοσιαλιστικού κινήματος της Μ.Βρετανίας. Ο ίδιος βρισκόταν για πολλά χρόνια σε διάσταση με τη σύζυγό του, χωρίς να έχει διαζευχθεί, ωστόσο η Ελεωνόρα συζούσε μαζί του και χρησιμοποιούσε το επίθετό του. Ο Άβελινγκ ήταν εξαιρετικά αντιπαθής στον κύκλο της Μαρξ, με εξαίρεση τον Ένγκελς, ιδιαίτερα λόγω της τάσης του να δανείζεται διαρκώς χρήματα, η σύντροφός του όμως τον υπερασπιζόταν από κάθε επίθεση. Το 1884 ίδρυσε μαζί με τον Γουίλιαμ Μόρις τη Σοσιαλιστική Ένωση, στο όργανο της οποίας “Κοινοπολιτεία” αρθρογραφούσε τακτικά. Το 1886 ταξίδεψε με τον Άβελινγκ και των Βίλχελμ Λίμπκνεχτ στις ΗΠΑ, για να συλλέξει πόρους υπέρ της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας αλλά και να στηρίξει τους εργάτες που διώκονταν με ψευδή στοιχεία για τα γεγονότα του Haymarket στο Σικάγο το Μάη της ίδιας χρονιάς, όταν σε εργατική συγκέντρωση που προσπαθούσε να διαλύσει η αστυνομία, έπεσε από άγνωστη προέλευση βόμβα, σκοτώνοντας επτά αστυνομικούς κι έναν πολίτη.
Βασανιζόταν για χρόνια από νευρολογική ασθένεια, την οποία δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει παρότι έκανε πολλά ταξίδια αποθεραπείας. Είχε εκφράσει ανοιχτά τις σκέψεις της να αυτοκτονήσει, κάτι που έκανε με κυάνιο σαν σήμερα το 1898, σε ηλικία μόλις 43 ετών. Ως καταλύτης στην απόφασή της αυτή φαίνεται να ήταν η ανακάλυψη πως ο Άβελινγκ, τον οποίο είχε περιθάλψει με αφοσίωση για νεφροπάθεια λίγο καιρό πριν, είχε παντρευτεί ένα χρόνο νωρίτερα με ψευδώνυμο τη νεαρή ηθοποιό Έβα Φράι στο Λονδίνο. Ο θάνατός της προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, και είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και οι Τάιμς της Νέας Υόρκης δημοσίευσαν επικήδειο προς τιμήν της. H δικαστική έρευνα σε βάρος του Άβελινγκ δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει κατηγορίες εναντίον του, ωστόσο όταν πέθανε από την ασθένειά του λίγους μήνες αργότερα, κανένας εκπρόσωπος του σοσιαλιστικού κι εργατικού κινήματος δεν παραβρέθηκε στην κηδεία του, λόγω της ηθικής ενοχής που του προσήπταν για την αυτοκτονία της συντρόφου του. Οι στάχτες της, μετά από διάφορες περιπλανήσεις και περιπέτειες, τάφηκαν τελικά δίπλα σε εκείνες του πατέρα της στο κοιμητήριο Highgate του Λονδίνο στις 14 Μάρτη 1856.