Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ – Ανατέμνοντας τη σκοτεινή πλευρά της μεταπολεμικής Γερμανίας
Τα έργα του πραγματεύονται τις κοινωνικές αντιθέσεις, τη σεξουαλικότητα, ομοφυλόφιλη και ετερόφυλη, την υπαρξιακή απόγνωση και την καταπίεση στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις.
Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ είναι συνώνυμο του “Nέου Γερμανικού Σινεμά”, ενός κινηματογραφικού ρεύματος που διήρκεσε περίπου απά τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ως τη δεκαετία του ’80, με ισχυρή επίδραση από τη γαλλική “Νουβέλ Βαγκ” (Νέο κύμα), το οποίο απέρριπτε τις νόρμες του εμπορικού γερμανικού κινηματογράφου, θέτοντας στο επίκεντρο τους καλλιτεχνικούς πειραματισμούς και την ενασχόληση με μια πολύ ευρεία θεματολογία, περιλαμβανομένων των σκοτεινότερων πτυχών της μεταπολεμικής ΟΔΓ. Στην απεικόνιση της τελευταίας εξάλλου διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Φασμπίντερ, που δε φοβόταν να προκαλεί σκάνδαλα, τόσο με τις ταινίες, όσο και με τον τρόπο ζωής του.
Γεννήθηκε στις 31 Μάη 1945, αν και αργότερα ισχυριζόταν πως γεννήθηκε ένα χρόνο αργότερα, για να καταδείξει και συμβολικά πως ανήκε απολύτως στη μεταπολεμική γενιά. Εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 16 ετών και ενεπλάκη με το “Θέατρο Δράσης” του Μονάχου, μια πρωτοποριακή ομάδα, για την οποία ο ίδιος δούλεψε ως ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Το θέατρο διαλύθηκε το 1968, όταν το κατέστρεψε ένας αντίζηλος του Φασμπίντερ εντός ομάδας. Τότε ο ο ίδιος ίδρυση τον θίασο “Αντί-θεάτρου”, που παρήγαγε πρωτότυπα έργα αλλά και καινοτόμες διασκευές κλασικών έργων. Πολλοί από τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάστηκε στους θιάσους αυτούς, κυρίως η Χάνα Σύγκουλα, αποτέλεσαν βασικό καστ στις ταινίες που ακολούθησαν, ενώ συχνά συνήθιζε να δίνει ρόλος σε εραστές και ερωμένες του, περιλαμβανομένης της συζύγου του για κάποια χρόνια, Ίρμ Χέρμαν. Γύρισε την πρώτη του ταινία, “Η αγάπη είναι πιο κρύα από το θάνατο” το 1969 με το ψευδώνυμο Φραντς Βαλς, που χρησιμοποίησε ως το 1971.
Ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης, γυρίζοντας 40 ταινίες, σειρές και ανεβάζοντας θεατρικά έργα στη διάρκεια της σύντομης καριέρας του. Τα έργα του πραγματεύονται τις κοινωνικές αντιθέσεις, τη σεξουαλικότητα, ομοφυλόφιλη και ετερόφυλη, την υπαρξιακή απόγνωση και την καταπίεση στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Η ταινία του “Ο Έλληνας Γείτονας”, έχει ως επίκεντρο το ρατσισμό που βιώνει ένας γκασταρμπάιτερ που μπαίνει στη ζωή μιας παρέας Γερμανών στο Μόναχο. Τα “Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ” (1972) αφηγούνται την ανισόμετρη δυναμική στη λεσβιακή σχέση μιας σχεδιάστριας με το μοντέλο της, ενώ το “Ο φόβος τρώει τα σωθικά” (1973) αφορά την καταδικασμένη ιστορία αγάπης μεταξύ μιας Γερμανίδας καθαρίστριας κι ενός κατά πολύ νεότερού τους Μαροκινού μηχανικού. Αίσθηση προκάλεσε και η ταινία “Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν”, όπου μέσα από την ειρωνική απεικόνιση ενός γάμου εκτυλίσσεται η ιστορία της Γερμανίας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως το “οικονομικό θαύμα” της δεκαετίας του’ 50.
Μνημειώδης υπήρξε και η τηλεοπτική διασκευή του εμβληματικού μεσοπολεμικού μυθιστορήματος του Άλφρεντ Ντέμπλιν “Μπερλίν Αλεξάντερπλατς” το 1980, που προβλήθηκε το 1980 ως σειρά 14 επεισοδίων. Ο Φασμπέντερ είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από την τεχνική της μπρεχτικής αποστασιοποίησης, ενώ παράλληλα θαύμαζε τόσο την απλή και ξεκάθαρη αφηγηματολογία του αμερικανικού κινηματογράφου, όσο και τις καινοτομίες Γάλλων κινηματογραφιστών όπως ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ. Αν και πολυβραβευμένος και με φανατικό κοινό, δέχθηκε επικρίσεις για ομοφοβία και αντισημιτισμό, στη δεύτερη περίπτωση για το θεατρικό του έργο “Η πόλη, τα σκουπίδια και ο θάνατος”, όπου πρωταγωνιστεί ένας πλούσιος Εβραίος, που χρησιμοποιεί μια νεαρή πόρνη για να εκδικηθεί τον εθνικοσοσιαλιστή πατέρα της, ο ίδιος επέμενε ότι οι προθέσεις του είχαν παρερμηνευτεί. Έφυγε από τη ζωή στις 10 Ιούνη 1982 στο σπίτι του εξαιτίας ενός συνδυασμού υπνωτικών, κοκαΐνης και αλκοόλ, ενώ δίπλα του βρέθηκαν σημειώσεις για την επόμενη ταινία που σκόπευε να γυρίσει για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, με τίτλο “Ρόζα Λ.”.