Όττο φον Μπίσμαρκ-Ο σιδηρούς καγκελάριος στην ιστοριογραφία της ΓΛΔ
Ηεικόνα του Μπίσμαρκ στη ΓΛΔ ήταν κατά μείζονα λόγο αρνητική, τόσο στη σχολική ιστορία και το δημόσιο λόγο γενικότερα, όσο και μεταξύ των επαγγελματιών ιστορικών. Από την άλλη, πάντοτε γινόταν διάκριση μεταξύ της δράσης του Μπίσμαρκ ως και το 1871, χρονιά δημιουργίας του πρώτου Γερμανικού Ράιχ, και της θητείας του ως καγκελαρίου του ενιαίου πια κράτος.
O σιδηρούς καγκελάριος, αρχικά πρωθυπουργός της Πρωσίας και μετέπειτα ηγέτης του πρώτου ενωμένου γερμανικού κράτους, Όττο φον Μπίσμαρκ, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1815, παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις δημοφιλέστερες μορφές σε επίπεδο δημόσιας ιστορίας, (ενδεικτικά πριν 15 χρόνια, σε τηλεοπτική εκπομπή του κρατικού καναλιού ΖDF, για τους σημαντικότερους Γερμανούς όλων των εποχών, κατέλαβε την 9η θέση, πάνω από τον Αϊνστάιν, αλλά κάτω από το Γουτεμβέργιο) , σε επίπεδο ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας ωστόσο παραμένει εξαιρετικά αμφιλεγόμενος.
Σε ό,τι αφορά τη ΓΛΔ, η εικόνα του Μπίσμαρκ ήταν κατά μείζονα λόγο αρνητική, τόσο στη σχολική ιστορία και το δημόσιο λόγο γενικότερα, όσο και μεταξύ των επαγγελματιών ιστορικών. Ενδεικτικό είναι ένα περιστατικό από τη δεκαετία του ’50, όταν τοπική εφημερίδα στη Λειψία έβαλε κατά του παραρτήματος της Κρατικής Βιβλιοθήκης, γιατί στην είσοδό της βρισκόταν ένα κεφάλι του Γερμανού καγκελάριου, το οποίο “ευτυχώς”, όπως δήλωνε μάρτυρας της εποχής, αντικαταστάθηκε σύντομα από μια κεφαλή του Μαρξ. Ακόμα κι όταν από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 αρχίζει μια θετικότερη αποτίμηση της πρωσικής κληρονομιάς της ΓΛΔ, με βασική έμφαση στην αποκατάσταση της εικόνας του Πρώσου βασιλιά Φρειδερίκου Β’, η εικόνα για τον Μπίσμαρκ ελάχιστα μεταβάλλεται> Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι το 1985 εμφανίζεται η πρώτη βιογραφία του καγκελαρίου, από τον Έρνστ Ένγκελμπεργκ, η οποία χωρίς να διαφοροποείται ριζικά από την ως τότε παράδοση, δίνει έμφαση στα στοιχεία της θητείας του που προετοίμασαν κατά τη γνώμη του την άνοδο του εργατικού κινήματος, ως ακούσιο αποτέλεσμα της καταπίεσης που είχε δεχτεί την εποχή εκείνη. Είναι ωστόσο ενδεικτικό ότι κανένας δρόμος ή μνημείο που έφεραν το όνομά του πριν τη σύσταση της ΓΛΔ δεν επανήλθε στην παλιότερη της ονομασία την ίδια περίοδο.
Από την άλλη, πάντοτε γινόταν διάκριση μεταξύ της δράσης του Μπίσμαρκ ως και το 1871, χρονιά δημιουργίας του πρώτου Γερμανικού Ράιχ, δράση η οποία θεωρούνταν αναπόδραστο κομμάτι της ιστορικής εξέλιξης, και της θητείας του ως καγκελαρίου του ενιαίου πια κράτος, για την οποία μόνο λίγες στιγμές διασώζονται ως μερικώς προοδευτικές. Αρνητικά βάραινε για την αποτίμηση του ιστορικού του ρόλου η γενική τάση της ανατολικογερμανικής ιστοριογραφίας να κρίνει τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και κάθε ιστορική εξέλιξη όχι μόνο βάσει του άμεσου αποτελέσματός της, αλλά κυρίως με κριτήριο τον μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο αντίχτυπο της, εν προκειμένω πόσο επηρέασε η πολιτική Μπίσμαρκ το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κι εμμέσως του Δευτέρου, άρα και την ίδια τη διαίρεση του γερμανικού έθνου σε δυο κρατικές οντότητες. Ο ρόλος του Μπίσμαρκ στην ενοποίηση του γερμανικού κράτους, όπως και αυτό καθαυτό το γεγονός της ενοποίησης, αντιμετωπίζονταν ως θετική εξέλιξη επί της αρχής, αλλά με πολλές επιμέρους επιφυλάξεις. Ακολουθούσαν έτσι την παράδοση των ίδιων των Μαρξ και Ένγκελς, αλλά και του Λένιν αργότερα, που αναγνώριζαν στη δημιουργία του Ράιχ μια προοδευτική εξέλιξη, καθώς σήμαινε την εγκαθίδρυση του καπιταλισμού στα εν λόγω εδάφη, ωστόσο ασκούσαν αυστηρή κριτική στους όρους της διαμόρφωσής του. Η ίδρυση του κράτους ήταν ατελής και σε δυσαρμονία με την ιστορική εξέλιξη, διότι το νέο ράιχ στηρίχτηκε σε ένα συμβιβασμό μεγαλοαστών και γαιοκτημόνων (γιούνκερ), με ισχυρά στρατιωτικά χαρακτηριστικά. Το γεγονός πως ήταν αποτέλεσμα αντιδραστικών διεργασιών, θεμελίωσε το χαρακτήρα του ως βασισμένο σε έναν “αστυνομοκρατούμενο στρατοκρατικό δεσποτισμό”, σφραγίζοντας κατά τη γνώμη τους την αναπότρεπτη αποτυχία του, πρόγνωση που ως γνωστόν επαληθεύτηκε αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Η ιστοριογραφία τους ΓΛΔ δεν παρέλειπε να τονίζει ιδιαίτερα μια από τις πρώτες πράξεις του Μπίσμαρκ ως καγκελαρίου, που δεν ήταν άλλη από την απελευθέρωση Γάλλων αιχμαλώτων του γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-1871), ώστε εκείνοι να συμμετάσχουν στην καταστολή της παρισινής κομμούνας, καθώς φοβόταν πως η επανάσταση θα μπορούσε να περάσει τα σύνορα του Ράιχ. Την ίδια στιγμή ωστόσο, οι ιστορικοί αυτοί αναγνωρίζαν τις διπλωματικές ικανότητες του Μπίσμαρκ, ιδιαίτερα τους χειρισμούς του που επέτρεπαν οι πόλεμοι που διεξήγαγε, όπως κι ο γαλλοπρωσικός, να είναι σύντομης διάρκειας. Ωστόσο η όψιμη κυρίως φάση της εξωτερικής του πολιτικής αξιολογείται εντελώς αρνητικά, καθώς θεωρήθηκε ότι προετοίμασε το έδαφος για το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου το 1914 και μάλιστα σε δύο μέτωπα (το δυτικό και το ρωσικό). Θεωρούν ότι ήταν ο βασικός υπεύθυνος για τη συμμαχία Γαλλίας-Ρωσίας, κυρίως μέσω της κατάληψης της διαμφισβητούμενης συνοριακής περιοχής της Αλσατίας-Λωρραίνης, και την ενθάρρυνση τού προς τη Ρωσία για πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εξωτερική του πολιτική καταδικάστηκε ως αδιέξοδη και χωρίς προοπτική, καθώς στόχευε αποκλειστικά στη διασφάλιση των πρόσκαιρων συμφερόντων της γερμανικής άρχουσας τάξης, οδηγώντας τελικά στη διάσπαση της ευρωπαϊκής ηπείρου στα δυο στρατόπεδα της Αντάντ και των Κεντρικών δυνάμεων.
Στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής, επικρίθηκε τόσο για την οικονομική του πολιτική, όσο και για τη διαβόητη νομοθεσία του κατά του αναδυόμενου σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος. Στο πεδίο της οικονομίας επικρίθηκε ο προστατευτισμός που εφήρμοσε, υπέρ των κερδών της εγχώριας αστικής τάξης κατά του ξένου ανταγωνισμού με την επιβολή δασμών. Οι δασμοί ακρίβαιναν το κόστος ζωής σε βάρος της εργατικής τάξης, ενώ παράλληλα διευκόλυναν την ανάδυση ισχυρότατων γερμανικών μονοπωλίων. Οι λεπτές πολιτικές ισορροπίες που προσπάθησε να εφαρμόσει συμμαχώντας ταυτόχρονα με γιούνκερ και μεγαλοαστούς είχαν προδιαγεγραμμένα άδοξο τέλος, διότι πέραν από το κοινό αντίπαλο, δηλαδή το οεργατικό κίνημα, οι δυο μερίδες της άρχουσας τάξης είχαν πολύ περισσότερα αντιτιθέμενα συμφέροντα, απ’όσα μπορούσε και ήθελε να συμβιβάσει ο Μπίσμαρκ, ενεργώντας κι ο ίδιος πρωτίστως ως γαιοκτήμονας.
Η μελανότερη σελίδα του Μπίσμαρκ, κατά κοινή ομολογία όλων των ιστορικών, και όχι μόνο στη ΓΛΔ, αλλά και μέχρι σήμερα, ήταν η εφαρμογή του λεγόμενου “Νόμου περί Σοσιαλιστών” (Sozialistenesetz) το 1878, με το οποίο ετίθετο εκτός νόμου το νεοσύστατο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τα έντυπά του και οι συγκεντρώσεις του, επισίοντας ποινές προστίμων και φυλάκισης. Το ιδιαίτερο στοιχείο που τονίζουν οι ανατολικογερμανοί ερευνητές ήταν πως οι διώξεις αυτές δεν ήταν η απαρχή, αλλά το αποκορύφωμα των διώξεων του εργατικού κινήματος, που το συνόδευαν από τα πρώτα του βήματα. Τονίζουν ωστόσο πως η αντίσταση των εργατών οδήγησε τελικά στην άρση της συγκεκριμένης νομοθεσίας το 1890, συνέβαλε στην παραίτησή του την ίδα χρονιά, ενώ είχε ως αποτέλεσμα οι σοσιαλδημοκράτες να αναδειχθούν σε μαζικό κόμμα, το οποίο στις εκλογές του 1912 κατόρθωσε να αναδειχθεί στη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη στο Ράιχσταγκ.
Σχετικά με την κοινωνική του νομοθεσία, δηλαδή τη θέσπιση των πρώτων υποτυπωδών ταμείων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ατυχήματος και συντάξεων, θεωρείται πως δεν πέτυχε το στόχο της, δηλαδή τη συμφιλίωση των εργατών με το κράτος και την αστική τάξη. Εξάλλου τονίζεται πως και η ίδια η πρωτοβουλία για τη λήψη αυτών των μέτρων δε θα λαμβανόταν ποτέ δίχως την ανειρήνευτη πάλη του ίδιου του προλεταριάτου. Κατά τη δεκαετία του ’60 τα κοινωνικά μέτρα του Μπίσμαρκ αξιολογήθηκαν κάπως θετικότερα ως πρόδρομοι της σύγχρονης έννοιας του κοινωνικού κράτους, ωστόσο υπογραμμίζονταν ότι ο τελικός τους στόχος, λόγω των πολλών ελλείψεών του, δεν είχε εκπληρωθεί. Σαν γενική σύνοψη της αντίληψης περί Μπίσμαρκ στην ιστοριογραφία της ΓΛΔ, μπορεί να γίνει λόγος για αντιμετώπισή του ως “βοναπαρτιστή δικτάτορα”. Ο βοναπαρτισμός στα πλαίσια των Γερμανών μαρξιστών ιστορικών, ορίζονταν ως το τρίπτυχο της καταστολής του εργατικού κινήματος, του φόβου μπροστά στο προλεταριάτο και τη διατήρηση των προνομίων των μεγαλοαστών, κριτήρια τα οποία εκπλήρωνε η διακυβέρνηση του πρώτου καγκελαρίου.