Εκείνο το πρωί φύγαμε για δουλειά κι όταν γυρίσαμε, όσοι ήμασταν τυχεροί, βρήκαμε τους δικούς μας, αλλά δεν είχαμε τίποτα άλλο, μόνο ό,τι φορούσαμε
To πρωί εκείνης της Δευτέρας φύγαμε για τη δουλειά και όταν γυρίσαμε, όσοι ήμασταν τυχεροί βρήκαμε όλους τους δικούς μας που είχαμε αφήσει πίσω, παιδιά, συνταξιούχους γονείς. Δεν υπήρχε όμως τίποτα άλλο πια, μόνο τα ρούχα που φοράγαμε.
Αναδημοσιεύουμε από το πόρταλ του 902 την ενδιαφέρουσα παρέμβαση που έκανε ο Γ. Γιαννόπουλος, από την τοπική Επιτροπή Πυρόπληκτων στη σημερινή εκδήλωση της ΚΕ του ΚΚΕ στη Νέα Μάκρη για τις πυρκαγιές στο Μάτι και την αποκατάσταση των πυρόπληκτων από τις συνέπειές τους.
«Στις 23 Ιουλίου, όλοι όσοι μένουμε εδώ, άλλαξε δραματικά η ζωή μας. Μέσα σε λίγες ώρες χάσαμε άδικα δικούς μας ανθρώπους και γείτονες, καταστράφηκαν τα σπίτια μας, άλλων εξοχικές και άλλων κύριες κατοικίες με όλο το νοικοκυριό, βγάζοντας πολλές οικογένειες κυριολεκτικά στο δρόμο. Σπίτια που είχαν γίνει με το μόχθο μιας ολόκληρης ζωής. Πολλά από αυτά, μόχθησαν οι πατεράδες μας για να τα φτιάξουν, χωρίς να τα απολαύσουν για να τα ζήσουν τα παιδιά τους, εμείς. Καταστράφηκε το φυσικό περιβάλλον που έδινε ζωή σε εμάς, αλλά και στους χιλιάδες επισκέπτες που έρχονταν εδώ από όλη την Αττική. Πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν υφίστανται πια, ρίχνοντας στην ανεργία αρκετούς αυτοαπασχολούμενους. Αλλά και πολλοί εργαζόμενοι στις ξενοδοχειακές μονάδες αναγκάζονται σε παραίτηση μένοντας άνεργοι, αφού τους στέλνουν σε άλλα ξενοδοχεία μακριά από τον τόπο κατοικίας τους.
Το πρωί εκείνης της Δευτέρας φύγαμε για τη δουλειά και όταν γυρίσαμε, όσοι ήμασταν τυχεροί βρήκαμε όλους τους δικούς μας που είχαμε αφήσει πίσω, παιδιά, συνταξιούχους γονείς. Δεν υπήρχε όμως τίποτα άλλο πια, μόνο τα ρούχα που φοράγαμε.
Προσπαθήσαμε να φτάσουμε στα σπίτια μας που ήταν κυκλωμένα από τις φλόγες, αλλά ήταν αδύνατο. Πυροσβεστικά αεροπλάνα και ελικόπτερα δεν πέταγαν, πυροσβεστικά οχήματα δεν κυκλοφορούσαν, τα μέσα ήταν ελάχιστα και όσα υπήρχαν παρόλο τον ηρωισμό των πυροσβεστών δεν μπορούσαν να φέρουν αποτελέσματα.
Το ξημέρωμα της επομένης μπορέσαμε να πάμε στα σπίτια μας που σιγόκαιγαν.
Από τις πρώτες στιγμές το Eργατικό Kέντρο Λαυρίου και Ανατ. Αττικής, τα μέλη του, αφού είχαν ριχτεί στη μάχη της κατάσβεσης, ξεκίνησαν προσπάθεια οργάνωσης της αλληλεγγύης στους πληγέντες. Ζητήσαμε χώρο από το Δήμο Μαραθώνα – Ν. Μάκρης για τη συλλογή ειδών πρώτης ανάγκης και ο δήμος απάντησε να τα διαθέσουμε σε αυτούς για να τα διαχειριστούν μόνοι τους. Κάτι τέτοιο δεν το δεχτήκαμε, αφού θεωρούμε το δήμο συνυπεύθυνο για την καταστροφή.
Χώρος βρέθηκε άμεσα με τη βοήθεια συναδέλφων αυτοαπασχολούμενων. Τα σωματεία από όλη την Αττική έφερναν υλική και έμψυχη βοήθεια. Αρχίσαμε να οργώνουμε τους δρόμους του Ματιού και των άλλων πληγεισών περιοχών. Το Στέκι γέμισε ασφυκτικά από είδη πρώτης ανάγκης, λαϊκό εργαζόμενο κόσμο και γνήσια λαϊκή αλληλεγγύη και ελπίδα.
Όσους συναντούσαμε στις εξορμήσεις μας ήταν οργισμένοι, απογοητευμένοι, εξουθενωμένοι, καθένας είχε τη δική του σκληρή ιστορία να μας πει.
Εκεί βρέθηκε η μαγιά για τη δημιουργία της Επιτροπής Πυρόπληκτων. Αρκετός κόσμος ανταποκρίθηκε. Δεν έλειψαν και αυτοί που μας έβλεπαν καχύποπτα, που έβλεπαν την οργάνωσή τους μόνο τοπικά, μακριά από τους εργαζόμενους της περιοχής, ατομικά σε συναντήσεις με κυβερνητικά στελέχη πίσω από κλειστές πόρτες (μόνο κάτοικοι από το Μάτι, μόνο κάτοικοι από το Νέο Βουτζά κ.ο.κ.).
Είναι κάτι όμως που αφορά όλους μας, ακόμα και όσους δεν κάηκαν και παραλίγο να καούν τις επόμενες μέρες με τη φωτιά στο Σχοινιά. Αυτές οι φωνές ήταν μεμονωμένες και σε αυτό βοήθησε το ότι εμείς οι πυρόπληκτοι μαζί με το Εργατικό Κέντρο και τα σωματεία από την πρώτη στιγμή τρέχαμε σε όλες τις περιοχές να δώσουμε την αλληλεγγύη μας. Δεν ξεχωρίζαμε περιοχές, φυλές, δεν ζητάγαμε χαρτιά που πιστοποιούσαν το μέγεθος της καταστροφής του καθένα, το κριτήριο ήταν μόνο η ανάγκη για επιβίωση, για μία καλύτερη ζωή, η ανάγκη για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου οικισμού που θα καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες μας.
Ο κόσμος, μας είχε δει από την πρώτη στιγμή, ότι παρά τις πληγές μας ήμασταν δίπλα του.
Μέσα σε όλα αυτά ήρθαν και οι κρατικές εξαγγελίες για την ενίσχυση των πληγέντων.
6.200 ευρώ εφάπαξ, 586 και 5886 από το δήμο εφάπαξ. Σύνολο 12.700 περίπου.
Ένα μήνα μετά λίγοι από εμάς έχουμε δει τα 6.200.
Ακόμα υπήρχαν περιπτώσεις που ενώ έμεναν μόνιμα εδώ, επειδή φιλοξενούνταν στο εξοχικό των συνταξιούχων γονιών τους και δεν το είχαν δηλωμένο ως μόνιμη κατοικία, εξαιρούνται από πολλές ενισχύσεις.
Τα ενοίκια μέχρι την Παλλήνη και το Γέρακα έχουν εκτοξευθεί, οι κανόνες της αγοράς συνεχίζουν να λειτουργούν, δεν σταματάνε ποτέ και είναι αμείλικτοι.
Σε κάθε περίπτωση τα βάζεις κάτω και δεν βγαίνουν. Ηλεκτρικές συσκευές, ρουχισμός, ένα όχημα και το ενοίκιο. Αν αναλογιστούμε το χειμώνα που έρχεται, που είναι πιο αυξημένες οι ανάγκες σε ρουχισμό και είδη νοικοκυριού, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο. Οι εξαγγελίες μοιάζουν με ειρωνεία, τα ποσά ακούγονται μεγάλα, αλλά δεν φτάνουν παρά στο ελάχιστο.
Η εμπειρία μας από άλλες καταστροφές, όσον αφορά τις εξαγγελίες αποζημιώσεων των σπιτιών έχουν μείνει στη δημοσιοποίηση των Υπουργικών Αποφάσεων.
Η κυβέρνηση διέδιδε μέσω υπαλλήλων της ότι θα αποζημιωθούμε με 1.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο σπιτιού έως 150 τετραγωνικά. Βγήκε και η αντίστοιχη Υπουργική Απόφαση, ανάλογες έχουμε δει σε Κω, Μυτιλήνη, Μάνδρα, αλλά δεν έχει υλοποιηθεί τίποτα. Το πώς και κυρίως το πότε δεν έχει δημοσιοποιηθεί. Αντιθέτως, από την πρώτη στιγμή ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός μαζί με την επικουρία πολλών μέσων μαζικής ενημέρωσης, μας λέει αυθαίρετους. Τα σπίτια με τα ελενίτ τα λένε αυθαίρετα και τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες στον αιγιαλό ευκαιρίες ανάπτυξης!
Δεχθήκαμε, με πλάγιο τρόπο, προτάσεις από δημοτικούς άρχοντες πως για κάποιους, αφού καταλαγιάσουν τα πράγματα, θα υπάρχει μία ειδική μεταχείριση.
Τους απαντάμε πως εμείς από την Επιτροπή Πυρόπληκτων Μαραθώνα – Ραφήνας δεν ξεχωρίζουμε από όλους τους υπόλοιπους και θεωρούμε προσβλητικές και ανάξιές μας τέτοιες προτάσεις.
Να μην τολμήσουν να τις ξανακάνουν, να μην τολμήσουν καν να τις σκεφτούν».