«Έμαθα τη λέξη άγχος ανοίγοντας το λεξικό στα 18 μου χρόνια»

Ελληνόπουλα που γεννήθηκαν και διαπαιδαγωγήθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες, μας δίνουν ατόφιες και χωρίς παραμορφώσεις εικόνες μιας «άλλης» ζωής, που κάποτε υπήρξε για εκατομμύρια ανθρώπων σε πολλές μεριές του πλανήτη…

Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται ο αριθμός των ερευνών στις οποίες παρουσιάζονται διαρκώς αυξανόμενα τα ποσοστά αυτών που θεωρούν ότι ζούσαν καλύτερα στην ΕΣΣΔ και τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Αναγνωρίζουν ότι η οικονομική τους κατάσταση ήταν σαφώς καλύτερη στον σοσιαλισμό και, παρά τα όποια προβλήματα και αδυναμίες, την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού συστήματος έναντι του καπιταλισμού στη σύγκριση του βιοτικού επιπέδου. Αξιοσημείωτο ότι στις έρευνες παρουσιάζονται διαρκώς αυξανόμενα και τα ποσοστά των νέων, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν στο σοσιαλισμό, που δηλώνουν ότι ο σοσιαλισμός ήταν «κάτι καλό». Τη δεκαετία του ’80 επέστρεψαν στην Ελλάδα από τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, πολλοί πολιτικοί πρόσφυγες, μαχητές και μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που μετά την ήττα στον εμφύλιο, βρήκαν σ’ αυτές φιλόξενο καταφύγιο. Μαζί τους ήρθαν τα παιδιά τους, νέοι και νέες, ελληνόπουλα που γεννήθηκαν αναγκαστικά στην υπερορία και γαλουχήθηκαν με την αγάπη για την πατρίδα και με τη λαχτάρα του επαναπατρισμού. Η παρακάτω συζήτηση δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη εκείνη την εποχή και έχει τεράστιο ενδιαφέρον, ειδικά σήμερα, αφού μας παρουσιάζει ατόφιες και χωρίς παραμορφώσεις εικόνες μιας «άλλης» ζωής, που κάποτε υπήρξε  για εκατομμύρια ανθρώπων σε πολλές μεριές του πλανήτη…

Μ’ ένα σωρό όνειρα. Με τον πόθο της επιστροφής, την αγάπη στην πατρίδα. Με όλα εκείνα τα συναισθήματα που γέννησαν κι ανάθρεψαν ξεριζωμένοι τα παιδιά τους, γυρνά η νέα γενιά των πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα. Τα προβλήματα πολλά. Άλλες τόσες οι δυσκολίες και τα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά τους στη νέα ετούτη πορεία. Την πρωτόγνωρη ζωή. Την ξένη και μακρινή σ’ αυτούς, μα «αγγελικά» πλασμένη μέσα τους. Βλέποντας την πραγματικότητα, ψάχνοντας τη ζωή και τις εμπειρίες τους στο σοσιαλισμό, διαπιστώνει κανείς πως οι νέοι αυτοί ζουν δυο κόσμους. Η ζωή τους στο σοσιαλισμό – στον υπαρκτό σοσιαλισμό – έχει σημαδέψει τη συμπεριφορά τους, τον τρόπο σκέψης και τις αντιλήψεις τους για τον άνθρωπο και για τη θέση του στην κοινωνία.

Τα Ελληνόπουλα που γεννήθηκαν και διαπαιδαγωγήθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες, διαμόρφωσαν το δικό τους χαρακτήρα που διαπερνά σ’ όλες τους τις εκδηλώσεις τη «δικιά τους» αντίληψη για τη ζωή. Μεγάλωσαν χωρίς στερήσεις και σοβαρά προβλήματα, χωρίς την αβεβαιότητα και το άγχος για το αύριο. «Έμαθα τη λέξη άγχος ανοίγοντας το λεξικό στα 18 μου χρόνια», λέει ο Κώστας που επέστρεψε από την Τσεχοσλοβακία.

Με χαρακτηριστική απλότητα και πειστικά επαναλαμβάνουν τις φράσεις: «αγάπη και προσοχή στον άνθρωπο», «ειλικρίνεια, και απλότητα στις σχέσεις». «Τη συμπεριφορά των ανθρώπων στο σοσιαλισμό την καθορίζει όχι το ατομικό, το εγωιστικό συμφέρον, αλλά εκείνο της κολεκτίβας», σημειώνει ο Νίκος που ήρθε από την Ουγγαρία.

Προσπαθούμε να μας καταλάβουν και να τους καταλάβουμε για να δώσουμε μερικές χαρακτηριστικές εικόνες από τη ζωή τους στο σοσιαλισμό. Μα δεν μπορούμε να τους σταματήσουμε. Η γλώσσα τους κυλάει και «κατηγορεί» καταστάσεις, αλλά κύρια αυτό το κάτι άλλο που ακόμα οι περισσότεροι, αν και ζουν εδώ 4-5 χρόνια δεν το έχουν καταλάβει, δεν μπορούν να μας το δώσουν χειροπιαστά. Θέλουν να το εξηγήσουν, μα η γλώσσα τους «δένεται». «Οι άνθρωποι εδώ είναι κουμπωμένοι. Δε σε προσέχουν. Η παρέα, η φιλία, η αγάπη και ο γάμος, έχουν εδώ πολλές φορές άλλα κριτήρια», τονίζουν στη συζήτηση μαζί μας.

Υπάρχει βέβαια, το στοιχείο της υπερβολής. Πώς όμως να απαντήσουμε στη διαπίστωση του Κώστα πως «η μεγαλύτερη αδικία εδώ είναι, ότι δεν μπορείς να ζήσεις τα νιάτα σου».

Χιλιάδες παιδιά στη χώρα μας ζουν τα καλύτερά τους χρόνια κυνηγώντας το ψωμί στους δρόμους, με την εξαντλητική εργασία και την υπερεκμετάλλευση. Και άλλοι τόσοι και πολλές ακόμα χιλιάδες νέοι μπαίνουν καθημερινά στον αγώνα της επιβίωσης. Παλεύουν για ν’ αλλάξουν τούτη τη ζωή. Αυτή τη ζωή που είναι τόσο δύσκολο να την «πιάσουν» οι νέοι πολιτικοί πρόσφυγες.

Προσπαθούμε να μπούμε στην ψυχολογία τους. Και μεις όπως πολλοί άλλοι τους είπαμε πολύ εύκολα και αυθόρμητα πως έκαναν άσχημα που παράτησαν την καλή ζωή και γύρισαν πίσω. Κάποιοι άλλοι καλοθελητές τους κατηγόρησαν πως ήρθαν «να πιάσουν την καλή», να «πάρουν τα χωράφια» ή ότι εκεί «δε ζούσαν καλά» και άλλα φοβερά και τρομερά. «Όταν μου είπε κάποιος για τα χωράφια», λέει η Άννα από τη Ρουμανία, του απάντησα: «Δεν ξέρω πόσα στρέμματα έχει ο πατέρας μου. Δε ζήτησα να το μάθω. Έμαθα όμως από μικρή να ζωγραφίζω το χάρτη της Ελλάδας με κλειστά μάτια».

Τα καλύτερα χρόνια

«Όσο μεγάλωνα ζούσα μέσα μου δυο κόσμους. Ο πρώτος, ήταν ο σοσιαλισμός, η πραγματικότητα, που αντίκριζα καθημερινά. Ο άλλος, ήταν ο κόσμος της πατρίδας μου, της Ελλάδας, μέσα από τα βιβλία και τις αφηγήσεις των γονιών. Για τους ντόπιους ήμουνα το «Ελληνάκι», το παιδί των Παρτιζάνων. Και οι γονείς μας πάλι κοίταζαν να μας συμβουλεύουν νάμαστε καλοί και φρόνιμοι για να κρατήσουμε τη φήμη μας σαν Έλληνες». Στους δυο κόσμους της Άννας Κεφαλέλη, γεωπόνου απ’ τη ΣΔ της Ρουμανίας, έζησαν όλα τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων, η δεύτερη γενιά της προσφυγιάς. Αυτή η «διπλή» ζωή συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

«Εκεί γεννηθήκαμε, εκεί περάσαμε τα καλύτερό μας χρόνια, τα παιδικά και γυμνασιακά. Στενοχωριέμαι που έχασα ό,τι είχα στην Τασκένδη. Αλλά απ’ την άλλη πάλι σκέφτομαι πόσο τραγικό θα ήταν να γεννιόμουνα κάπου αλλού και να μη γνώριζα ποτέ τη Σοβιετική Ένωση, έστω και για 15 χρόνια». Οχτώ ολόκληρα χρόνια, η Ειρήνη Στεφάνου νοσταλγεί πάντα τη ζωή στην ΕΣΣΔ. Και όχι μονάχα αυτή. Γιατί άραγε;

Αυθεντικότητα

Το δέσιμο που υπάρχει στις χώρες του σοσιαλισμού, ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι κατά την Α. Κεφαλέλη, κάτι εντελώς άγνωστο για τη δική μας πραγματικότητα. «Ήμουνα στο λύκειο η μοναδική Ελληνίδα, ανάμεσα στα παιδιά των Ρουμάνων. Τα παιδιά με ρωτούσαν να μάθουν πώς βρέθηκα στη Ρουμανία, από πού είναι οι γονείς μου, ποια είναι η ιστορία τους. Γρήγορα δημιουργήσαμε φιλίες και οι επισκέψεις στο σπίτι μου και στα σπίτια των συμμαθητών μου ήταν πολύ συχνές. Γνώρισα του γονείς τους, που έδειξαν σημαντικό ενδιαφέρον για την καταγωγή μου και τον αγώνα των γονιών μου. Μούρχεται στο μυαλό μου τώρα η εικόνα των φροντιστηρίων, όπου διδάσκω ρουμανικά στην Αθήνα. Πάνω από τέσσερις μήνες βρίσκονται μαζί οι μαθητές μου και όμως τίποτα σχεδόν δεν ξέρει ο ένας για τον άλλον».

-Τι φταίει γι’ αυτό;

«Μια φορά να έβλεπες έναν άνθρωπο», παίρνει το λόγο ο Νίκος Ιωσηφίδης που μέχρι το 1977 έμενε στην 3η Ελληνική Πολιτεία της Τασκένδης «και γινόσουνα αμέσως φίλος. Εκεί στις σχέσεις μας υπήρχε η αυθεντικότητα, η ζωντάνια, η ειλικρίνεια. Δε χρειάζονταν πολλά λόγια για ν’ ανακαλύψεις ότι κάποιος θα μπορούσε να γίνει φίλος σου. Καταλάβαινες τον άνθρωπο απ’ όσα έκανε και όχι από εκείνα που έλεγε».

Ρομαντισμός

Ο Αντώνης Ηλιάδης μηχανικός και ηλεκτρονικός «ευτυχώς είχε και κάποια χόμπι στη Σοβιετική Ένωση. Αυτά τον βοήθησαν να βρει δουλειά στην πατρίδα του, όπως λέει ο ίδιος. Επισημαίνει και μια άλλη πλευρά.

«Κατά τη γνώμη μου η νέα γενιά στην ελληνική κοινωνία μειονεκτεί απέναντι στη σοβιετική και στο ότι είναι λιγότερο ρομαντική».

-Τι εννοείς με τη λέξη ρομαντισμός; Γιατί σε μας συχνά ο ρομαντισμός ταυτίζεται μ’ εκείνον που πετάει στα σύννεφα.

«Ρομαντικός με την καλή, τη δημιουργική έννοια. Το να κάνεις όνειρα πολλά και μεγάλο όνειρα και να προσπαθείς να τα πραγματοποιήσεις, αυτό μόνο μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή του νέου ανθρώπου. Μα εδώ δε γίνονται όνειρα όπως εκεί, ίσως γιατί από πολύ νωρίς να ξέρουν οι νέοι, ότι δεν υπάρχουν πιθανότητες να πραγματοποιηθούν. Η ζωή σ’ αναγκάζει να μπαίνεις σ’ ένα δρόμο και τρέχεις συνέχεια χωρίς να μπορείς να σταματήσεις να κοιτάζεις λίγο δίπλα σου, τον φίλο σου που τρέχει κι αυτός. Εγώ προσωπικά όσο ήμουνα στην Τασκένδη πήγαινα για ορειβασία στα βουνό, επιδιόρθωνα διάφορά ηλεκτρονικές συσκευές, ασχολιόμουνα ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία και το γύρισμα ταινιών. Και όλα αυτά από μια ευγενική, μια ρομαντική διάθεση να εκμεταλλευτώ ό,τι πρόσφερε η κοινωνία. Για την Ελλάδα ούτε λόγος για χόμπι».

Συντροφικές σχέσεις

Οι περισσότεροι απ’ τους συνομιλητές μας επαναπατρίστηκαν σε ηλικία 15-28 χρόνων. Όλοι τους πήραν μέρος στη δουλειά κάποιας κολεχτίβας είτε αυτή λέγεται τάξη του σχολείου, είτε έτος του πανεπιστημίου, είτε συνεργείο σε τόπο δουλειάς.

-Τι θυμάστε απ’ τη συνεργασία με τους συμμαθητές, τους συναδέλφους, τους συντρόφους σας, στις χώρες του σοσιαλισμού;

«Όταν τελείωσα το δεκατάξιο», λέει η Λουντμίλα Μισιάρη, που μέχρι το 1978 έμενε στη 10η ελληνική πολιτεία της Τασκένδης, «έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη μέση ιατρική σχολή. Στην αρχή δεν ήθελα να πάω στη σχολή, αφού είχα δώσει εξετάσεις για να μπω στο πανεπιστήμιο και είχα αποτύχει. Ήταν όμως τέτοιο το δέσιμο μαθητή με μαθητή και μαθητών με καθηγήτριες που γρήγορα τα ξέχασα όλα. Τόσο είχα ενθουσιαστεί απ’ τις θαυμάσιες σχέσεις που αναπτύσσονταν στην κολεχτίβα μας, ώστε τελείωσα τη σχολή με «κόκκινο δίπλωμα». Θυμάμαι, την υπεύθυνη καθηγήτρια του τμήματος. Μας έκανε φιλοσοφία. Ήταν σα μητέρα μας. Συχνά οργανώναμε στο σπίτι της πάρτι, όπου συμμετείχαν και άλλοι καθηγητές. Όταν δουλεύαμε εθελοντικά στα φρούτα ή τα μπαμπάκια — λευκό χρυσάφι λέγαμε το μπαμπάκι στο Ουζμπεκιστάν — ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Το ίδιο μπορώ να πω και για τη δουλειά στο εργοστάσιο, όπου δουλεύαμε στις διακοπές. Μετά τη δουλειά μαζευόμασταν όλοι μαζί και πηγαίναμε βόλτες στα χωράφια, στο σινεμά, στο θέατρο, σε κάποια συγκέντρωση. Πάντα όμως είμασταν όλοι μαζί».

-Η καθηγήτρια της τάξης (σ.σ. μια μορφή, που ξεπροβάλλει απ’ τις αφηγήσεις όλων των προσφυγόπουλων) έπαιζε λοιπόν σημαντικό ρόλο…

«Ήθελε να μας «ανοίξει» το κεφάλι. Κάθε Σάββατο αγόραζε εισιτήρια για το θέατρο, το σινεμά, τα μουσεία. Ήταν μια, λίγο μεγαλύτερη… συμμαθήτριά μας».

«Τα χρόνια που σπούδασα, στο Βίμπερετς της Τσεχοσλοβακίας, ήμουνα ένα κομμάτι σε μια παρέα, που χωρίς εμένα δε θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά ούτε κι εγώ θα μπορούσα να υπάρξω δίχως εκείνους. Μου έρχεται στο νου η τελευταία μέρα στο γυμνάσιο. Στις βιτρίνες των καταστημάτων υπήρχαν οι φωτογραφίες μας, στο δήμο έγινε μια ειδική τελετή για μας. Ορίσαμε τις συναντήσεις μας για τα χρόνια που θα έρχονταν. Το βράδυ γλεντήσαμε με τους καθηγητές και όλοι χωρίς εξαίρεση ήπιαμε λίγο παραπάνω, είπαμε ένα αστείο περισσότερο».

Μια πραγματική αποθέωση της κολεχτίβας!

Καλύτερα να χάσει…

-Ασφαλώς υπάρχουν και αναμνήσεις όχι πάντα ευχάριστες. Αδύνατες πλευρές της ζωής στο σοσιαλισμό, ελλείψεις. Θυμάστε κάτι που να σας είχε κάνα δυσάρεστη εντύπωση, απ’ τη ζωή σας στο σοσιαλισμό;

«Πραγματικά τα προβλήματα υπάρχουν» λέει η Άννα απ’ τη Ρουμανία. «Ο σοσιαλισμός οικοδομείται απ’ τους ανθρώπους. Που όμως αντιμετωπίζουν τις αδυναμίες και τις ελλείψεις με εντελώς διαφορετικό πνεύμα απ’ ότι εδώ. Δούλευα σε κάποιο εργοστάσιο, όπου μια μέρα την ώρα της δουλειάς αποκαλύφτηκε ότι συνάδελφος ήταν μεθυσμένος. Αμέσως έγινε συγκέντρωση των εργαζομένων, όπου συζητήθηκε το περιστατικό. Εδώ δε θα γινόταν ποτέ αυτό».

-Γιατί;

«Γιατί εκεί είναι καλύτερα να χάσει η παραγωγή παρά ο άνθρωπος. Ακριβώς επειδή η παραγωγή ανήκει στους ανθρώπους, τους εργαζόμενους. Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι είναι όλα ρόδινα. Θυμάμαι μια γενική συνέλευση αγροτικών συνεταιρισμών, όπου συμμετείχα σα γεωπόνος πια. Έγινε κριτική για τις ελλείψεις στα τρόφιμα, τις πρώτες ύλες. Θυμάμαι τα λόγια ενός ηλικιωμένου αγρότη: «Όσο συνεργαζόμασταν στενά με την ΕΣΣΔ είχαμε λιγότερα οικονομικά προβλήματα».

Η συζήτηση κόλλησε για τα προβλήματα και τις σημερινές δυσκολίες στη ΔΣ της Ρουμανίας. Η Άννα μάς μίλησε για τις συνέπειες των επικίνδυνων «ανοιγμάτων» στη Δύση.

Μαθήματα καθημερινά

-Μιλήσατε για διαφορετικό πνεύμα αντιμετώπισης των αδυναμιών και των λαθών. Πώς εκφραζόταν αυτό στην καθημερινή ζωή;

«Ο κάθε νέος, απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του», απαντά χωρίς δισταγμούς η Ειρήνη απ’ την Τασκένδη, «μαθαίνει ν’ αντιμετωπίζει αυστηρά τα ίδια τα λάθη του. Κάποτε στην Τασκένδη είχε πέσει επιδημία γρίπης. Αποφασίσαμε να την κάνουμε «κοπάνα» για να πάμε δήθεν στους συμμαθητές μας, που ήταν άρρωστοι. Ήταν μια πολύ όμορφη μέρα της Άνοιξης και η φύση ήταν ένας πειρασμός. Όταν γυρίσαμε στην τάξη, οι τσάντες μας έλειπαν. Αναστατώσαμε όλο το σχολείο, αλλά πουθενά οι τσάντες. Τελικά αποφασίσαμε να πάμε και στο γραφείο της διευθύντριας του σχολείου, όπου μας περίμεναν… οι τσάντες μαζί με την καθηγήτρια της τάξης. Ξαναγυρίσαμε στην τάξη μας για να γράψουμε έκθεση με θέμα «Ποιος ήταν ο λόγος που έφυγα απ’ τα μαθήματα;» Για τις εκθέσεις, που οι περισσότερες ήταν περιγραφή της φύσης και της Άνοιξης, έγινε ολόκληρη συζήτηση στην τάξη».

-Καταλάβαιναν πάντα τα παιδιά αυτής της ηλικίας την κριτική;

«Τις περισσότερες φορές νομίζω πως ναι», λέει η Λουντμίλα. «Στη μέση ιατρική σχολή ήμουνα υπεύθυνη για το ζωγράφισμα των εφημερίδων τοίχου. Είχα μια φίλη, Ελληνίδα, που τραγουδούσε πολύ όμορφα στα γλέντια και τις γιορτές, που κάναμε τα Σαββατοκύριακα. Στα μαθήματα όμως δεν τα πήγαινε καθόλου καλά. Έφτιαξα λοιπόν μια αφίσα, που έδειχνε τη φίλη μου να τραγουδάει, φορώντας ένα μακρύ φόρεμα γεμάτο δυάρια (σ.σ. άριστα είναι το 5 και ο βαθμός δύο είναι η πρώτη μονάδα κάτω απ’ τη βάση στο βαθμολογικό σύστημα, που ακολουθείται στην ΕΣΣΔ). Αργότερα διαπίστωσα ότι αυτό το περιστατικό μας έφερε ακόμα πιο κοντά. Η συντρόφισσά μου στην τάξη εκτίμησε τον ανοιχτό και ειλικρινή τρόπο, με τον οποίο της κάναμε κριτική».

Η προσωπική ζωή

Έπειτα ήρθε η συζήτηση στην προσαρμογή στη «νέα» ζωή της Ελλάδας. Πολλοί την είχαν γνωρίσει μόνο μέσα απ’ τα ιστορικά βιβλία, χωρίς να ξέρουν τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής. Άλλοι τις ήξεραν.

«Αλλά ένα πράγμα το κατανοείς πλήρως με το μυαλό σου όταν το βλέπεις με τα μάτια σου» πιστεύει ο Νίκος Παπανικολάου απ’ την Τασκένδη. Η πιο φοβερή εμπειρία για τους περισσότερους ήταν η πρώτη μέρα, μετά την επιστροφή στην Ελλάδα.

«Οι άνθρωποι ήταν χλωμοί, δε χαμογελούσαν» λέει υπερβολικά ίσως η Λουντμίλα Μισιάρη.

«Έκανα μήνες στη Θεσσαλονίκη χωρίς να μιλήσω σ’ άνθρωπο» θυμάται ο Κ. Σουγιουμτζής απ’ το Βίμπερετς της Τσεχοσλοβακίας.

Λίγο οι νέες, πρωτόγνωρες συνθήκες, λίγο η γλώσσα, λίγο η νοσταλγία για τη δεύτερη πατρίδα, τη σοσιαλιστική, λίγο η έλλειψη κατανόησης και από προοδευτικούς ανθρώπους, όχι σπάνια και από κομμουνιστές, κλείσανε τη δεύτερη γενιά των πολιτικών προσφύγων στο μικρό κόσμο της.

«Στην προσωπική μου ζωή είμαι Τσέχος» λέει ο Κώστας. Και οι συμπατριώτες μας απ’ την Τασκένδη, ανταμώνουν κάθε Τρίτη βράδυ σ’ ένα στενάχωρο υπόγειο για να ξυπνήσουν τις μνήμες τους, να… ξύσουν ίσως την πληγή, κοιτάζοντας εικόνες απ’ την ΕΣΣΔ, μέσα από κάποια σοβιετική ταινία. Μέσα τους κρύβουν ένα τεράστιο πλούτο καλλιέργειας, πολλά θαυμάσια ταλέντα, πόθους και όνειρα, κλείνουν στα μυαλά και τις καρδιές τους την εικόνα της κοινωνίας τον μέλλοντος.

Γύρισαν, ίσως, θάλεγε κανείς, μια ολόκληρη ιστορική εποχή πίσω. Μα το όνειρο, η γνώση, μπορούν να γίνουν δύναμη αν απελευθερωθούν απ’ τις χίλιες αναστολές και προβλήματα.

Η πίκρα των νέων πολιτικών προσφύγων μπορεί να γίνει δύναμη, που να διαμορφώσει τους όρους μιας καλύτερης ζωής. Απ’ το δρόμο της οργανωμένης πάλης, πλάι στους νέους εργαζόμενους, τον αγώνα μέσα από το ΚΚΕ και την ΚΝΕ για νάρθει η ζωή που ονειρεύονται και για την πατρίδα.

 

*Σημείωση: Στη φωτογραφία, παιδιά πολιτικών προσφύγων στο χωριό “Μπελογιάννης” στην Ουγγαρία, αγκαλιάζουν και φιλούν την ελληνική σημαία.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: