Γιόζεφ Πιλσούντσκι-Ο αντικομμουνιστής “πατέρας” της σύγχρονης Πολωνίας
Φλογερός Πολωνός εθνικιστής κι ακόμα πιο ένθερμος αντικομμουνιστής, ο Γιόζεφ Πιλσούτσκι άφησε το αποτύπωμά του στην ιστορία του πρώτου ανεξάρτητου πολωνικού κράτους μετά το 18ου αιώνα, παρότι επί της ουσίας οι βασικοί του στόχοι είτε αναιρέθηκαν σε βάθος χρόνου, είτε δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Ο στρατιωτικός, πολιτικός και δικτάτορας Γιόζεφ Πιλσούντσκι αποτέλεσε τη σημαντικότερη μορφή αστού πολιτικού της Πολωνίας στο α’ μισό του 20ου αιώνα, και μετά τις ανατροπές του ’89 αποκαταστάθηκε ως “εθνικός ήρωας”, κάτι που απάλειψε τη μνήμη στις δικτατορικές μεθόδους διακυβέρνησής του. Το πολιτικό του όραμα κυμαινόταν μεταξύ “προμηθεϊσμού”, δηλαδή της επιδίωξης να διαλυθεί αρχικά η Ρωσική Αυτοκρατορία και μετά η ΕΣΣΔ στα επιμέρους έθνη που την αποτελούσαν, καθώς και η δημιουργία του “Intermarium” (Międzymorze στα πολωνικά), δηλαδή μιας ένωσης κρατών μεταξύ Βαλτικής και Κεντρικής Ευρώπης με πρωταγωνιστικό ρόλο της Πολωνίας ως αντίβαρο στην εξάπλωση του μπολσεβικισμού.
Γεννήθηκε στις 5 Δεκέμβρη 1867 κοντά στη Βίλνα της Λιθουανίας από γονείς ξεπεσμένους ευγενείς. Μετά το σχολείο πήγε στο Χάρκοβο της Ουκρανίας να σπουδάσει ιατρική, λόγω της ένταξης του στο πολωνικό εθνικό κίνημα ωστόσο του απαγορεύτηκε σύντομα να συνεχίσει τις σπουδές του. Η Πολωνία είχε πάψει να υφίσταται ως ξεχωριστό κράτος μετά από τους τρεις διαμελισμούς της τον 18ο αιώνα μεταξύ Αυστρίας, Πρωσίας και Ρωσίας, αλλά ο 19ος αιώνας είδε να φουντώνει το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, κυρίως στις κατακτημένες από τον τσάρο περιοχές. Το 1887 συνελήφθη για εμπλοκή σε σχέδιο δολοφονίας του τσάρου Αλέξανδρου Γ’ και στάλθηκε στη Σιβηρία. Το 1892 επέστρεψε από την εξορία και εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό κόμμα που είχε μόλις ιδρυθεί, καταλαμβάνοντας σύντομα ηγετική θέση και εκδίδοντας από το 1894 την εφημερίδα “Εργάτης”.
Το 1899 συνελήφθη εκ νέου από τις ρωσικές αρχές στο Λοτζ, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει ένα χρόνο αργότερα. Θεωρώντας πως ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος του 1904-1905 ήταν μια ευκαιρία για τους Πολωνούς εθνικιστές, ήρθε σε επαφή με την κυβέρνηση του Τόκιο προτείνοντας τη διοργάνωση αντάρτικου στις ρωσικές περιοχές της Πολωνίας, ώστε να απασχολούνται ρωσικές δυνάμεις στα δυτικά, βοηθώντας την Ιαπωνία στα ανατολικά, ωστόσο η ιαπωνική κυβέρνηση αρνήθηκε την πρότασή του. Στις 13 Νοέμβρη 1904 η ρωσική αστυνομία άνοιξε πυρ κατά διαδηλωτών του Πιλσούντσκι που διαμαρτύρονταν στη Βαρσοβία ενάντια στη στρατολόγηση Πολωνών στον τσαρικό στρατό.
Το 1905 αποχώρησε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, θεωρώντας πως αμελούσε το εθνικό ζήτημα έναντι κοινωνικών αιτημάτων, κι από το 1908 άρχισε να οργανώνει παράνομο στρατό, που σύντομα έφτασε να αποτελείται από 10 χιλιάδες άνδρες. Το σώμα αυτό το έθεσε στις υπηρεσίες των Κεντρικών Δυνάμεων στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, στοχεύοντας σε νίκη τους για να εξασθενίσει η Ρωσία. Το σώμα τέθηκε υπό αυστροουγγρική διοίκηση, όταν όμως το 1916 Γερμανία και Αυστροουγγαρία ίδρυσαν ένα πολωνικό κράτος-προτεκτοράτο, ο ίδιος απαίτησε την ανεξαρτησία του, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε 3ετή φυλάκιση το 1917.
Με τη λήξη του πολέμου απελευθερώθηκε και αναδείχθηκε ηγέτης της λεγόμενης “Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας” του ιδρύθηκε το 1918. Εκτός από αρχηγός του κράτους είχε και την ηγεσία του πολωνικού στρατού. Υπήρξε ο εγκέφαλος του πολωνοσοβιετικού πολέμου του 1919-1921, συμμαχώντας με τους Ουκρανούς εθνικιστές κι εκμεταλλευόμενος τις συνθήκες εμφυλίου κι ιμπεριαλιστικής επέμβασης στη νεαρή σοβιετική επικράτεια. Συμμαχώντας με τη Γαλλία κυρίως, κατόρθωσε τελικά με τη συνθήκη της Ρίγας το 1921 να ενσωματώσει (προσωρινά ως το 1939)μεγάλα τμήματα Λευκορωσικής και Ουκρανικής επικράτειας στην Πολωνία, καθώς αλυτρωτικός του στόχος ήταν η αποκατάσταση των συνόρων της χώρας στα όρια του 1772.
Το 1923 αποσύρθηκε από τα αξιώματά του, ωστόσο συνέχισε να έχει μεγάλο κύρος στο στρατό και στην κοινωνία, παρεμβαίνοντας στο δημόσιο λόγο αρθρογραφώντας. Η αποχή του από το επίκεντρο της πολιτικής σκηνής δεν κράτησε για πολύ, καθώς το 1926 προέβη σε πραξικόπημα, εγκαθιδρύοντας τη λεγόμενη “ηθική δικτατορία”, στην οποία τυπικά κατείχε μόνο το αξίωμα του υπουργού άμυνας, που σύντομα ωστόσο χαρακτηρίστηκε από σωρεία παραβάσεων του συντάγματος, συλλήψεις ακόμα και βασανισμούς πολιτικών αντιπάλων. Ενώ κύριοι στόχοι του ήταν η αριστερή και φιλελεύθερη αντιπολίτευση, ένιωθε παράλληλα και τις πιέσεις των ακροδεξιών επικριτών του, που του ζητούσαν να κινηθεί αποφασιστικά κατά των Εβραίων. Το 1929 συμμάχησε με την ΕΣΣΔ, τη Λετονία, τη Ρουμανία και την Εσθονία, ενώ το 1930 επανεκλέχθηκε πρόεδρος, παίρνοντας ωστόσο ακόμα σκληρότερα μέτρα κατά των αντιφρονούντων.
Φοβούμενος ότι η άνοδος της ναζιστικής Γερμανίας θα συμπίεζε το πολωνικό κράτος, ζήτησε αρχικά γαλλική συμπαράσταση, η οποία ωστόσο δεν ήρθε ποτέ. Έτσι το 1934 προέβη σε σύμφωνο μη επίθεσης με την ίδια τη Γερμανία, έχοντας την αυταπάτη πως με αυτό τον τρόπο θα διασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα της χώρας του. Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1935, πριν προλάβει να δει πρακτικά όλες τις πτυχές της πολιτικής του να πέφτουν στο κενό, και πολύ πριν γνωρίσει την ιστοριογραφική και δημόσια αποκατάστασή του από τις αντεπαναστατικές κυβερνήσεις μετά το ’89.