Απολιθώματα δείχνουν συνύπαρξη πολλών ειδών ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο όρθιας βάδισης

Πολύ πριν οι πρόγονοι του σύγχρονου ανθρώπου αναπτύξουν μεγάλο εγκέφαλο, πριν ακόμη τιθασεύσουν τη φωτιά και φτιάξουν πέτρινα εργαλεία, άρχισαν να κάνουν κάτι που κανένα θηλαστικό δεν είχε κάνει νωρίτερα: Να περπατούν στα δύο πόδια.

Πολύ πριν οι πρόγονοι του σύγχρονου ανθρώπου αναπτύξουν μεγάλο εγκέφαλο, πριν ακόμη τιθασεύσουν τη φωτιά και φτιάξουν πέτρινα εργαλεία, άρχισαν να κάνουν κάτι που κανένα θηλαστικό δεν είχε κάνει νωρίτερα: Να περπατούν στα δύο πόδια. Οι σκελετικές προσαρμογές της όρθιας βάδισης είναι εμφανείς στα απολιθώματα ακόμη και των αρχαιότερων ανθρωπίδων – μελών της ευρύτερης ανθρώπινης οικογένειας – που χρονολογούνται το χρονικό διάστημα μεταξύ 7 και 5 εκατομμυρίων ετών πριν από σήμερα. Η μετακίνηση στα δύο πόδια, αντί στα τέσσερα άκρα, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τις μετέπειτα εξελικτικές αλλαγές στους προγόνους μας. Επέτρεψε να επεκτείνουν την περιοχή κατοικίας τους, να διαφοροποιήσουν τη διατροφή τους και άλλαξε τον τρόπο που ο άνθρωπος γεννάει παιδιά και τα μεγαλώνει. Αυτός ο …παράξενος τρόπος μετακίνησης ήταν θεμελιώδης προϋπόθεση σχεδόν για όλα τα άλλα χαρακτηριστικά, που κάνουν τον άνθρωπο ξεχωριστό είδος.

Η παραδοσιακή εικόνα

Στην καθιερωμένη απεικόνιση της ανθρώπινης εξέλιξης, μια διαδοχή προγόνων, ξεκινώντας από ένα πλάσμα που μοιάζει με χιμπατζή και περπατάει στα τέσσερα, οδηγεί σταδιακά σε όλο και πιο όρθιους προγόνους, φτάνοντας τελικά στον πλήρως όρθιο Homo sapiens, που βαδίζει θριαμβευτικά στα δύο πόδια. Αυτή η επονομαζόμενη «Πορεία της Προόδου» διαδόθηκε τη δεκαετία του 1960 και από τότε έχει κοσμήσει αμέτρητα βιβλία, αυτοκόλλητα, μπλουζάκια και κούπες καφέ. Αλλά οι παλαιοανθρωπολογικές ανακαλύψεις που έγιναν τις δύο τελευταίες δεκαετίες αναγκάζουν τους επιστήμονες να επανεξετάσουν αυτή την υποτιθέμενη γραμμική εξέλιξη. Γνωρίζουμε τώρα ότι διάφορα είδη ανθρωπίδων, που ζούσαν σε διαφορετικά μέρη της Αφρικής, ορισμένες φορές την ίδια χρονική περίοδο, ανέπτυξαν διαφορετικούς τρόπους βαδίσματος στα δύο πόδια. Η εμφάνιση του διποδισμού πυροδότησε μια μακρόχρονη φάση ραγδαίας εξελικτικής διερεύνησης αυτού του τρόπου μετακίνησης στην ξηρά. Ο σύγχρονος τρόπος βαδίσματος δεν ήταν προκαθορισμένος, με κάθε διαδοχικό προγονικό είδος να οδεύει όλο και πιο κοντά σε κάποιον τελικό στόχο. Η εξέλιξη δεν ακολουθεί κάποιο σχέδιο. Ο τρόπος βάδισης του σύγχρονου ανθρώπου είναι μια από τις μορφές όρθιας βάδισης, που δοκίμασαν οι πρώιμοι ανθρωπίδες και είναι η μορφή εκείνη που τελικά επικράτησε.

Απεικόνιση του Homo floresiensis. Τα συγκριτικά με το σώμα του μεγάλα και χωρίς καμάρα πόδια, θα τον ανάγκαζαν να κάνει μικρά βήματα σηκώνοντάς τα ψηλά, σαν να φορούσε χιονοπέδιλα

Τύχη

Τον Ιούλη του 1976, παλαιοανθρωπολόγοι που επισκέπτονταν την ανασκαφή συναδέλφου τους στην τοποθεσία Λαετόλι της Τανζανίας, εντόπισαν τυχαία ένα στρώμα με χιλιάδες απολιθωμένα χνάρια ζώων, που «πάγωσαν» στον χρόνο, όταν ένα στρώμα ηφαιστειακής τέφρας καλύφθηκε από άλλα γεωλογικά στρώματα, πριν από 3,66 εκατομμύρια χρόνια. Με ενθουσιασμό αναζήτησαν χνάρια δίποδων ειδών, τα οποία δεν άργησαν να βρουν τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς. Ομως αυτά τα 5 χνάρια είχαν παράξενο σχήμα και το ον που τα άφησε φαινόταν να περπατάει βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, όπως περπατάνε τα μοντέλα στις πασαρέλες, παρά με τον συνήθη τρόπο που περπατούν σήμερα οι άνθρωποι. Έτσι η ακολουθία από χνάρια στο σημείο Α του Λαετόλι παρέμεινε μυστήριο.

Απεικόνιση του Australopithecus sediba, που είχε προσαρμογές τόσο για βάδιση στο έδαφος, όσο και για μετακίνηση πάνω στα δέντρα. Διαφορετικά στιλ βάδισης συνέχισαν να εμφανίζονται ακόμη και μετά την ανάπτυξη του όρθιου τρόπου βάδισης

Δύο χρόνια αργότερα, άλλοι επιστήμονες ανακάλυψαν δύο χιλιόμετρα πιο δυτικά μια σειρά από 69 χνάρια, προερχόμενα από δύο ή τρία άτομα κάποιου είδους, που φαίνονταν να μοιάζουν πολύ με τα χνάρια που αφήνουν οι σύγχρονοι άνθρωποι. Οι περισσότεροι ειδικοί συμφώνησαν ότι αυτά τα χνάρια ανήκουν στο είδος Αυστραλοπίθηκος αφαρένσις, έναν πρώιμο ανθρωπίδα.

Ανθρωπίδας ή αρκούδα;

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ανθρωπολόγοι του Πανεπιστημίου του Σικάγο σύγκριναν τα χνάρια από το σημείο Α του Λαετόλι με εκείνα που αφήνουν οι χιμπατζήδες και οι αρκούδες του τσίρκου που έχουν εκπαιδευτεί να περπατούν για λίγο στα δύο πόδια. Το συμπέρασμα ήταν ότι τα χνάρια στο Α Λαετόλι είτε προέρχονταν από κάποιο διαφορετικό από τον Α. αφαρένσις ανθρωπίδα, είτε από αρκούδα που περπατούσε στα δύο πόδια. Επειδή εκείνη την εποχή επικρατούσε η γραμμική αντίληψη για την ανθρώπινη εξέλιξη, οι περισσότεροι ερευνητές υιοθέτησαν την εικασία για προέλευση των ιχνών από αρκούδα και η περαιτέρω διερεύνηση έπαψε.

Σαράντα χρόνια αργότερα, η επανεξέταση των ιχνών, με τα μέσα που δίνει η σύγχρονη τεχνολογία, αμφισβήτησε την εικασία της αρκούδας και επανακαθόρισε τα ίχνη ως προερχόμενα από άγνωστο ανθρωπίδα. Παραπέρα μελέτη τους έδειξε ότι δεν μπορεί να προέρχονται από άτομο μικρής ηλικίας του είδους Α. αφαρένσις. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι τα ίχνη αυτά ήταν τόσο διαφορετικά από του Α. αφαρένσις στην άλλη τοποθεσία του Λαετόλι, όσο και από μια τρίτη τοποθεσία στην ίδια περιοχή που ανακαλύφθηκε το 2015, όσο διαφορετικά είναι τα ίχνη του σύγχρονου ανθρώπου συγκριτικά με του χιμπατζή. Τα χνάρια του Α Λαετόλι ήταν κοντά και φαρδιά, το μεγάλο δάχτυλο προεξείχε λίγο στο πλάι και υπήρχαν ενδείξεις ότι αυτοί που τα άφησαν είχαν μεγαλύτερη ελαστικότητα στο κεντρικό τμήμα του ποδιού.

Χνάρια από την τοποθεσία Λαετόλι στην Τανζανία. Το εικονιζόμενο ανήκει πιθανότατα στο είδος A. afarensis, ενώ το διπλανό, που βρέθηκε σε άλλο σημείο της ίδιας περιοχής και είναι κοντό και φαρδύ, με το μεγάλο δάχτυλο να προεξέχει, δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί σε ποιο είδος ανθρωπίδα ανήκε

Η ομάδα των ερευνητών που επανεξέτασε τα ίχνη από το σημείο Α υποθέτει ότι λίγο μετά από την πτώση ηφαιστειακής τέφρας πριν από 3,66 εκατομμύρια χρόνια, δύο διαφορετικά είδη ανθρωπίδων, που είχαν ελαφρώς διαφορετικά πόδια και περπατούσαν με λίγο διαφορετικό τρόπο, μετακινήθηκαν βόρεια προς τη Λεκάνη Ολντουβάι της σημερινής Τανζανίας, ίσως σε αναζήτηση νερού. Επειδή τα απολιθώματα στο Λαετόλι θεωρείται ότι καλύπτουν δραστηριότητες των ζώων της εποχής διάρκειας λίγων ημερών, είναι η ισχυρότερη απόδειξη μέχρι σήμερα ότι δύο διαφορετικά είδη ανθρωπίδων ήταν σύγχρονα και μάλιστα στην ίδια περιοχή. Με αυτή την εκτίμηση δεν συμφωνούν όλοι οι παλαιοανθρωπολόγοι. Πάντως οι αποδείξεις ότι η εξέλιξη του ανθρώπου δεν ήταν γραμμική συσσωρεύονται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια.

Σύγκρουση απόψεων

Η καθιερωμένη άποψη λέει ότι οι ανθρωπίδες ξεκίνησαν με πόδια που έμοιαζαν με των χιμπατζήδων, ώστε να μπορούν να πιάνουν τα κλαδιά των δέντρων. Τα πόδια ειδών που ακολούθησαν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τόσο για πιάσιμο κλαδιών όσο και για όρθια βάδιση, όπως φαίνεται από απολιθώματα του Αρδιπίθηκου ράμιντους ηλικίας 4,4 εκατομμυρίων ετών που βρέθηκαν στην Αιθιοπία. Ακολούθησε ο Αυστραλοπίθηκος αφαρένσις, με πόδι και πιο δύσκαμπτο στη μέση του και πιο μεγάλη φτέρνα, ώστε να περπατά πιο άνετα στο έδαφος. Τελικά, η εμφάνιση του είδους μας Homo, πριν από περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια, συνοδεύτηκε από πόδι που ήταν ακόμη καλύτερα προσαρμοσμένο για βάδιση, με πιο κοντά δάχτυλα και ψηλότερη καμάρα.

Χνάρια του είδους Australopithecus afarensis στην τοποθεσία Λαετόλι της Τανζανίας. Δίπλα, χνάρια άγνωστου ανθρώπινου είδους, από την ίδια τοποθεσία. Και τα δύο είδη περπατούσαν όρθια στα δύο πόδια στην ίδια περιοχή, πριν από 3,66 εκατομμύρια χρόνια

Ομως η μελέτη από ορισμένους ερευνητές των απολιθωμάτων ιχνών στα μουσεία της Αφρικής, μαζί με τα νεότερα ευρήματα από την Κοιλάδα του Μεγάλου Ρήγματος και από σπηλιές στη Νότια Αφρική, τους οδήγησε σε ένα διαφορετικό εξελικτικό μοτίβο. Καθώς ο διποδισμός εμφανιζόταν στους πρώιμους προγόνους μας, υπήρξε μια έκρηξη εξελικτικού πειραματισμού, που οδήγησε τους διαφορετικούς ανθρωπίδες να έχουν διαφορετικές μορφές ποδιού. Στην εποχή μεταξύ Αρδιπίθηκου και Αυστραλοπίθηκου εντοπίστηκαν πέντε διαφορετικές μορφές, που ίσως αντιστοιχούν σε ισάριθμους τρόπους όρθιας βάδισης. Και στις πέντε μορφές ποδιών υπάρχουν στοιχεία που βοηθούν τόσο στο κρέμασμα από τα κλαδιά όσο και στο περπάτημα στο έδαφος, αλλά τα σχετικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται με διαφορετικό συνδυασμό σε κάθε πόδι και δεν ακολουθούν χρονικά τη μετατόπιση από την πιθηκίσια μορφή προς την ανθρώπινη.

Χιονοπέδιλα

Το μοτίβο αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει και το πόδι του Αυστραλοπίθηκου σεντίμπα, ηλικίας περίπου δύο εκατομμυρίων ετών, που έμοιαζε περισσότερο από το αναμενόμενο με πιθήκου, για έναν τόσο εξελιγμένο ανθρωπίδα. Θα του επέτρεπε να βαδίζει με τον τρόπο που βαδίζουν σήμερα άνθρωποι με υπερπρηνισμό (υπερβολική στροφή του ποδιού προς το εσωτερικό κατά τη βάδιση). Αν ο υπερπρηνισμός ή ο υποπρηνισμός δημιουργούν προβλήματα στους σύγχρονους ανθρώπους, για τον Αυστραλοπίθηκο σεντίμπα – πολύ αργότερα από την εποχή που άλλοι πρόγονοι του ανθρώπου είχαν καταλήξει στη ζωή πάνω στο έδαφος – ήταν μια λύση στο πρόβλημα της μοιρασμένης ζωής του και πάνω στα δέντρα και πάνω στο έδαφος.

Τα διαφορετικά στιλ βαδίσματος συνέχισαν να υπάρχουν πολύ μετά τον Αυστραλοπίθηκο και τον Παράνθρωπο ρομπούστους, που βάδιζαν διαφορετικά τόσο μεταξύ τους, όσο και από τον Ανθρωπο τον Ορθιο (Homo erectus), παρότι έζησαν την ίδια εποχή και απολιθώματα και των τριών βρέθηκαν γύρω από τη λίμνη Τουρκάνα της σημερινής Κένυας. Ετσι, ακόμη και ο ιδιαίτερα βραχύσωμος Homo floreciencis, γνωστός με το παρατσούκλι «χόμπιτ», απολιθώματα του οποίου – ηλικίας μόλις 60.000 ετών – βρέθηκαν στο νησί Φλόρες της Ινδονησίας, περπατούσε με έναν ιδιόμορφο τρόπο (σαν να φορούσε χιονοπέδιλα), εξαιτίας των συγκριτικά μεγάλων και επίπεδων χωρίς καμάρα ποδιών του.

Επιμέλεια: Σταύρος Ξενικουδάκης
Ριζοσπάστης
Πηγή: «Scientific American»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: