Ελία Καζάν – Τα αριστουργήματα ενός καταδότη
Το γεγονός που στιγμάτισε τη ζωή και το έργο του δεν ήταν άλλο παρά η μαρτυρία του ενώπιον της επιτροπής αντιαμερικανικών υποθέσεων το 1952, όταν και δε δίστασε να καταδώσει παλιούς του συντρόφους του ΚΚ ΗΠΑ προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει απρόσκοπτα την καριέρα του.
Ο Ελία Καζάν είναι μια αρχετυπική περίπτωση αμερικανικού ονείρου, ο γιος του μετανάστη που κατόρθωσε να κατακτήσει το θέατρο και τη μεγάλη οθόνη στις ΗΠΑ με μια σειρά θεατρικών και ταινιών που άφησαν εποχή. Έντονα επηρεασμένος από τη “μέθοδο” Στανισλάφσκι, υπήρξε μέντορας σπουδαίων ηθοποιών, συμβάλλοντας ιδιαίτερα στην ανάδειξη του Μάρλον Μπράντο και του Γουόρεν Μπίτι. Το γεγονός όμως που στιγμάτισε τη ζωή και το έργο του δεν ήταν άλλο παρά η μαρτυρία του ενώπιον της επιτροπής αντιαμερικανικών υποθέσεων το 1952, όταν και δε δίστασε να καταδώσει παλιούς του συντρόφους του ΚΚ ΗΠΑ προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει απρόσκοπτα την καριέρα του.
Γεννήθηκε στις 7 Σεπτέμβρη 1909 στην Καισάρεια ως Ηλίας Καζαντζόγλου και η οικογένειά του μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όταν εκείνος ήταν 4 ετών. Ο πατέρας του άνοιξε επιχείρηση πώλησης χαλιών και η η οικονομική του κατάσταση ήταν τέτοια που του επέτρεψε να προσφέρει στο γιο του μια καλή μόρφωση στο Κολέγιο Γουίλιαμς. Ο ίδιος ο Ελία Καζάν, όπως ήταν η αμερικανική εκδοχή του ονόματός του, δεν ένιωθε άνετα ως ο μόνος ξένος μεταξύ των εύπορων Αμερικανών συμφοιτητών του. Στη συνέχεια σπούδασε θέατρο στο Γέηλ, όπου παντρεύτηκε την συμφοιτήτριά του και θεατρική συγγραφέα Μόλι Ντέι Θάτσερ, με την οποία είχε έναν πολύ περιπετειώδη γάμο.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός στο Group Theater της Νέας Υόρκης και ήρθε σε επαφή με μαρξιστικές ιδέες. Το 1935 μπήκε στο ΚΚ ΗΠΑ, το οποίο εγκατέλειψε μετά από 1,5 χρόνο λόγω της άρνησής του να συμμετάσχει σε απεργία του θιάσου του. Όταν ο τελευταίος διαλύθηκε, ο Καζάν στράφηκε στη σκηνοθεσία, τόσο στο θέατρο, όσο και στη μεγάλη οθόνη όπου διακρίθηκε αρχικά στο γύρισμα ντοκιμαντέρ, με γνωστότερο το “Οι άνθρωποι του Cumberland” με θέμα τη ζωή των ανθρακωρύχων του Τενεσί.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 πρωταγωνίστησε με επιτυχία σε μια σειρά γκανγκστερικών ταινιών, ενώ το 1945 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία “Χαμένα νιάτα”, που έφερε μάλιστα Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου στον Τζέιμς Νταν. Ο Καζάν ήταν έντονα επηρεασμένος από το έργο του σκηνοθέτη Τζον Φορντ, αλλά και από τους σπουδαίους Σοβιετικούς κινηματογραφιστές Σεργκέι Αϊζενστάιν και Αλεξάντρ Ντοβσένκο. Απέσπασε το πρώτο του Όσκαρ σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας για την ταινία “Συμφωνία Κυρίων” του 1947, όπου ο Γκρέγκορι Πεκ υποδύεται ένα δημοσιογράφο που παριστάνει τον Εβραίο για να νιώσει στο πετσί του τις αντισημιτικές διακρίσεις. Το ζήτημα του ρατσισμού βρίσκεται στην καρδιά και της ταινίας του “Πίνκι” (1949), όπου μια ανοιχτόχρωμη Αφροαμερικανή επιστρέφει στη γενέτειρά της αφότου απορρίπτει πρόταση γάμου από ένα λευκό άνδρα που αγνοούσε την καταγωγή της.
Το 1947 μαζί με τους συναδέλφους του Τσέριλ Κρόφορντ και Ρόμπερτ Λιούις ιδρύουν το περίφημο Actors Studio, μια δραματική σχολή αφιερωμένη στη μέθοδο Στανισλάφσκι, που ανέδειξε πολλούς ταλαντούχους ηθοποιούς. Ως θεατρικός σκηνοθέτης ο Καζάν συνεχίζει να σημειώνει τεράστες επιτυχίες, συνεργαζόμενος με συγγραφείς όπως ο Τενεσί Γουίλιαμς και κυρίως ο επί χρόνια επιστήθιος φίλος του Άρθουρ Μίλερ.
Η δεκαετία του ’50 ξεκινά δυναμικά για εκείνον με ταινίες όπως “Πανικός στους δρόμους” που αποτυπώνει το ανθρωποκυνηγητό κατά μιας συμμορίας που φέρει λοιμώδη νόσο και το εμβληματικό “Λεωφορείον ο Πόθος” (1951) βασισμένο στην ομώνυμη παράσταση, με τις συγκλονιστικές ερμηνείες των Μάρλον Μπράντο και Βίβιαν Λι να αποσπούν αμφότερες χρυσά αγαλματίδια.
Ένα χρόνο μετά ο Καζάν ήταν έτοιμος να γυρίσει την ταινία “Βίβα Ζαπάτα” με πρωταγωνιστή τον Μάρλον Μπράντο στο ρόλο του μεγάλου Μεξικανού επαναστάτη, σε σενάριο του διάσημου συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ. Πριν προχωρήσει όμως, είχε λάβει αυστηρή προειδοποίηση από τον πρόεδρο της 20th Century Fox πως η καριέρα του στο σινεμά θα τελείωνε αν δεν κατέθετε στην επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων. Πράγματι ο Καζάν εμφανίστηκε δυο φορές στην επιτροπή, την πρώτη απλά παραδεχόμενος ότι είχε υπάρξει παλιότερα μέλος του ΚΚ χωρίς να κατονομάσει συντρόφους του και τη δεύτερη καταδίδοντας οχτώ ηθοποιούς που είχαν υπάρξει κι εκείνοι μέλη. Ο Καζάν για την επόμενη δεκαετία γίνεται ένας από τους πιο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ, η φήμη του όμως αμαυρώθηκε για πάντα, ενώ έχασε και πολλούς φίλους, με γνωστότερο τον Άρθουρ Μίλερ.
Ο ίδιος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε αμετανόητος για την επιλογή του. Δυο μέρες μετά την εμφάνισή του ενώπιον της επιτροπής, δημοσίευσε πληρωμένη καταχώρηση στους New York Times, καλώντας τους φιλελεύθερους να “μιλήσουν” όπως είχε κάνει και ο ίδιος. Στην αυτοβιογραφία του “Μια ζωή” που κυκλοφόρησε το 1988 όχι μόνο υπερασπίστηκε την κατάδοση των ηθοποιών αλλά έγραψε πως “Το έκανα γιατί αυτός είναι ο πραγματικός εαυτός μου. Οτιδήποτε πριν από αυτό ήταν 17 χρόνια υποκρισίας”, προσθέτοντας πως “Οι μοναδικές πραγματικά καλές κι αυθεντικές ταινίες που έκανα, ήταν μετά τη μαρτυρία μου”.
Σε δυο τουλάχιστον από τις ταινίες του προσπαθεί με σαφήνεια να δικαιολογήσει την πράξη του. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πολυβραβευμένου “Λιμανιού της αγωνίας” (1954), όπου ο Μάρλον Μπράντο υποδύεται έναν αποτυχημένο πυγμάχο που καταδίδει τον ελεγχόμενο από τη μαφία πρόεδρο του συνδικάτου των λιμενεργατών στο Νιου Τζέρσεϋ. “Και χαίρομαι για ό,τι σου έκανα, μ’ ακούς;” φωνάζει ο πρωταγωνιστής στον διεφθαρμένο πρόεδρο, κι είναι δύσκολο να μην ακούσει στα λόγια αυτά τον ίδιο το σκηνοθέτη να δικαιολογεί τη στάση του. Πιο έμμεση απολογητική διάθεση έχει η ταινία του “Αμέρικα, Αμέρικα” (1963), βασισμένη μεν στη ζωή του θείου του Καζάν, όπου ο κυνισμός του πρωταγωνιστή Σταύρου μοιάζει να απηχεί εκείνον του δημιουργού της ταινίας, που δε δίστασε να παρακάμψει τις ηθικές του αναστολές για να πετύχει επαγγελματικά, όπως ο ήρωάς του. Επιπλέον, ο Καζάν σκηνοθέτησε το 1953 τους “Δραπέτες του τρόμου”, μια ανοιχτά αντικομμουνιστική ταινία με θέμα τη διαφυγή ενός θίασου σε τσίρκο από την Τσεχοσλοβακία.
Ο Καζάν είχε αρκετές ακόμα σημαντικές κινηματογραφικές στιγμές στο ενεργητικό του, όπως το “Ανατολικά της Εδέμ” με τον ως τότε άγνωστο Τζέιμς Ντιν, που κέρδισε Όσκαρ καλύτερης ταινίας, η οποία αντικατοπτρίζει τη δική του βασανισμένη σχέση με τον πατέρα του. Η τελευταία του ταινία ήταν “Ο τελευταίος μεγιστάνας” (1976), βασισμένη σε ημιτελές μυθιστόρημα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, σε σενάριο του μετέπειτα νομπελίστα Βρετανού συγγραφέα Χάρολντ Πίντερ, με καστ που περιλάμβανε μεταξύ άλλων τους Ρόμπερτ ντε Νίρο και Τζακ Νίκολσον. Το 1999 παρέλαβε εν μέσω έντονων διαμαρτυριών Όσκαρ συνολικής προσφοράς για το έργο του. Έξω από την αίθουσα είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες διαδηλωτές, ενώ μέσα μια σειρά ηθοποιών, όπως ο Εντ Χάρις και ο Νικ Νόλτε αρνήθηκαν να χειροκροτήσουν και παρέμειναν καθιστοί κατά την παραλαβή του βραβείου από τον Καζάν. Ο σκηνοθέτης έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 2003 σε ηλικία 94 ετών από φυσικά αίτια.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback