Καίτε Κόλβιτς-Αποτυπώνοντας τα βάσανα του προλεταριάτου και τη φρίκη του πολέμου
Τα έργα της, κράμα ρεαλισμού και εξπρεσιονισμού, αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο τις κοινωνικές αδικίες της εποχής της, τη ζωή των κατατρεγμένων, ενώ παράλληλα καταγγέλλουν την φρίκη του πολέμου.
Η Καίτε Κόλβιτς ήταν η σπουδαιότερη Γερμανίδα χαράκτρια, γλύπτρια, σχεδιάστρια και λιθογράφος του 20ου αιώνα. Τα έργα της, κράμα ρεαλισμού και εξπρεσιονισμού, αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο τις κοινωνικές αδικίες της εποχής της, τη ζωή των κατατρεγμένων, ενώ παράλληλα καταγγέλλουν την φρίκη του πολέμου. Γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1867 στο Καίνιξμπεργκ που ανήκε τότε στην Πρωσία, σε οικογένεια της μεσαίας τάξης. Ξεκίνησε τα πρώτα μαθήματα σχεδίου κοντά σε χαράκτη της πόλης της, ενώ συνέχισε το 1885 ως το 1889 με σπουδές ζωγραφικής στο Βερολίνο και το Μόναχο.
Το 1891 παντρεύτηκε το γιατρό Καρλ Κόλβιτς, με τον οποίο απέκτησαν δυο γιους. Καθώς το ζεύγος ζούσε σε εργατικό προάστειο του Βερολίνου, απ’όπου προέρχονταν και οι ασθενείς του συζύγου, η καλλιτέχνιδα ήρθε για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με τη φριχτή ζωή των προλεταρίων και των ανθρώπων του περιθωρίου στη συνοικία. Η πρώτη της συμμετοχή σε έκθεση γίνεται το 1895, ενώ την επόμενη τριετία δημιουργεί το πρώτο σημαντικό της έργο, τον κύκλο “Η εξέγερση των Υφαντουργών”, εμπνεόμενο από το σχετικό έργο του μεγάλου συγγραφέα Γκέρχαρντ Χάουπτμαν.
Το 1898 γίνεται μέλος του καλλιτεχνικού ρεύματος της “Secession” στο Βερολίνο, ενώ την ίδια χρονιά αρχίζει να διδάσκει σε γυναικεία καλλιτεχνική σχολή της πόλης. Ένα χρόνο μετά της απονέμεται το μικρό χρυσό μετάλλιο στη Γερμανική Έκθεση της Δρέσδης, παρότι την προηγουμένη είχαν αρνηθεί ακόμα και την υποψηφιότητά της για το βραβείο. Ως το 1908 ολοκληρώνει τον επόμενο αξιόλογο κύκλο της με τίτλο “Ο πόλεμος των χωρικών”, που επίσης βραβεύεται. Στο μεσοδιάστημα πραγματοποίησε ταξίδι στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε μεταξύ άλλων με το σπουδαίο Γάλλο γλύπτη, Ωγκύστ Ροντέν.
Το 1906 δημιουργείται ένα μικρό σκάνδαλο, όταν αφαιρείται απ’όλα τα σημεία όπου είχε αναρτηθεί, η αφίσα που είχε σχεδιάσει η ίδια για να διαφημίσει τη Γερμανική Έκθεση Οικοτεχνίας. Η εντολή είχε δοθεί από την αυτοκράτειρα Αυγούστα Βικτώρα που δυσανασχετούσε με την απεικόνιση μιας καταπονημένης γυναίκας στην αφίσα. Βιώνει από πρώτο χέρι το ζόφο του πολέμου, καθώς ήδη τον Οκτώβρη του 1914 χάνει στη Φλάνδρα το γιο της Πέτρο. Τότε ξεκινάει να εργάζεται πάνω στη μνημειακή γλυπτική σύνθεση “Ζευγάρι γονιών που πενθεί” που θα ολοκληρωθεί το 1932. Το γλυπτό αφιερώθηκε στο νεκρό γιό της, και βρίσκεται στο στρατιωτικό νεκροταφείο Βλάντσλο στη Φλάνδρα του Βελγίου.
Η τραγική της εμπειρία τη φέρνει κοντά στο φιλειρηνικό κίνημα και τις σοσιαλιστικές ιδέες. Χαιρετίζει την Οχτωβριανή Επανάσταση, ενώ μετά τη δολοφονία του κομμουνιστή ηγέτη Καρλ Λίμπκνεχτ το 1919 του αφιερώνει ξυλόγλυπτο με τη μορφή του. Προσεγγίζει το ΚΚΓ, χωρίς ποτέ να γίνει μέλος του, ενώ πέραν της επιρροής της ιδεολογίας της στο έργο της εκείνης της περιόδου, όπου κυριαρχεί η αντιπολεμική και προλεταριακή θεματολογία, συμμετείχε με αφίσα της και στην εκστρατεία του ΚΚΓ για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Αυτοχαρακτηριζόμενη ως σοσιαλίστρια, υποστήριξε επίσης, μαζί με άλλους διανοούμενους όπως ο Αϊνστάιν, την πρόσκληση συνεργασίας που απηύθυνε η οργάνωση “Διεθνής σοσιαλιστική ένωση πάλης” το 1932 στο σοσιαλδημοκρατικό και κομμουνιστικό κόμμα για συνεργασία ενόψει ναζιστικού κινδύνου.
Υπήρξε η πρώτη γυναίκα που εξελέγη στην Πρωσική Ακαδημία Τεχνών το 1919, θέση από την οποία εξαναγκάζεται να παραιτηθεί όταν οι ναζί καταλαμβάνουν την εξουσία, ενώ εκδιώκεται και από τη διδακτική της θέση στην ακαδημία. Της επιβάλλεται επίσης έμμεση απαγόρευση εκθέσεων, μετά την απομάκρυνση έργων της από την έκθεση της Ακαδημίας Τεχνών και άλλους χώρους της πρωτεύουσας. Το 1935 ολοκληρώνει τον τελευταίο κύκλο της, μια συλλογή από λιθογραφίες με τον εύγλωττο τίτλο “Περί θανάτου”. Το 1940 χάνει τον άντρα της και το 1942 τον εγγονό της στο Ανατολικό Μέτωπο. Τα επόμενα χρόνια περιπλανείται ως φιλοξενούμενη στο Νορντχάουζεν και τελικά στο Μόριτσμπουργκ κοντά στη Δρέσδη. Στο ενδιάμεσο, το διαμέρισμά της στο Βερολίνο καταστρέφεται από βομβαρδισμούς, μαζί με ένα σημαντικό τμήμα του έργου της.
Δεν πρόλαβε να δει το οριστικό τέλος του πολέμου, καθώς έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1945, ενώ οι στάχτες της τάφηκαν στο Βερολίνο το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς. Το έργο της εκτίθεται κυρίως στα δυο μουσεία που είναι αφιερωμένα σε εκείνη, στο Μόριτσμπουργκ και το Βερολίνο. Η μνήμα της τιμήθηκε ακόμα με τη μετονομασία οδών, πλατειών και σχολείων σε διάφορα μέρη της χώρας, ενώ τόσο η ΟΔΓ, όσο και η ΓΛΔ εξέδωσαν γραμματόσημα αφιερωμένα σε εκείνη. Πέρυσι έλαβε το όνομά της ένας από τους νέους συρμούς Intercity Express των Γερμανικών Σιδηροδρόμων, ενώ Καίτε Κόλβιτς λέγεται και ο αστεροειδής 8827.