Η Διάσκεψη του Βάνζεε 1942: Σημείο καμπής ή απλό επεισόδιο στο δρόμο για το Ολοκαύτωμα;
“Σε μεγάλες φάλαγγες εργασίας, χωρισμένοι κατά φύλο, οι ικανοί προς εργασία Εβραίοι θα οδηγηθούν κατασκευάζοντας δρόμους σε αυτές τις περιοχές, όπου δίχως αμφιβολία ένα μεγάλο μέρος θα εκλείψει λόγω φυσικής μείωσης. Θα πρέπει να γίνει αντικείμενο αρμόζουσας μεταχείρισης το υπόλοιπο τελικά εναπομείναν κομμάτι, καθώς θα πρόκειται αναμφίβολα για το πιο ανθεκτικό μέρος, επειδή αυτό, αντιπροσωπεύοντας τη φυσική επιλογή, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πυρήνας μιας νέας ιουδαϊκής αναγέννησης”
15 υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του κράτους και των SS παίρνουν πριν 76 χρόνια στις 20 Γενάρη μέρος στη διάσκεψη του Βάνζεε, παραλίμνιου προαστίου του Βερολίνου, με επικεφαλής τον 37χρονο Ράινχαρτ Χάιντριχ, αρχηγό της Κεντρικής Υπηρεσίας Ασφαλείας του Ράιχ (RSHA, Reichssicherheitshauptamt). Στο πρωτόκολλο που γράφεται από τον Άντολφ Άιχμαν, υπεύθυνο για την απομάκρυνση των Εβραίων της Ευρώπης γίνεται λόγος για μεταφορά σε “μεταβατικά γκέτο” “στα πλαίσια της τελικής λύσης” κι από εκεί “να μεταφερθούν στη συνέχεια προς Ανατολάς”, “Σε μεγάλες φάλαγγες εργασίας, χωρισμένοι κατά φύλο, οι ικανοί προς εργασία Εβραίοι θα οδηγηθούν κατασκευάζοντας δρόμους σε αυτές τις περιοχές, όπου δίχως αμφιβολία ένα μεγάλο μέρος θα εκλείψει λόγω φυσικής μείωσης. Θα πρέπει να γίνει αντικείμενο αρμόζουσας μεταχείρισης το υπόλοιπο τελικά εναπομείναν κομμάτι, καθώς θα πρόκειται αναμφίβολα για το πιο ανθεκτικό μέρος, επειδή αυτό, αντιπροσωπεύοντας τη φυσική επιλογή, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πυρήνας μιας νέας ιουδαϊκής αναγέννησης”. Αποκαλυπτικά αν μη τι άλλο τα όσα συζητήθηκαν στη διάσκεψη, ωστόσο το αν η 20 Γενάρη 1942 ήταν πράγματι η μέρα απόφασης της Τελικής Λύσης, εξακολουθεί να αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των ιστορικών του Ολοκαυτώματος. Σε κάθε περίπτωση το σίγουρο είναι πως η εξόντωση των Εβραίων επί μήνες πριν τη διάσκεψη βρισκόταν σε εξέλιξη. Η άμεση “προϊστορία” της διάσκεψης ξεκινά στις 31 Ιούλη 1941, μέρα συνάντησης των Γκαίρινγκ και Χάιντριχ. Ήδη από τις αρχές του 1939 ο Γκαίρινγκ είχε διορίσει διευθυντή της συσταθείσας από τον ίδιο “Κεντρικής Υπηρεσίας του Ράιχ για την εβραϊκή μετανάστευση”. Στη συνάντηση του ανατίθεται στο Χάιντριχ η αποστολή να προβεί σε “όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες από οργανωτικής, πραγματιστικής και υλικής πλευράς για μια τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος στις περιοχές γερμανικής επιρροής στην Ευρώπη”, θεωρητικά για μετά το τέλος του νικηφόρου, όπως ήλπιζαν οι ναζί, πολέμου. Όπως εξάλλου είχε εξηγήσει επανειλλημμένα ο ίδιος ο Χίτλερ από το Γενάρη του ’39 ακόμα, ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος θα σηματοδοτούσε “την εξόντωση της εβραϊκής φυλής στην Ευρώπη”.
Γεγονός είναι επίσης πως η Αστυνομία Ασφαλείας (Sicherheitspolizei) και η Υπηρεσία Ασφαλείας (Sicherheitsdienst) με επικεφαλής το Χάιντριχ προβαίνουν ήδη επί βδομάδες συστηματικά σε εκκαθάριση Εβραίων στα σοβιετικά εδάφη, είτε ακολουθώντας την προελαύνουσα Βέρμαχτ, είτε και σε ξεχωριστές αποστολές. Το ίδιο ισχύει και για τις ταξιαρχίες των SS υπό τη διοίκηση του Χάινριχ Χίμλερ και το αστυνομικό τάγμα (Polizeibataillone) που μεταφέρονται για παραπέρα ενίσχυση της γερμανικής παρουσίας στην ΕΣΣΔ. Τα πρώτα εγκλήματα κατά του εβραϊκού πληθυσμού πραγματοποιούνται ήδη κατά τους πρώτους μήνες της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, τον Ιούνη και Ιούλη του 1941. Από τον Αύγουστο του ίδιου έτους κι εξής γενικεύονται οι ομαδικές εκτελέσεις. Η “τελική λύση” είχε πάρει ήδη σάρκα και οστά στη σοβιετική γη, τι συνέβαινε όμως με τους Εβραίους της Ευρώπης;
Το Σεπτέμβρη του ’41 διατάσσεται από το Φύρερ η “εκκένωση” όπως βαφτίζεται ευφημιστικά, των Εβραίων της Γερμανίας, Αυστρίας, Τσεχοσλοβακίας και Λουξεμβούργου, με προορισμό τα γκέτο και τα στρατόπεδα της Ανατολικής Ευρώπης. Από τους Εβραίους, αλλά και πολλούς τσιγγάνους ανάμεσά τους, που μεταφέρονται βιαίως τον Οκτώβρη του ’41, ένα μεγάλο μέρος (25.000) μεταφέρεται σε στρατόπεδο εξόντωσης κοντά στην πόλη Λοτζ της Πολωνίας. Οι τσιγγάνοι, που αποτελούν περίπου το 1/5 των μεταφερθέντων, η πλειονότητα εξολοθρεύεται ως το Γενάρη του ’42, οι Εβραίοι επιβιώνουν ως το Μάιο.
Στην πρωτεύουσα της σοβιετικής Λευκορωσίας, Μινσκ μεταφέρονται 7.000 Εβραίοι μέσα σε ειδικές ζώνες αποκλεισμένες από τα υπόλοιπα γκέτο των ντόπιων ομοφύλων τους, ο σχεδιασμός παραπέρα μεταφοράς τους προς ανατολάς δεν υλοποιείται, σε αντίθεση με την τύχη που έχουν 5.000 Εβραίοι που εκτελούνται άμα τη αφίξει τους το Νοέμβρη του ’41 στη λιθουανική πόλη Κάουνας, το ίδιο συμβαίνει και σε 1053 νεοαφιχθέντες στη Ρίγα της Λεττονίας. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η εντολή εκτέλεσης είχε δοθεί από τον τοπικό διευθυντή των SS και της Αστυνομίας, Φρήντριχ Γιέκελν, ο οποίος ωστόσο δέχεται επίπληξη για την πρωτοβουλία του αυτή από τον προϊστάμενό του το Χίμλερ. Αυτό δείχνει πως σε εκείνη τη χρονική φάση, η αδιάκριτη εκτέλεση των Εβραίων δε βρισκόταν ακόμα στην ημερήσια διάταξη, καθώς υφίστατο επισήμως ο διαχωρισμός μεταξύ σοβιετικών Εβραίων και των άρτι αφιχθέντων από τα ευρωπαϊκά εδάφη. Επιβαρυντικά λειτούργησε στην περίπτωση των πρώτων η αντιμετώπιση τους ως φορέων του “εβραιομπολσεβικισμού”, κάτι που αποτυπώνεται εξάλλου και στην υλοποίηση της διαβόητης “διαταγής των κομισσαρίων”, στις 6.6.1941, όπου προβλεπόταν η άμεση εκτέλεση κάθε πολιτικού επιτρόπου του Κόκκινου Στρατού, σημαντικό μέρος των οποίων ήταν Εβραίοι, που έπεφτε στα χέρια των Γερμανών.
Ο όποιος διαχωρισμός υφίστατο υποχωρεί πάντως πολύ σύντομα και στις 19 Γενάρη του ’42, την παραμονή της διάσκεψης του Βάνζεε δηλαδή, ο Διοικητής της Αστυνομίας Ασφαλείας της Λετονίας Ρούντολ Λάνγκε, προσκεκλημένος στη διάσκεψη, διατάσσει πριν την αναχώρησή του την εκτέλεση όλων των Εβραίων που είχαν μόλις καταφτάσει από τσεχική πόλη, πλην ορισμένων που προορίζονταν για την κατασκευή ενός στρατοπέδου. Ήταν φανερό πως αν δεν υπήρχε ήδε σ’αυτό το σημείο ρητή άδεια για τέτοιες ενέργειες,τουλάχιστον ο Λάνγκε είχε επίγνωση πως δε χρειαζόταν πια να υπολογίζει ούτε σε απλή επίπληξη για την πράξη του.
Ο Γερμανός ιστορικός Κρίστιαν Γκέρλαχ προσπάθησε το 1997 να αποδείξει ότι ήδη από το Δεκέμβρη του 1941 ο Χίτλερ είχε ανακοινώσει σε ημερίδα συνάντησης τοπικών και περιφερειακών Γκαουλάιτερ την πρόθεση του για εξόντωση των Εβραίων. Ανήκει στη μερίδα των λεγόμενων ιντενσιοναλιστών, όσων δηλαδή θεωρούσαν την εξόντωση των Εβραίων με τη μορφή που πήρε προειλημμένη απόφαση από νωρίς. Αν και δεν υπάρχουν ως σήμερα αποδείξεις για την ύπαρξη μιας τέτοιας εντολής, το βέβαιο είναι πως ο Χίτλερ σε καμία φάση του Ολοκαυτώματος δεν παρενέβη έστω και για να επιβραδύνει τις δολοφονίες και τον εγκλεισμό στα στρατόπεδα εξόντωσης.
Ο συνάδελφός του Πέτερ Λόνγκεριχ, εκπροσωπώντας το στρατόπεδο των δομιστών ή φονξιοναλιστών, θεωρεί την τελική λύση το αποτέλεσμα διαδοχικών φάσεων, η μια ριζοσπαστικότερη σε σχέση με τη μεταχείριση των Εβραίων από την προηγούμενη, που ολοκληρώνεται στις αρχές του καλοκαιριού του 1942.
Ένα από τα ερωτήματα με τα οποία ασχολήθηκε η διάσκεψη, ήταν ο ορισμός των κριτηρίων του “Εβραίου”. Κύριο σημείο τριβής ήταν η τύχη όσων είχαν ένα γονέα Εβραίο κι έναν άριο, ή έναν ή δυο παππούδες εβραϊκής καταγωγής. Ο Χάιντριχ επέμενε στη διεύρυνση των κριτηρίων στο μέγιστο δυνατό βαθμό, ωστόσο δε μπόρεσε να αποσπάσει μια επίσημη κατευθυντήριο γραμμή κι έτσι το ζήτημα παρέμεινε άλυτο ως το τέλος του πολέμου, με τα κριτήρια να αλλάζουν από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τον ζήλο των τοπικών ναζί υπευθύνων και των συνεργατών τους. Συζήτηση γίνεται επίσης για τα “προβλήματα” που προέκυψαν κατά την μεταφορά των Γερμανών, Αυστριακών και Τσεχοσλοβάκων Εβραίων. Εκφράστηκαν για παράδειγμα ενστάσεις για την “εκκένωση” των Εβραίων που εργάζονταν σε πολύτιμα για την πολεμική προσπάθεια έργα και φόβοι πως θα σηκωνόταν ένα κύμα αλληλεγγύης σε Γερμανούς και Αυστριακούς Εβραίους βετεράνους του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τη λύση γι’αυτό παρουσίασε κυνικά ο Χάιντριχ, τη δημιουργία ενός “Γκέτου ηλικιωμένων” στην τσεχική πόλη Τερεζίν. Τα κοινά σημεία των παρισταμένων είναι όμως πολύ σημαντικότερα από τις λεπτομέρεις που τους χωρίζουν. Ομοφωνία επικρατεί για την ηγετική θέση των Χάιντριχ και Χίμπλερ στο ζήτημα, τη συνέχιση των μαζικών δολοφονιών στην Ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ, και των “εκκενώσεων” των Εβραίων της υπόλοιπης ηπείρου, με το θάνατο των περισσότερων εξ αυτών να λαμβάνεται ως δεδομένο.
Ο Γραμματέας του κράτους στην κατεχόμενη Πολωνία, Γιόζεφ Μπύλερ, πρότεινε μάλιστα στη διάσκεψη πως η “τελική λύση” μπορούσε να αρχίσει άμεσα, καθώς δεν υπήρχαν προβλήματα μεταφοράς και “η πλειονόητα των Εβραίων” ήταν “ανίκανη προς εργασία”. “Στο τέλος”, καταγράφει ο Άιχμαν “συζητήθηκαν οι διάφοροι τρόποι των δυνατοτήτων της Λύσης”, όπου επισημάνθηκε από σειρά παρισταμένων πως “κάποιες από τις εργασίες προετοιμασίας στα πλαίσια της Τελικής Λύσης θα έπρεπε να εκτελεστούν άμεσα στις ενδιαφερόμενες περιοχές, όπου θα έπρεπε ωστόσο να αποφευχθεί η αναστάτωση του πληθυσμού”.
Το πρωτόκολλο του Βάνζεε είναι το μόνο σωζόμενο υπηρεσιακό έγγραφο στο οποίο η εξόντωση των Εβραίων διατυπώνεται τόσο ξεκάθαρα ως στόχος προς υλοποίηση, δεν απαντά ωστόσο στο ερώτημα αν και πότε υπήρξε συγκεκριμένη απόφαση για τη γενοκτονία. Σε κάθε περίπτωση η περίοδος από το Βάνζεε κι έπειτα συμπίπτει με την κορύφωση της μαζικής μεταφοράς Εβραίων από τη Γερμανία, τη Σλοβακία, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες, ενώ στη διάρκεια του ίδιου έτους ξεκινά η εξόντωση των Πολωνών Εβραίων στους θαλάμου αερίων του Μπέλζεκ και της Τρεμπλίνκας, μεταξύ άλλων. Ακολουθούν οι Εβραίοι της Ελλάδας, της Δανίας και της Ιταλίας, ενώ η γενοκτονία ολοκληρώνεται με τη γενοκτονία των Ούγγρων Εβραίων το καλοκαίρι του 1944 στο Άουσβιτς.
Η διάσκεψη διήρκεσε συνολικά 90 λεπτά, κι έπειτα ο Χάιντριχ, όπως κατέθεσε χρόνια αργότερα κατά την ανάκρισή του στην Ιερουσαλήμ ο Άιχμαν, άναψε ένα πούρο κι ήπιε ένα κονιάκ “για να βρει την ηρεμία του”.