Dream of the gentrification – Σημειώσεις για την ανάπλαση
Όταν εμείς κάναμε τζεντριφικέσο, οι άλλοι ήταν ακόμα στα δέντρα κι έστηναν δικτατορίες σε μπανανίες.
Η μικρή διαδρομή στα Εξάρχεια τις προάλλες, μετά τις πρώτες επιχειρήσεις-σκούπα, θα μπορούσε να είναι και από πλάνο ταινίας του Αγγελόπουλου. Στη μια γωνιά τα ΜΑΤ είχαν αποκλείσει τη Σπ. Τρικούπη. Σε μια απόσταση μερικές δεκάδες αναρχικοί φώναζαν συνθήματα και διαμαρτύρονταν, χωρίς απειλητικές διαθέσεις, γιατί δεν ήταν υπέρ τους οι συσχετισμοί του καλοκαιριού. Στη μέση η πλατεία μισοάδεια, σα νεκρή ζώνη, με μια μόνιμη μυρωδιά από μαύρο στην ατμόσφαιρα και διάφορες μαυρίλες να την περικλείουν. Κι ύστερα ο πεζόδρομος της Βαλτετσίου, τα τραπεζάκια έξω γεμάτα τουρίστες, φωτογραφίες στη χωριάτικη για το Instagram και η ζωή συνεχίζεται, με κινητήρια δύναμη τις αντιθέσεις, απ’ τις οποίες είναι γεμάτο το κέντρο της πρωτεύουσας. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, θα πει κανείς, μόνο που κάποιες σκηνές είναι απλώς συμπληρωματικές, σαν τις δύο όψεις ενός νομίσματος.
Εσείς δηλαδή τι προτιμάτε; Τη μαυρίλα και τη μαφία να αλωνίζει στη γειτονιά ή την πολυχρωμία; Κι από πότε συνιστά αλλαγή η αποκατάσταση του ενός μαύρου (της μαφίας) από το άλλο (της ΕΛΑΣ); Από πότε αφαιρούν χρώμα από μια γειτονιά οι μετανάστες με τη σκουρόχρωμη επιδερμίδα; Και τι γίνεται όταν εξαφανίζονται οι ντόπιοι και χάνεται το ιδιαίτερο χρώμα μιας συνοικίας μες στη μουντή πολυχρωμία των τουριστών; Αυτούς τους τελευταίους εξάλλου δεν τους απασχολεί η λύση του προβλήματος, γιατί σε δυο-τρεις μέρες θα είναι μακριά – κι έτσι γίνονται, κατά μία έννοια, μέρος του προβλήματος.
Το δίλημμα που μπαίνει είναι: να αφήσεις μια γειτονιά να ρημάξει, βουλιάζοντας στην πρέζα στη δράση της μαφίας κοκ ή να την αναπλάσεις, να της δώσεις ζωή, το χαμένο της χρώμα, να την κάνεις ελκυστική σε όποιον τη ζει ή την επισκέπτεται; Το δεύτερο σκέλος ντύνεται με φωτεινά χρώματα και τον ευχάριστα ουδέτερο -σαν την ανάπτυξη- ευφημισμό «ανάπλαση», γενικά κι αόριστα. Όταν εμείς κάναμε τζεντριφικέσο, οι άλλοι ήταν ακόμα στα δέντρα κι έστηναν δικτατορίες σε μπανανίες.
Δεν πιστεύουμε να είστε τίποτα εχθροί της ανάπτυξης ε; Για να πειστούν όλοι να συναινέσουν στη μεγάλη τουριστική ιδέα, ο πιο σίγουρος τρόπος είναι να γίνει για ένα διάστημα ο βίος αβίωτος για τους κατοίκους, να φοβούνται πχ να κυκλοφορήσουν ή μήπως δουν το αυτοκίνητό τους σπασμένο, να λείπει κοκ. Με τον ίδιο περίπου τρόπο που αφήνεις ένα δημόσιο οργανισμό να απαξιωθεί πλήρως για να ανοίξει ο δρόμος στην ιδιωτικοποίηση, με τον επενδυτή σε ρόλο σωτήρα – ευεργέτη, ενώ παίρνει μπιρ παρά μαγαζί γωνία.
Όσοι δεν πιάνουν το νόημα, μπορούν να δουν την Πλάκα, το «πριν» με την ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» – δηλ. τον Αντωνάκη-, και το μετά, όπως είναι σήμερα: με πανάκριβα, τουριστικά μαγαζιά, και ψεύτικο φολκλόρ, χωρίς γνήσιο χρώμα και ντόπιους κατοίκους.
Όταν μας φλομώνουν με ωραία λογάκια και γενικόλογες έννοιες, πρέπει πάντα να ξέρουμε να θέσουμε το σωστό ερώτημα: ανάπλαση για ποιον; Για τους κατοίκους της περιοχής, που τους ωθούν με κάθε τρόπο στην έξοδο, για να βλέπουν το παλιό τους σπίτι σε καρτ – ποστάλ; Ή για τα κοράκια, που μυρίστηκαν ψητό και ήρθαν απρόσκλητοι με τα καλά τους, ως επενδυτές που θα μας γδύσουν; Αν βάλουμε σωστά το ερώτημα, θα έχουμε κάνει τη μισή διαδρομή, για να απαντήσουμε σωστά. Να βρούμε τη ρίζα του κακού, χωρίς να στοχοποιούμε γενικά κι αόριστα συλλήβδην τους τουρίστες πχ ή μια ψηφιακή πλατφόρμα και τα άλλα θα έρθουν στη πορεία .