Κιμ ιλ-Σουνγκ- Ο “αιώνιος πρόεδρος” της ΛΔΒΚ
Από τη δεκαετία του ’50 ο Σουνγκ και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν την θεωρία του τζούτσε, βασισμένης στην ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας μέσω της δημιουργίας μιας “εθνικής οικονομίας” και της έμφασης στην αυτοάμυνα με στόχο το σοσιαλισμό
O Κιμ-ιλ Σουνγκ, ιδρυτής και πρώτος ηγέτης της Λαϊκής Δημοκρατίας της (Βόρειας) Κορέας, απαντάται συχνά σε δυτικές αναλύσεις ως γενάρχης της “πρώτης κομμουνιστικής δυναστείας”, όρος που αποτελεί έμμεση μομφή για το σύστημα διαδοχής στη χώρα από παππού σε γιο και εγγονό μετέπειτα. Ο νεποτισμός στην ηγεσία της ΛΔΒΚ είναι βεβαίως γεγονός, όπως γεγονός είναι και η αστική υποκρισία για παρόμοια φαινόμενα στη “δημοκρατικότατη” δύση, κι αν το ελληνικό παράδειγμα οικογενειοκρατίας στην πολιτική θεωρείται “μη τυπικό”, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις ΗΠΑ και τον τρόπο με τον οποίο γη ή σύζυγοι πρώην προέδρων διεκδικούν ή κερδίζουν κατά καιρούς τον προεδρικό θώκο ή άλλα ελάσσονα αξιώματα.
Ο Κιμ Σονγκ-Τζου, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 15 Απρίλη 1912 κοντά στην Πγιονγκ-Γιάνγκ από φτωχή οικογένεια της προτεσταντικής μειονότητας, που γύρω στο 1920 μετακόμισε στη Μαντζουρία της Κίνας, όπου και ολοκλήρωσε τη σχολική του εκπαίδευση, μαθαίνοντας κινέζικα και ρώσικα. Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε σε μαρξιστική ομάδα και για τη δράση του συνελήφθη σε ηλικία 17 ετών το 1929. Μετά την απελευθέρωσή του το 1930 εντάχθηκε στο αντάρτικο κίνημα κατά της ιαπωνικής κατοχής, όταν και έλαβε το ψευδώνυμο Κιμ-ιλ Σουνγκ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οικειοποιήθηκε το όνομα ενός άλλου αρχηγού των ανταρτών για να υφαρπάξει το κύρος του, ιστορικά όμως η ύπαρξη του τελευταίου δεν έχει πιστοποιηθεί. Το 1940 κατέφυγε με άλλους αντάρτες στην ΕΣΣΔ, όπου έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση και στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ηγήθηκε μονάδας Κορεατών στον Κόκκινο Στρατό. Εκείνη την περίοδο παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο και ανάμεσα σε άλλα παιδιά ήρθε στον κόσμο ο μετέπειτα διαδοχός του στην ηγεσία Κιμ Γιονγκ-ιλ.
Μετά το τέλος του πολέμου και την αποχώρηση της Ιαπωνίας από τα κορεατικά εδάφη η χώρα χωρίστηκε σε δύο ζώνες στρατιωτικής ευθύνης, μία σοβιετική στο βορρά και μία στο νότο, με σημείο διαχωρισμού τον περίφημο 38ο παράλληλο. Παρότι οι συμμαχικές συμφωνίες προέβλεπαν την ταχεία αποχώρηση των στρατευμάτων και την ενοποίηση της χώρας, οι δυτικοί με πρωτεργάτες τις ΗΠΑ κωλυσιεργούσαν, φοβούμενοι το ρωμαλέο λαϊκό κίνημα που είχε αποκτήσει τεράστιο κύρος χάρη στον αντιϊαπωνικό αγώνα. Τελικά εγκαθίδρυσαν το 1948 ένα αυταρχικό καθεστώς-μαριονέτα στη Νότια Κορέα, τη “Δημοκρατία της Κορέας” με επικεφαλής τον Λι Σιν Μαν (Σίγκμαν Ρι), κίνηση στην οποία απάντησε η βορειοκορεατική πλευρά με τη δημιουργία της ΛΔΒΚ το Σεπτέμβρη του 1948. Ο Κιμ-ιλ Σουνγκ ως επικεφαλής της Λαϊκής Επιτροπής Βορείου Κορέας, που μετατράπηκε αργότερα σε Κόμμα Εργατών Κορέας, ανέλαβε τα ηνία της χώρας, προχωρώντας σε διαρκείς προσπάθειες για την ειρηνική ενοποίηση της κορεατικής χερσονήσου. Οι νοτιοκορεάτες και οι ισχυροί τους σύμμαχοι απέρριπταν κάθε ανάλογη πρόταση, καταδιώκοντας παράλληλα απηνώς τους κομμουνιστές και αντιμετωπίζοντας ως προδότες όσους προωθούσαν το αίτημα της ένωσης των δύο χωρών.
Τον Ιούνη του 1950 ξέσπασε ο πόλεμος της Κορέας, με τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές να επιρρίπτουν η μία στην άλλη την αρχική ευθύνη για τη σύγκρουση, ο οποίος οδήγησε στην εμπλοκή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στον πόλεμο (με συμμετοχή και της Ελλάδας) κατά της ΛΔΒΚ, η οποία στηριζόταν σε σοβιετική και κινεζική βοήθεια. Ο πόλεμος, που άφησε πίσω του ένα εκατομμύριο θύματα και ανυπολόγιστες καταστροφές, έληξε το 1953 με ανακωχή, χωρίς ουσιαστικό νικητή και ηττημένο, καθώς υπήρξε επανεπιβεβαίωση του προπολεμικού status quo με όριο τον 38ο παράλληλο.
Η χώρα κατόρθωσε αρκετά σύντομα να ανοικοδομηθεί και η οικονομία αναπτύχθηκε με επίκεντρο τη βαριά βιομηχανία. Από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα έγιναν φανερά τα σημάδια στασιμότητας και κάμψης μετέπειτα, που εντάθηκαν μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, οδηγώντας στην κρίση και το λιμό της δεκαετίας του ’90, που διαχειρίστηκε κυρίως ο γιος του Κιμ Γιονγκ-Ιλ. Από τη δεκαετία του ’50 ο Σουνγκ και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν την θεωρία του τζούτσε, βασισμένης στην ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας μέσω της δημιουργίας μιας “εθνικής οικονομίας” και της έμφασης στην αυτοάμυνα (στα πλαίσια της οποίας ξεκίνησε επί ημερών του Σουνγκ και το περιβόητο πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας) με στόχο το σοσιαλισμό. Η θεωρία αυτή, που εξαρχής είχε ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά, με την έμφασή της στο βολονταρισμό των μαζών σε βάρος των υλικών συνθηκών, με την πάροδο του χρόνου απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο από το μαρξισμό-λενινισμό, απομάκρυνση που έγινε κι επίσημη στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν διακηρύχθηκε πως το τζούτσε δεν ήταν πλέον απλώς μια δημιουργική εφαρμογή του μαρξισμού-λενινισμού αλλά μια “νέα εποχή στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας”.
Σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, η ΛΔΒΚ, που παρέμενε διπλωματικά μη αναγνωρισμένη από το δυτικό κόσμο (καθεστώς που για ορισμένες περιπτώσεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία ισχύει και σήμερα), προσπάθησε να τηρήσει πολιτική ισορροπιών μετά το σινοσοβιετικό σχίσμα, επικρίνοντας και τις δύο πλευρές, χωρίς να πάψει να έχει στενές σχέσεις με αμφότερες, ενώ εντάχθηκε και στο Κίνημα των Αδεσμεύτων.
Επί ημερών Κιμ Ιλ-Σουνγκ τέθηκαν οι βάσεις της πολυσυζητημένης στη Δύση προσωπολατρίας του καθεστώτος, η οποία εν μέρει συνεχίζεται και σήμερα, καθώς 24 χρόνια μετά το θάνατό του ο Βορειοκορεάτης ηγέτης εξακολουθεί να αποκαλείται “αιώνιος πρόεδρος” της χώρας. Πέραν από τα ποικίλα ιστορικά και κοινωνικά αίτια του φαινομένου, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσε απλώς αποτέλεσμα επιβολής και καθεστωτικής σκηνοθεσίας, ακόμα και δυτικοί ερευνητές παραδέχονται ότι προπαγανδιστικά πτυχές της προσωπολατρείας διογκώθηκαν σε γκροτέσκο βαθμό στη Δύση, όπως οι ισχυρισμοί πως ο Κιμ-ιλ Σουνγκ ή οι επίγονοί του λατρεύονται ως θεοί. Σε ό,τι αφορά τις καταγγελίες για διώξεις αντιφρονούντων και τη γενικότερη καταπίεση στη χώρα, χωρίς βέβαια να αποτελούν αποκλειστικά μυθεύματα, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς πού σταματά η αλήθεια και πού αρχίζουν οι ευφάνταστες ιστορίες, συχνά με πρωταγωνιστές Βορειοκορεάτες αυτόμολους.
Έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιουλιου του 1994 από έμφραγμα του μυοκαρδίου και μετά από τριήμερο πένθος θάφτηκε σε μαυσωλείο που είναι επισκέψιμο ως σήμερα. Κάθε χρόνο τα γενέθλια του γιορτάζονται ως εθνική εορτή στη ΛΔΒΚ ως “μέρα του ήλιου” (ιλ σημαίνει ήλιος στα κορεατικά), ενώ εικόνες και μνημεία με τη μορφή του είναι διάσπαρτα σε κάθε γωνιά της χώρας, με τα έργα του να αποτελούν ακόμα σημαντικό κομμάτι του βορειοκορεατικού εκπαιδευτικού συστήματος.