45 χρόνια μανιβέλα
Πρώτο μου μηχανάκι ήταν, δεν μου είχε ξανασυμβεί και κάτι τέτοιο. Κάπου είχα ακούσει για το περίφημο «σκαστό» και μάλλον είχε έρθει η ώρα να το δω και στην πράξη ή καλύτερα να το κάνω πράξη. Ψάχνω να βρω καμία κατηφόρα.
Την έβλεπα από καιρό την μανιβέλα που κουνιόταν στο μηχανάκι, αλλά δεν είχα καταλάβει πως αυτό σήμαινε ότι σύντομα θα την έπαιρνα «στο χέρι». Έτσι μια μέρα, γυρνώντας σπίτι και ενώ είχα σταματήσει σε ενα περίπτερο να πάρω την ημερήσια δόση νικοτίνης, πάω να την κλωτσήσω για να βάλω μπροστά. Το πόδι μου έφτασε στην άσφαλτο και ενα ντιιιιιν ακούστηκε καθώς η μανιβέλα κοβόταν και έπεφτε. Εδώ παρακαλώ ενός λεπτού σιγή για όλες τις κομμένες μανιβέλες!
Συνεχίζουμε λοιπόν. Τι να κάνω τώρα, τι να κάνω, πώς θα το βάλω μπροστά; Πρώτο μου μηχανάκι ήταν, δεν μου είχε ξανασυμβεί και κάτι τέτοιο. Κάπου είχα ακούσει για το περίφημο «σκαστό» και μάλλον είχε έρθει η ώρα να το δω και στην πράξη ή καλύτερα να το κάνω πράξη. Ψάχνω να βρω καμία κατηφόρα. Τσουπ να σου μια, μερικά μέτρα πιο κάτω. «Ξεκίνα σπρώξιμο, μάστορα», λέω απο μέσα μου και ξεκινάω. Φτάνοντας στην κορυφή της κατηφόρας προσπαθώ να θυμηθώ ό,τι έχω και δεν έχω ακούσει για τη διαδικασία, ενώ ταυτόχρονα παίρνω και το ύφος εκατό καρδιναλίων, ή μαλλον καλύτερα, το ύφος του “το ‘χω το ‘χω” γιατί μας βλέπουν και οι περαστικοί – μη γίνουμε εντελώς ρόμπα.
Βάζω μια τρίτη, κρατάω πατημένο το συμπλέκτη, παίρνω μια βαθειά ανάσα και το αφήνω να τσουλήσει. Φόρα παίρνει – δρόμο αφήνει, αφήνω και εγώ το συμπλέκτη, χοροπηδάω και σαν τον κανίβαλο πάνω στη σέλα (κάπου το είχα διαβάσει ότι έπρεπε να το κάνω και αυτό) – χωρίς να ξέρω ακριβώς το γιατί.
Το μηχανάκι παίρνει μπρος αλλά εγώ απο το χοροπηδητό χάνω την ισορροπία μου και αρχίζω τις ζεϊμπεκιές ενώ ταυτόχρονα πάω ντουγρού για μια οικοδομή. Ένα λοφάκι απο ασβέστη αρχίζει να με πλησιάζει επικίνδυνα. Υπό άλλες συνθήκες θα σκεφτόμουν: «Άλλο ενα αλματάκι για πρωινό…», αλλά εκείνη την ώρα πήγαινα για αγορά θέσης παρκαρίσματος σε γιαπί!
Το αναπόφευκτο συνέβη και έτσι, βρέθηκα να κάνω ηλιοθεραπεία πάνω στον ασβέστη, ενώ μια κυρία που άπλωνε την μπουγάδα της στο απέναντι μπαλκόνι με κοίταγε κουνώντας το κεφάλι σαν να έλεγε: «Καλά εσύ αγόρι μου…». Αφού σηκώθηκα, τινάχτηκα (ή τουλάχιστον προσπάθησα), άρχισα να σπρώχνω το μηχανάκι προς το πλησιέστερο συνεργείο. Σε κάθε βήμα μου σήκωνα ένα σύννεφο ασβέστη και «κάπνιζα» ολόκληρος σαν να είχα πάρει φωτιά. Τώρα που το σκέφτομαι, έτσι όπως ήμουν άνετα θα έπαιζα σε επεισόδιο του Walking Dead. Κρίμα που δεν υπήρχε τότε, η ηθοποιία έχασε!
Φτάνοντας στο συνεργείο – ο Θεός να το κάνει συνεργείο, αλλά αυτά θα τα συζητήσουμε περαιτέρω σε άλλο κείμενο – ο μάστορας με γουρλωμένα μάτια προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε πάει λάθος. Σκέφτηκα να του πω πολλά, όπως οτι είμαι ο έλληνας Tony Montana, ότι μόλις είχα σχολάσει απο τον φούρνο που ζύμωνα και άλλα. Τελικά επικράτησε η ειλικρίνεια…
Άφησα το μηχανάκι και ξεκίνησα για το σπίτι. Όπως και να το κάνεις ενα μπανάκι το χρειαζόμουν. Ε, κι επί τη ευκαιρία θα άσπριζα και την μπανιέρα.