Αεροπλάνα για το Βαρδινογιάννη, “να καούν τα όρνια” για τους πυρόπληκτους – Σοκάρουν τα στοιχεία της δικογραφίας για το Μάτι
Μια συμπεριφορά που πατά αντικειμενικά στο έδαφος ενός κράτους με πολύ συγκεκριμένες προτεραιότητες, που παραμένουν εξίσου άκαμπτες ακόμα και την ώρα μιας “διαταξικής” καταστροφής.
Αν πει κάποιος ότι και η πολιτική προστασία είναι θέμα ταξικό, συνήθως θα αντικρύει από θυμηδία μέχρι σαρκασμό για τα “κολλημένα κουμούνια”. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο δεν είναι αυτό που αναδύεται μέσα από τη δικογραφία που έχει σχηματιστεί σχετικά με τις ποινικές ευθύνες για την περσινή πύρινη τραγωδία στην Αττική.Την ίδια ώρα σχεδόν που η οικογένεια Βαρδινογιάννη αναλάμβανε ρόλο συντονιστή κατάσβεσης της πυρκαγιάς στην Κινέτα, οι ανώνυμοι κάτοικοι της Ανατολικής Αττικής είχαν να αντιμετωπίσουν πάνω στον πανικό τους σε αρκετές περιπτώσεις τη σκαιότητα και την αδιαφορία αρκετών εκπροσώπων διάφορων εμπλεκόμενων φορέων.
Σύμφωνα λοιπόνμε τα στοιχεία της δικογραφίας και την ανωμοτί εξέταση του τότε διοικητή του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων και του Συντονιστικού Δασοπυρόσβεσης, ο κ. Βαρδινογιάννης (αδιευκρίνηστο αν επρόκειταο για τον πατέρα Βαρδή ή το γιο Γιάννη Βαρδινογιάννη) απαίτησε την άμεση αποστολή πυροσβεστικών αεροσκαφών, καθώς οι φλόγες πλησίαζαν επικίνδυνα στις εγκαταστάσεις της Motor Oil. Επί λέξει ο επιχειρηματίας ανέφερε: “Η φωτιά έχει περάσει στις εγκαταστάσεις της Motor Oil, επιχειρούν δυνάμεις, η κατάσταση είναι δύσκολη στείλετε και εναέρια”. Η πρώτη κλήση έγινε στις 17.45 και μέσα σε μόλις πέντε λεπτά, δυσαρεστημένος προφανώς που δεν είχαν έρθει με υπερηχητικές ταχύτητες, ο κ. Βαρδινογιάννης ξανακάλεσε και επανέλαβε επιτακτικά: Αναφορές στις κλήσεις από τον Ομιλο Βαρδινογιάννη για την πυρκαγιά της Κινέτας η οποία πλησίαζε απειλητικά τις εγκαταστάσεις της “Σας ζήτησα αεροσκάφη, μην αμελείτε, θα πάθουμε ζημιά”. Τότε ο διοικητής ενημέρωσε τόσο τον υπαρχηγό Επιχειρήσεων, όσο και τον αρχηγό της Πυροσβεστικής, κάτι που επανέλαβε μετά από νέα έκκληση του μηχανικού ασφαλείας της εταιρείας.
Προφανώς κανένας λογικός άνθρωπος δε θα έλεγε πως κακώς στάλθηκαν αεροσκάφη και δυνάμεις στην περιοχή. Το ζήτημα είναι πώς αντιμετωπίστηκαν άλλοι κάτοικοι της Κινέτας κι όχι μόνον, που δεν είχαν την τύχη να λέγονται Βαρδινογιάννης: “Τώρα να καούν για να βάλουν μυαλό ρε φίλε….Ναι μπορεί να έχουμε 50 νεκρούς για πλάκα για τον κάθε βλάκα τώρα….Τα όρνια να μείνουν εκεί». Θα πει κάποιος ότι αυτά τα φριχτά τα έλεγαν απλά μεταξύ τους αξιωματικοί της πυροσβεστικής, πριν τους νουθετήσουν -εικάζουμε – οι ανώτεροί τους για την αναγκαιότητα άμεσης επέμβασης στην περιοχή. Παρόμοια συμπεριφορά όμως, συχνά φορά κατάμουτρα σε βάρος των πυρόπληκτων, είχαμε και σε πολλά σημεία της Ανατολικής Αττικής: “Δεν κατάλαβα το ύφος σας κύριε… όχι, όχι τι είστε εσείς, τι δεν καταλάβατε, πολίτης είμαι, έχετε υποχρέωση, τι είσαστε, μαγαζί σας είναι η Πυροσβεστική, δεν το κατάλαβα; … και εγώ δεν το κατάλαβα”. Καλά του είπε, μήπως είχε τίποτε διυλιστήρια να τον παίρνανε και στα σοβαρά; Με παρόμοια αβροφροσύνη αντιμετωπίστηκε και κάποια κυρία που είχε την παράλογη απαίτηση να μην καεί με την ησυχία της: “Έρχονται κυρία μου, έρχονται, το κέρατο μου, έρχονται», “αυτό σας λέω κυρία μου, ό,τι μπορούμε κάνουμε, 15 αυτοκίνητα, 20 έρχονται, μακάρι να γεννήσουμε και άλλα”. Σε άλλους συμπολίτες που καίγονταν έφταναν χρήσιμες συμβουλές, όπως να πάρουν το 100 ή να πάρουν το … καμένο τους αυτοκίνητο και να πάνε στην παραλία.
Η αντιμετώπιση αυτή φυσικά και έχει στοιχεία και προσωπικής ευθύνης, αν όχι ποινικής, που ερευνάται πάντως για ορισμένους υψηλά ιστάμενους (με πιο προβεβλημένη την περίπτωση της Ρένας Δούρου, που προς υπεράσπισή της σοφίστηκε το καινοφανές επιχείρημα πως “καμιά δικονομική διαδικασία δεν μπορεί να σβήσει την ανείπωτη θλίψη μου”, ωσάν το διακύβευμα να ήταν η ψυχολογική της κατάσταση). Είναι όμως μια συμπεριφορά που πατά αντικειμενικά στο έδαφος ενός κράτους με πολύ συγκεκριμένες προτεραιότητες, που παραμένουν εξίσου άκαμπτες ακόμα και την ώρα μιας “διαταξικής” καταστροφής.