Ένας στους τρεις εργαζόμενους της Amazon στις ΗΠΑ τρέφεται με κουπόνια σίτισης
Είναι σιδερένιος νόμος του καπιταλισμού και κάθε εκμεταλλευτικού συστήματος ότι οι πεινασμένοι πληρώνουν τους χορτάτους, οι μορφές με τις οποίες γίνεται αυτό αποκτούν ολοένα και πιο “επιστημονικές” διαστάσεις.
Σοκαριστικά είναι τα στοιχεία δημοσιογραφικής έρευνας σε έξι πολιτείες των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα οποίο μέχρι και ένας στους τρεις εργαζόμενους της Amazon, γνωστής διεθνώς για τις κάθε άλλο παρά ιδανικές συνθήκες εργασίας που προσφέρει, εξαρτώνται από το πρόγραμμα SNAP (Πρόγραμμα Πρόσθετης Διατροφικής Βοήθειας), δηλαδή τη χορήγηση κουπονιών σίτισης από το κράτος. Σαν να μην έφτανε αυτό, μέσα στο χρόνο η εταιρεία ανακοίνωσε πως θα αρχίσει να δέχεται παραγγελίες μέσω διατροφικών κουπονιών, κάτι που θα την καταστήσει λόγω της κυρίαρχης της θέσης στην διαδικτυακή αγορά προϊόντων, κύρα ωφελημένη αυτού του προγράμματος 70 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα εφαρμοστεί σε λίγο καιρό πανεθνικά, μετά από το πιλοτικό στάδιο που βρίσκεται σε εξέλιξη σε οχτώ πολιτείες. Ουσιαστικά το κράτος θα πληρώνει διπλά την εταιρεία μέσω τους εν λόγω προγράμματος, άμεσα μέσω των παραγγελιών και έμμεσα, όπως ήδη κάνει, μέσω της σίτισης σεβαστού αριθμού των υπαλλήλων της, επιτρέποντας στην εταιρεία να διατηρεί τους μισθούς κάτω από τον ανταγωνισμό.
Σε όλες τις πολιτείες που συμμετείχαν στην έρευνα, η Άμαζον φιγουράρει στο τοπ 20 των εταιρειών με τους περισσότερους εργαζόμενους εξαρτημένους από κουπόνια σίτισης. Ο αριθμός αυτός είναι κατά πάσα πιθανότητα μεγαλύτερος, καθώς δεν περιλαμβάνει τους εποχιακά εργαζόμενους, οι οποίοι κατά κανόνα αμείβονται χαμηλότερα από το μόνιμο προσωπικό κι έτσι έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να μην μπορουν να καλύψουν τα έξοδα διατροφής τους. Η πολυεθνική, που υπολογίζεται το 2021 να ελέγχει το 50% των διαδικτυακών αγορών στις ΗΠΑ, ανοίγει διαρκώς αποθήκες και κέντρα διαλογής για να καλύψει της ζήτηση, λαμβάνοντας γενναιόδωρες επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές, που σε ομοσπονδιακό επίπεδο ανέρχονται ήδη σε 1,2 δις δολάρια, χωρίς παράλληλα να προσφέρει τις διαφημιζόμενες από την ίδια ευνοϊκές συνθήκες εργασίας, ενώ για το έτος 2017 δεν πλήρωσε ούτε δεκάρα σε ομοσπονδιακούς φόρους.
Οι Αμερικανοί φορολογούμενοι πληρώνουν ποικιλοτρόπως από την τσέπη τους για την ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη του μονοπωλίου της εταιρείας. Μέσω των φοροαπαλλαγών, των βελτιώσεων υποδομών ώστε να προσελκυστεί η Άμαζον σε μια συγκεκριμένη περιοχή, ζεστό χρήμα σε μορφή επιδοτήσεων, αλλά και μείωση της μισθολογικού κόστους με τη χρηματοδότηση της σίτισης μέρους του εργατικού δυναμικού, στην οποία θα προστεθεί σύντομα και η μερίδα του λέοντος από τα 70 δις του κρατικού προγράμματος κουπονιών στο διαδίκτυο.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της κομητείας του Ντέιντ στο Μαϊάμι, όπου η Άμαζον έλαβε 1,5 εκ επιστροφή φόρου και 5 εκ. δάνεια για τη βελτίωση υποδομών με την προσδοκία να φέρει 2.300 δουλειές στην περιοχή με μέσο μισθό 37000 κατ’έτος. Όταν τελείωσαν οι διαπραγματεύσεις, η εταιρεία αξιοποιώντας διάφορα παραθυράκια, έλαβε τα ίδια προνόμια έναντι μόλις 1000 θέσεων εργασίας για ετήσιους μισθούς 24 ή το πολύ 27.500 δολαρίων. Εξάλλου δεν υπάρχει κανένας ομοσπονδιακός ή πολιτειακός νόμος που να προβλέπει κάποιο κατώτατο μισθολογικό όριο ως προϋπόθεση για την εξασφάλιση κρατικής χρηματοδότησης στις επιχειρήσεις, παρά μόνο αόριστες αναφορές σε “υπεύθυνους μισθούς”.
Η Άμαζον μάλιστα, για να συσκοτίσει την πραγματικότητα, διαπράττει τη λαθροχειρία της σύγκρισης των μισθών που δίνει στους εργαζόμενους στις αποθήκες όχι με εκείνους του ίδιου κλάδου, αλλά εκείνου της λιανικής, όπου οι αμειβές είναι παραδοσιακά χαμηλότερες. Ενδεικτικά για την ίδια θέση σε αποθήκη του ομίλου Walmart, ομίλου επίσης διαβόητου για τους χαμηλούς του μισθούς, ένας εργαζόμενος λαμβάνει 40.000 δολάρια το χρόνο, ενώ στην Άμαζον μόλις 24.300 δολάρια, μόλις 1000 δολάρια πάνω από το επίσημο όριο φτώχειας των ΗΠΑ για τετραμελείς οικογένειες. Η εταιρεία διατείνεται πως παρέχει εισοδηματικές ενισχύσεις υπό μορφή μπόνους στους εργαζομένους της, δίχως όμως να διευκρινίζει το ύψος και τη συχνότητά τους. Θα ήταν λάθος όμως να αντιμετωπίσει κανείς την Άμαζον ως μια μεμονωμένη ή ειδική περίπτωση, γιατί η τάση εταιρείες που επωφελούνται περισσότερο από τα κρατικά προγράμματα κουπονιών σίτισης να διαθέτουν και τους περισσότερους εργαζόμενους που προστρέχουν σε αυτά για τη διατροφή τους, ισχύει και για άλλες πολυεθνικές, όπως η Walmart και τα Macdonalds. Ο σύγχρονος καπιταλισμός κερδίζει διπλά ακόμα και από την -με την κυριολεκτική σημασία της λέξης-πείνα που ο ίδιος καλλιεργεί, δίνοντας στο γνωστό ανέκδοτο για το γάιδαρο του Χότζα μια κάθε άλλο παρά αστεία επικαιρότητα.
Με πληροφορίες από: newfoodeconomy.org