Για τις θεωρίες του «κοινωνικού φύλου»
Το φύλο δεν καθορίζεται από την κοινωνία. Υπάρχει αντικειμενικά από τη φύση. Είναι άλλο πράγμα οι κοινωνικοί ρόλοι που δίνει η κοινωνία στα φύλα, χωρίς να ανατρέπονται οι βιολογικές διαφορές. Η μήτρα της ανισότητας είναι οικονομική και αυτή είναι που γεννάει αξίες και πρότυπα για τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας, που στηρίζουν το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.
Στο 40ό Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, είχε παρουσιαστεί μια συλλογική εκδήλωση, στο πλαίσιο μιας εκδήλωσης για το γυναικείο ζήτημα, που καταπιανόταν και με τη θεωρία του κοινωνικού φύλου. Κρίνοντας ότι είναι επίκαιρο κι άκρως ενδιαφέρον το κείμενο, αναδημοσιεύουμε εκτενές απόσπασμα από την παρουσίαση της εργασίας, όπως είχε δημοσιευτεί στο Ριζοσπάστη.
Οι θεωρίες για το φύλο αποτελούν το θεωρητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίζεται η σύγχρονη προσπάθεια της αστικής τάξης να παρέμβει στη συνείδηση, να καλλιεργήσει πρότυπα και να διαμορφώσει κριτήρια γύρω από το γυναικείο ζήτημα, προσαρμοσμένα στις δικές της αξίες. Κάτω από αυτόν τον τίτλο περιλαμβάνονται αστικές και μικροαστικές προσεγγίσεις του γυναικείου ζητήματος, με κοινή βάση το διαχωρισμό ανάμεσα σε «βιολογικό» και «κοινωνικό» φύλο.
Τη δεκαετία του ’60 επινοείται ο όρος «κοινωνικό φύλο» και διαχωρίζεται από το λεγόμενο «βιολογικό φύλο». Οι αστοί ακαδημαϊκοί καταλήγουν στο ότι το «βιολογικό φύλο» (sex) αποτελεί μία ιδιότητα που καθορίζεται γενετικά, ενώ το «κοινωνικό φύλο» (gender) είναι μία κοινωνική κατασκευή, ένας ρόλος που αποδίδει η κοινωνία στα μέλη της. Είναι μια επίκτητη ταυτότητα στην οποία καταρτιζόμαστε από μικρή ηλικία, μαθαίνεται και ποικίλλει σε σχέση με τα πολιτισμικά πλαίσια και τις εμπειρίες ζωής, όπως αναφέρουν. Οταν, δηλαδή, αστοί και οπορτουνιστές θεωρητικοί αναφέρονται στο κοινωνικό φύλο εννοούν την αντίληψη που διαμορφώνει ο καθένας μας σχετικά με τον γυναικείο ή ανδρικό ρόλο που υποτίθεται ότι επιλέγει να ασκεί και ο οποίος μπορεί να είναι και διαφορετικός από το βιολογικό του φύλο. Παρουσιάζουν σε αντιπαράθεση το βιολογικό στο κοινωνικό, σαν δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους δομές.
Η Judith Butler, η πιο γνωστή σήμερα εκπρόσωπος της φεμινιστικής μεταμοντέρνας φιλοσοφίας, στις αρχές του 1990 εισάγει την άποψη πως η σεξουαλική ταυτότητα είναι κάτι ρευστό και καθόλου δεδομένο και πως οι «έμφυλες – όπως τις ονομάζει – ταυτότητες» θα μπορούσαν ακόμα και να εξαφανιστούν, καθώς η διάκριση άνδρα – γυναίκας αποτελεί γι’ αυτήν «ψευδή διχοτόμηση», είναι δηλαδή κατασκευασμένη και όχι πραγματική.
Η πιο σύγχρονη μορφή της άποψης αυτής, η οποία παίρνει και κινηματική μορφή, είναι η θεωρία του «queer». Η Queer θεωρία εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’80. Σύμφωνα με αυτή, το φύλο μας κατασκευάζεται κοινωνικο-ιστορικά, δε γεννιόμαστε με αυτό, είμαστε όλοι ανδρόγυνα όντα και ως τέτοια έχουμε να αντιμετωπίσουμε σαν εχθρό όχι την ετεροφυλία, αλλά την κανονικότητα που τη συνοδεύει, τους κανόνες που υπάρχουν στην καθημερινή ζωή και προκύπτουν από το διαχωρισμό σε άντρες και γυναίκες.
Είναι, όμως, αυτές οι θεωρίες τόσο προοδευτικές, όσο οι αστοί και οπορτουνιστές διανοούμενοι υποστηρίζουν; Αρκεί να αναζητήσουμε τη φιλοσοφική τους βάση και το πού καταλήγουν για να απαντήσουμε. Στη σημερινή εποχή της αντεπανάστασης ενισχύονται οι αστικές θεωρήσεις που στηρίζονται στην αντιδραστική σκέψη των επονομαζόμενων μεταμοντερνιστών φιλοσόφων. Αυτοί αρνούνται την αντικειμενική πραγματικότητα και απολυτοποιούν την υποκειμενική σκέψη του κάθε ανθρώπου, το συναίσθημα. Υποστηρίζουν πως μέσα από την άρνηση κάθε «ταμπέλας» και «κανονιστικής αρχής», το άτομο μπορεί να ξεφύγει από τα στερεότυπα και να διαμορφώσει μια ταυτότητα τελείως προσωπική. Οι θεωρίες αυτές δεν αναγνωρίζουν το φυλετικό διαχωρισμό σε άνδρες και γυναίκες ως αντικειμενικό γεγονός και στήνουν την πραγματικότητα με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω.
Εδώ φτάνει ο καπιταλισμός: Σε έναν ανορθολογισμό, στον οποίο, από την εκδοχή που η γυναίκα θεωρούνταν ως βιολογικά κατώτερη, περάσαμε στην κατάργηση ουσιαστικά των ιδιαίτερων βιολογικών χαρακτηριστικών των δύο φύλων. Το φύλο δεν καθορίζεται από την κοινωνία. Υπάρχει αντικειμενικά από τη φύση. Είναι άλλο πράγμα οι κοινωνικοί ρόλοι που δίνει η κοινωνία στα φύλα, χωρίς να ανατρέπονται οι βιολογικές διαφορές. Η μήτρα της ανισότητας είναι οικονομική και αυτή είναι που γεννάει αξίες και πρότυπα για τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας, που στηρίζουν το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.
Η αυτοδιάθεση και το δήθεν δικαίωμα της επιλογής του φύλου είναι ο μανδύας για να ντύσουν τις αναχρονιστικές θεωρίες τους για το ρόλο των γυναικών, για τη θέση τους στην κοινωνία. Καλλιεργούν αυταπάτες ότι η ανισοτιμία είναι αποτέλεσμα λαθεμένων πρακτικών και αντιλήψεων και όχι των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Αντιμετωπίζουν το γυναικείο ζήτημα μόνο ως φυλετικό και όχι ως ταξικό με φυλετικά χαρακτηριστικά. Το αποκόβουν από την οικονομία, το σύστημα της εκμετάλλευσης και τις αρχές που το διέπουν. Αυτές οι θεωρίες αποτελούν κομμάτι των σάπιων αξιών με τις οποίες δηλητηριάζουν τη συνείδηση γυναικών και αντρών από την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος.
Οι απόψεις για την εξατομίκευση της ζωής, για την αυτοδιάθεση του σώματος επιδρούν στη διαμόρφωση της συνείδησης γυναικών και ανδρών του πώς βλέπουν τον εαυτό τους στην κοινωνία, του πώς βλέπουν τη ζωή. Εντέλει, με βάση αυτές τις θεωρίες, σημασία δεν έχει αν υφίστασαι εκμετάλλευση, αλλά αν εσύ θεωρείς ότι υφίστασαι. Στη λογική αυτή καλλιεργούν απόψεις ότι δεν υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις, ότι τους εργάτες και τις εργάτριες δεν τους ενώνουν τα κοινά ταξικά συμφέροντα και η θέση τους στην παραγωγή. Αρα, η ενότητα χρειάζεται να οικοδομείται σε άλλη βάση, όπως στις κοινές αντιλήψεις απέναντι στο φύλο ή τα κοινά ηλικιακά χαρακτηριστικά.
Τέτοια κριτήρια, εκτός των άλλων, αποπροσανατολίζουν από το ποιος είναι ο κύριος αντίπαλος, άρα και η πάλη προς τα πού πρέπει να στραφεί. Υπονομεύουν τη συλλογική οργάνωση, τον αγώνα για τις σύγχρονες ανάγκες της νεολαίας σε σύγκρουση με τα μονοπώλια και την εξουσία τους. Στρέφουν ιδιαίτερα τη γυναίκα στην «ατομική επιλογή», στον «ατομικό δρόμο». Μέσα από αυτές τις θεωρίες παρουσιάζονται η εργατική τάξη, το κίνημα και το κόμμα της ως ξεπερασμένα, σε αντίθεση με τα «σύγχρονα» υποτίθεται κινήματα, αποπροσανατολίζοντας και προσπαθώντας να χειραγωγήσουν ιδιαίτερα τη νεολαία που ανήκει στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
Εντέλει, το μόνο εργαλείο για να προσεγγίσουμε με αντικειμενικότητα και επιστημονική ακρίβεια το ζήτημα του φύλου δεν είναι παρά ο διαλεκτικός υλισμός, για τον οποίο ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα το προϊόν και το υποκείμενο της ιστορικής διαδικασίας και εξέλιξης. Τα φυσικά και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου αποτελούν ένα ενιαίο όλο και δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν ως ανεξάρτητα στοιχεία της προσωπικότητας. Η βιολογική και κοινωνική διάσταση δεν ταυτίζονται, αλλά ούτε και μπορούν να διαχωριστούν, καθώς τα βιολογικά χαρακτηριστικά, αναγκαίος όρος ύπαρξης των κοινωνικών, μεταβάλλονται σύμφωνα με τις αλλαγές στην κοινωνία. Ο άνθρωπος αλλάζοντας τον κόσμο του, αλλάζει και ο ίδιος.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο
Μια συμβολή στο σημαντικό θέμα που θίγετε: Η «απελευθέρωση» του ανθρώπου, από τις φεουδαρχικές και συντεχνιακές μορφές απασχόλησης, σήμανε και την απόσπασή του από την ασφάλεια που προσέφερε η κοινότητα του χωριού και η συντεχνία της πόλης, σήμανε δηλ την απομόνωσή του και τον εξατομικισμό του. Ο καπιταλισμός θέτει, το «απογυμνωμένο» από σχέσεις και ιδιότητες, άτομο, στο επίκεντρο της λειτουργίας του για ένα και μόνο σκοπό: την παραγωγή υπεραξίας, η οποία με την σειρά της είναι προϊόν της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και αυτή η εκμετάλλευση πραγματοποιείται ανεξάρτητα από το οποιοδήποτε χαρακτηριστικό φέρει το υποκείμενο εκμετάλλευσης. Εξ αυτού μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο καπιταλισμός δεν διακρίνει ούτε φύλα, ούτε φυλή, ούτε θρήσκευμα, ούτε πατρίδα, αλλά ούτε και ηλικία. Η θέση αυτή είναι καταλυτική, καθώς προσδιορίζει την εξέλιξη που μπορεί να έχει εντός του καπιταλιστικού συστήματος, κάθε είδους ανθρώπινη σχέση επομένως και η οικογένεια. Για παράδειγμα αναφέρουμε ότι η νομιμοποίηση της σύζευξης ατόμων του ίδιου φύλου, είτε με την μορφή του συμφώνου συμβίωσης είτε με την μορφή του κανονικού γάμου, έχει ως αιτιολογική βάση αυτήν ακριβώς την θέση. Στην ίδια θέση στηρίζεται και η υιοθέτηση παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια, η ιατρικώς υποβοηθούμενη τεκνοποίηση για άγαμα μοναχικά άτομα, ανεξαρτήτου φύλου, αλλά και η συζήτηση για νομιμοποίηση της παρέμβασης στο DNA προκειμένου να επεκταθεί η τεκνοποίηση και πέραν της γυναίκας. Από την άλλη ο καπιταλισμός έχει την ανάγκη από μια σειρά θεσμούς όπως η οικογένεια και ειδικά η εργατική, εντός της οποίας όμως υπαρχει άρνηση του ατομικισμού καθώς σύμφωνα με τον Ένγκελς η εργατική οικογένεια δημιουργείται με βάση τον έρωτα καθώς η περιουσία-πλούτος εκλείπει . Αυτή η αντίφαση που διαπερνά το καπιταλιστικό σύστημα να δημιουργεί εγωιστικά, αλλοτριωμένα και ανταγωνιστικά άτομα και να ανέχεται την παρουσία ενός κοινωνικού θεσμού, όπως είναι η εργατική οικογένεια, στον οποίο θεσμό υπάρχει η άρνηση αυτών των διαλυτικών στοιχείων, στην φάση της προϊούσας σήψης στην οποία βρίσκεται, αδυνατεί να την λύσει με μια νέα πρόταση και γι αυτό έχει απολέσει προ πολλού την απελευθερωτική του δυναμική και στο χώρο της οικογένειας. Το κεφάλαιο, πλέον, έχοντας ως μόνο στόχο την εκμετάλλευση της εργατικής οικογένειας, συντηρεί μια σειρά από αναχρονισμούς στο εσωτερικό της, δημιουργεί νέους διαχωρισμούς ανάμεσα στα δύο φύλα και έτσι γίνεται εμπόδιο στην απελευθέρωση τόσο της γυναίκας όσο και του άνδρα.
Υπ’ αυτούς τους όρους ποια μπορεί να είναι η εξέλιξη της οικογένειας; Τι μορφή θα έχει;
Η εργατική οικογένεια μπορεί να αποτελέσει το πρότυπο για μια πραγματικά ελεύθερη συμβίωση του άνδρα και της γυναίκας βασισμένη στην ερωτική έλξη, αρκεί να αφαιρεθούν τα στοιχεία εκείνα που δεν επιτρέπουν την πλήρη πραγμάτωσή της και τα οποία παράγονται στον καπιταλισμό.
Τους κοινωνικούς όρους που θα απελευθερώσουν αυτήν την συγκλονιστική όσο και απλή λειτουργία, την ένωση της ζωής, μόνο η εργατική/κομουνιστική κοινωνία μπορεί να δημιουργήσει. Πρώτα απ’ όλα η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής θα απαλλάξει τους ανθρώπους από το βάσανο και το άγχος της επιβίωσης. Η δημιουργία κοινωνικών δομών, παιδικών σταθμών, ως προέκταση της οικογένειας, που θα αναλαμβάνουν την φροντίδα όλων των παιδιών, «νόμιμων» ή «νόθων», μπορεί να απαλλάξει το ζευγάρι από την αγωνία για το μέλλον των παιδιών τους. Αυτό θα επιτρέψει στους ερωτικούς συντρόφους να διακόπτουν την σχέση, στην οποία η ερωτική έλξη έχει ξεθυμάνει, χωρίς τις εξευτελιστικές ανταγωνιστικές συγκρούσεις. Η διάλυσή της οικογένειας δεν θα έχει τον δραματικό χαρακτήρα που έχει σήμερα, καθώς θα εκλείψει ο ανταγωνισμός για την διαίρεση της κοινής περιουσίας, την κατοχή των παιδιών, την αγωνία για την τύχη τους, την αγωνία για την επιβίωση, στοιχείων που εν πολλοίς τροφοδοτούν την ζήλεια, αλλά θα αποτελεί την αρχή για την αναζήτηση και την σύναψη ενός νέου ερωτικού δεσμού. Εντός των νέων κοινωνικών σχέσεων που θα διαμορφωθούν, κατά φυσική συνέπεια, η οικογένεια θα λάβει νέα χαρακτηριστικά. Ο «γάμος» θα διαρκεί όσο θα διαρκή η ερωτική και συναισθηματική έλξη του άνδρα και της γυναίκας: από μια στιγμή έως την αιωνιότητα. Οι διαδοχικοί «γάμοι» ή συνενώσεις, θα λειτουργούν ως διαδοχικοί κρίκοι που θα συνθέτουν την αλυσίδα της απελευθερωμένης ζωής των ανδρών και των γυναικών. Και επειδή ο έρωτας από τη φύση του είναι αποκλειστικός, έτσι και η οικογένεια που βασίζεται στον έρωτα, θα είναι από τη φύση της και αυτή μονογαμική και ετερόφυλη. Τότε η σχέση των δύο φύλων θα περάσει από την προϊστορία στην ιστορία.
Η παρουσία της εργατικής οικογένειας στα πλαίσια του καπιταλισμού επιβεβαιώνει, συνεπώς, από μία άλλη οπτική, τον απελευθερωτικό ρόλο της εργατικής τάξης.