Ποια είναι η ταυτότητά μας;
Ας προβληματιστούμε ως προς την ίδια την επιστημονική αξία αλλά και τις γενικότερες συνέπειες που μπορεί να έχει ένας μονοσήμαντος, κοντόθωρος, όσο και απόλυτος ορισμός της πολιτισμικής καταγωγής και ταυτότητας του καθενός μας.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η μετάφραση από τα Ιταλικά μιας από τις εκλαϊκευτικές ραδιοφωνικές εκπομπές του Ιταλού Ανθρωπολόγου Ούγκο Φαμπιέτι (Ugo Fabietti, 1950-2017). Στη συγκεκριμένη εκπομπή, με τίτλο «Ταυτότητα», ο Φαμπιέτι μάς καλεί να προβληματιστούμε ως προς την ίδια την επιστημονική αξία αλλά και τις γενικότερες συνέπειες που μπορεί να έχει ένας μονοσήμαντος, κοντόθωρος, όσο και απόλυτος ορισμός της πολιτισμικής καταγωγής και ταυτότητας του καθενός μας. Κατά τη μεταφορά στον γραπτό λόγο έχει γίνει προσπάθεια να διατηρηθεί ο απλός και άμεσος προφορικός λόγος της ραδιοφωνικής εκπομπής.
Όταν λέμε ότι είμαστε Ρωμαίοι, Φλωρεντίνοι ή Παλερμιτάνοι, σχεδόν πάντα δίνουμε σε αυτές τις λέξεις μεγάλη σημασία, κάποιες φορές, βαρυσήμαντη και καθοριστική, λησμονώντας ότι Ρωμαίοι, Φλωρεντίνοι και Παλερμιτάνοι ως τέτοιοι δεν υπάρχουν. Μα οφείλω να εξηγηθώ καλύτερα για να συνεννοηθούμε.
[Ένας 100% Αμερικάνος] Ας δούμε τη διήγηση ενός Ανθρωπολόγου που είχε απέναντί του έναν πεπεισμένο για την καταγωγή του Αμερικάνο, και τότε ίσως καταλάβετε αυτό που θέλω να πω. Νά τι είπε ο Ανθρωπολόγος στον Αμερικάνο: «Eσύ που λες ότι είσαι ένας βέρος Αμερικάνος, το ξέρεις ότι κάθε πρωί ξυπνάς σε ένα κρεβάτι που είναι κατασκευασμένο σύμφωνα με ένα μοντέλο που προέρχεται από την Εγγύς Ανατολή και που στη συνέχεια τροποποιήθηκε στη Βόρεια Ευρώπη πριν εισαχθεί εδώ, στην Αμερική;»
«Κι έπειτα το πρωί, όταν παραμερίζεις τα σεντόνια και τις κουβέρτες που μπορεί να είναι από βαμβάκι, που είναι φυτό της Εγγύς Ανατολής ή από μαλλί προβάτου, που είναι ένα άλλο ζώο που εξημερώθηκε στην Εγγύς Ανατολή ή από μετάξι, ένα υλικό που ανακαλύφθηκε στην Κίνα, το ξέρεις ότι χρησιμοποιείς πράγματα που δεν είναι αμερικανικά; Γιατί, στην πραγματικότητα, για όλα αυτά τα υφάσματα, το γνέσιμο και η ύφανση γίνονται σύμφωνα με μεθόδους που ανακαλύφτηκαν αλλού, στη νοτιοδυτική Ασία»
«Σκέψου πόσα πράγματα προέρχονται από την Εγγύς Ανατολή. Αλλά όχι μόνον από κει. Το πρωί, φοράς τα μοκασίνια που εφευρέθηκαν από τους Ινδιάνους που κατοικούσαν στις δασώδεις περιοχές μας, στα Ανατολικά. Και μετά, όταν μπαίνεις στο μπάνιο, συνειδητοποιείς ότι όλα τα αξεσουάρ γύρω σου είναι σύνθετα προϊόντα, βασισμένα σε Ευρωπαϊκές και Αμερικάνικες εφευρέσεις που έγιναν πολύ πρόσφατα. Κατόπιν, όταν βγάλεις τις πιτζάμες σου, τι νομίζεις ότι κάνεις; Βγάζεις ένα ρούχο που εφευρέθηκε στην Ινδία.»
«Κι έπειτα πλένεσαι με το σαπούνι που εφευρέθηκε από τους αρχαίους Γαλάτες, πριν ακόμα τους υποτάξει ο Ιούλιος Καίσαρας στη Ρώμη. Και κατόπιν ξυρίζεσαι, ακολουθείς δηλαδή αυτό το είδος μαζοχιστικής τελετουργίας που συνηθίζουν οι περισσότεροι άντρες κάθε πρωί και που κατά πάσα πιθανότητα το πρωτο-εφάρμοσαν οι Σουμέριοι και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. Στη συνέχεια, πριν πας να πάρεις το πρωινό σου στην καφετέρια, αλήθεια, τι κάνεις; Αγοράζεις εφημερίδα και πληρώνεις με νομίσματα που είναι, βάλε με το νου σου, μια εφεύρεση από την αρχαία Λυδία, μια περιοχή της Μικράς Ασίας. Όταν πας στο εστιατόριο, έρχεσαι σε επαφή με πολλά άλλα πράγματα που είναι σίγουρα παρμένα από άλλους πολιτισμούς. Έχεις ποτέ σκεφτεί, για παράδειγμα, ότι το πιάτο σου είναι φτιαγμένο από είδος πηλού και εφευρέθηκε στην Κίνα;»
«Το ξέρεις ότι το μαχαίρι που χρησιμοποιείς για να κόψεις το κρέας σου ή το μπέικον είναι ένα κράμα μετάλλου που κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στη νότια Ινδία και, το ξέρεις ότι το πιρούνι έχει μεσαιωνική Ιταλική προέλευση και ότι το κουτάλι προέρχεται αναμφίβολα από ένα ρωμαϊκό πρωτότυπο; Και μετά, όταν τελειώσεις, ίσως γείρεις πίσω στην καρέκλα σου για να καπνίσεις. Γνωρίζεις όμως ότι αυτή είναι μια συνήθεια των Ινδιάνων της Αμερικής; Κι ενώ καπνίζεις, διαβάζεις τις ειδήσεις της ημέρας που είναι γραμμένες με χαρακτήρες που επινοήθηκαν από τους αρχαίους Σημίτες, δηλαδή από τους Φοίνικες, τυπωμένες σε ένα υλικό που εφευρέθηκε στην Κίνα, δηλαδή το χαρτί, και η όλη διαδικασία επινοήθηκε στη Γερμανία από κάποιον Γκούτενμπεργκ, στα μέσα του 15ου αιώνα.»
«Ενώ, στη συνέχεια, διαβάζεις τις ειδήσεις για τα προβλήματα που βασανίζουν τον κόσμο, εσύ, σαν καλός Αμερικανός πολίτης, που μιλάς μια ευρωπαϊκή γλώσσα, ευχαριστείς έναν εβραΐκό θεό που σε έκανε κατά εκατό τα εκατό Αμερικάνο.»
Λοιπόν, η ειρωνία του πράγματος είναι ότι ο Αμερικάνος στον οποίον απευθύνεται ο Ανθρωπολόγος μας δεν γνωρίζει ότι υπάρχει μια μακρά ιστορία πίσω του, μια ιστορία που αποτελείται από ένα μείγμα διασταυρώσεων, συνυφάνσεων, συναντήσεων. Εν ολίγοις, ποιοι είμαστε πραγματικά; Είμαστε πάντα το αποτέλεσμα μείξεων που χάνονται στην ομίχλη του χρόνου.
[Η τραγωδία της Ρουάντας] Η ιδέα της καθαρότητας από την άλλη μεριά, της ανόθευτης ταυτότητας, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Αν θέλετε να πειστείτε γι’ αυτό, δείτε την ακόλουθη ιστορία που αναφέρεται σε μία από τις τρομερότερες συγκρούσεις που ξέσπασαν στην Αφρική τα τελευταία χρόνια, στο όνομα των εθνοτικών διαφορών. Έτσι τουλάχιστον έχει μείνει στο μυαλό των περισσοτέρων η σύγκρουση μεταξύ Χούτου και Τούτσι στη Ρουάντα. Αυτή η σύγκρουση, η οποία πριν από μερικά χρόνια συγκέντρωσε τα φώτα των μέσων ενημέρωσης, παρουσιάστηκε ως μια αντιπαράθεση μεταξύ εθνοτήτων. Όμως, στην πραγματικότητα, διαπιστώθηκε ότι η αιτία της σύγκρουσης ήταν το επακόλουθο μιας διαστροφής από την εποχή της αποικιοκρατίας, και της εγκληματικής ενίσχυσης των διαφορών μεταξύ δύο κοινοτήτων, οι οποίες μιλούν την ίδια γλώσσα, μοιράζονται την ίδια περιοχή της Γης για περισσότερα από χίλια χρόνια, έχουν την ίδια θρησκεία, τις ίδιες αξίες και είχαν τους ίδιους πολιτικούς θεσμούς για αιώνες και αιώνες.
Οι Χούτου και οι Τούτσι έχουν συχνά απεικονιστεί με στυλ καρικατούρας. Οι Χούτου ως κοντοί και γεροδεμένοι και οι Τούτσι ως ψηλοί και λυγεροί, αλλά στην πραγματικότητα είναι απολύτως αδύνατο να αποφασίσουμε στη βάση των φυσικών εξωτερικών χαρακτηριστικών αν ένα άτομο ανήκει στους Χούτου ή στους Τούτσι.
Μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων στη Ρουάντα, στο δεύτερο μισό του δέκατου ενάτου αιώνα, υπήρχε ένα βασίλειο του οποίου ηγείτο ένας ηγεμόνας και που λειτουργούσε στη βάση της συνεργασίας δύο ομάδων, μιας ομάδας κτηνοτρόφων και μιας άλλης γεωργών. Οι κτηνοτρόφοι ήταν οι Τούτσι και οι γεωργοί ήταν οι Χούτου που αποτελούσαν επίσης την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Αλλά όταν έφτασαν οι αποικιοκράτες, πρώτα οι Γερμανοί και κατόπιν οι Βέλγοι που κληρονόμησαν την αποικία το 1919, ως νικητές του πολέμου, τι έκαναν; Έδωσαν φυλετικό νόημα σε αυτή τη διαφορά, μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι.
Αυτό, δυστυχώς, ήταν ένα μεγάλο λάθος γιατί πριν από τότε η διάκριση μεταξύ Χούτου και Τούτσι είχε πολύ διαφορετικό νόημα. Οι Τούτσι ήταν μια σημαντική ομάδα πολιτικά, με την έννοια ότι οι βασιλιάδες και πολλοί αξιωματούχοι προέρχονταν από την αριστοκρατία τους. Αντίθετα, οι ιερείς προέρχονταν από την αριστοκρατία των Χούτου και πραγματοποιούσαν τις θρησκευτικές τελετές που εγγυόνταν την ευημερία του ηγεμόνα και του βασιλείου.
Ποια ήταν, λοιπόν, η αφετηρία της συγκεκριμένης διάκρισης των ρόλων; Υπάρχουν θρύλοι που μοιράζονταν τόσο οι Χούτου όσο και οι Τούτσι, θρύλοι που μιλούσαν για τους Τούτσι ως τον ποιμενικό λαό που είχε φτάσει πριν από πολλά-πολλά χρόνια, την εποχή γύρω στον δικό μας Μεσαίωνα. Όταν οι Τούτσι έφτασαν στη σημερινή Ρουάντα βρήκαν τους γεωργούς Χούτου, αλλά έκαναν μια συμφωνία μαζί τους. Αυτοί, οι Τούτσι, θα ήταν οι πολιτικοί άρχοντες και οι Χούτου θα είχαν σημαντικά θρησκευτικά τελετουργικά καθήκοντα. Οι δύο λειτουργίες ήταν ισοδύναμες, επρόκειτο για μια συμφωνία μεταξύ αυτών που προϋπήρχαν κι εκείνων που ήρθαν μετέπειτα.
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την περιοχή, άφησαν τα πράγματα λίγο πολύ ως είχαν. Όμως οι Βέλγοι, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατάργησαν όχι μόνο τη μοναρχία αλλά και τον θρησκευτικό ρόλο των Χούτου. Επειδή όμως αναζητούσαν πολιτικούς συνομιλητές, στράφηκαν στους βασιλιάδες, τους βασιλιάδες σε εισαγωγικά, δηλαδή τους Τούτσι.
Σκεφτείτε ότι ακόμη και η βελγική εκκλησία προσπάθησε με κάθε τρόπο να δικαιολογήσει την επιλογή που έκανε η αποικιακή διοίκηση υπέρ των Τούτσι. Μάλιστα, αναβίωσαν θεωρίες για τις βιβλικές συγγένειες μεταξύ αφρικανικών και ευρωπαϊκών λαών και μάλιστα εφευρέθηκαν άλλες θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες αποδίδονταν στους Τούτσι συγγένειες με λευκούς λαούς.
Όταν στη συνέχεια η αριστοκρατία των Τούτσι, σίγουρα όχι δίχως ανιδιοτέλεια από τη μεριά της, προσηλυτίστηκε στον καθολικισμό, απέκτησε ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι του υπόλοιπου πληθυσμού. Επειδή οι Βέλγοι εμπιστεύτηκαν σε αυτούς, τους Τούτσι, θέσεις και καθήκοντα στη Διοίκηση, τους εξασφάλισαν οικονομικά πλεονεκτήματα κι επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, τη δυνατότητα να έχουν σύγχρονη εκπαίδευση.
Οι Χούτου, αντίθετα, έμειναν απέξω, ξεκομμένοι από τα πάντα κι ως εκ τούτου δεν συμμετείχαν καθόλου στην συγκρότηση του κράτους που επρόκειτο να γεννηθεί. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, έφτασε η ανεξαρτησία και μαζί με αυτή μια δημοκρατία που ελεγχόταν όμως από τους Χούτου, επειδή αυτοί ήταν η πλειοψηφία του πληθυσμού.
Έτσι, όταν οι Βέλγοι αποχώρησαν από τη Ρουάντα, τη δεκαετία του 1950, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην πραγματικότητα το κακό είχε γίνει. Ο σπόρος του μίσους είχε πιάσει και η κατάληψη της εξουσίας από τους Χούτου, μετά από εκλογές, οι Χούτου ήταν άλλωστε πλειοψηφία στον πληθυσμό, σηματοδότησε την αρχή μιας περιόδου διαλείπουσας βίας που κορυφώθηκε με τις σφαγές της δεκαετίας του 1990.
Το 1930 οι Βέλγοι έκαναν μια απογραφή με σκοπό να δοθούν αστυνομικές ταυτότητες στον πληθυσμό. Και σε αυτές τις ταυτότητες έπρεπε οπωσδήποτε να εμφανίζεται το όνομα της εθνότητας στην οποία ανήκε ο καθένας, είτε Χούτου είτε Τούτσι.
Τώρα, τα φυλετικά χαρακτηριστικά στα οποία βασιζόταν τούτη η διάκριση ήταν εξαιρετικά σαθρά. Στο πέρασμα των αιώνων οι Τούτσι και οι Χούτου είχαν αναμειχθεί. Γυναίκες Τούτσι είχαν παντρευτεί άνδρες Χούτου και το αντίστροφο. Με λίγα λόγια, οι οικογένειες ήταν μεικτές. Οι οικογένειες ήταν εν μέρει Χούτου και εν μέρει Τούτσι. Οι υπεύθυνοι της απογραφής του πληθυσμού υιοθέτησαν το κριτήριο του αριθμού των ζώων που κάποιος πιθανά είχε στη κατοχή του, και για να το κάνουν αυτό παρέπεμψαν στον θρύλο.
Σύμφωνα με τον θρύλο, λοιπόν, οι Τούτσι ήταν βοσκοί και οι Χούτου γεωργοί κι επομένως αυτοί είχαν πολύ λίγα ζώα. Σύμφωνα με τους γραφειοκράτες, η διαφορά μεταξύ Χούτου και Τούτσι μπορούσε να καθοριστεί στη βάση του αριθμού των ζώων που κατείχε ο καθένας. Αλλά επειδή τα πράγματα δεν ήταν πολύ ξεκάθαρα, στην πραγματικότητα, αποφασίστηκε ότι όλοι όσοι είχαν δέκα ή περισσότερα βόδια ήταν Τούτσι, ενώ όσοι είχαν λιγότερα από δέκα θα ταξινομούνταν ως Χούτου. Έτσι, ένα ή δύο κεφάλια ζώων θα μπορούσαν να αποφασίσουν σε ποια ομάδα θα άνηκε ο καθένας.
Το γεγονός ότι κάποιος ταξινομούνταν κατ’ αυτόν τον τρόπο, ως Τούτσι ή ως Χούτου, καθόριζε το δικαίωμα για πρόσβαση στην εκπαίδευση και σε άλλα προνόμια που παραχωρήθηκαν από τους αποικιοκράτες. Αλλά μετά την αποχώρηση των Βέλγων, αυτή η ταξινόμηση παρέμεινε στα δελτία ταυτότητας που μεταβιβάστηκαν από τον πατέρα στα παιδιά και έτσι τα έγγραφα ταυτότητας αναπαράχθηκαν στα χρόνια μετά το τέλος της αποικιοκρατίας, και την περίοδο των συγκρούσεων έγιναν το κριτήριο με το οποίο τα στρατιωτικά αποσπάσματα του ενός ή του άλλου θα μπορούσαν να αποφασίσουν ποιος ήταν να εξαλειφθεί και ποιος να γλιτώσει.
Το δράμα των Χούτου και των Τούτσι στη Ρουάντα που χρονολογείται τη δεκαετία του ’90, που μόλις διηγηθήκαμε, και το οποίο προσπαθήσαμε να ξεδιαλύνουμε από τις ιστορίες που συνήθως λέγονται γι’ αυτά τα γεγονότα, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της ανθρωπολογίας, μας διδάσκει πόσο επικίνδυνο είναι να βάζουμε ετικέτες στην ταυτότητά μας.
[Η περίπτωση Μανουέλ Σορσάνο του Νάιπολ] Eυτυχώς, δεν είναι πάντα έτσι. Δείτε, λοιπόν, τι συνέβη στον διάσημο συγγραφέα, Ινδικής καταγωγής, Νάιπολ (Vidiadhar Surajprasad Naipaul) κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του. Ο Νάιπολ είναι Ινδός, αλλά γεννήθηκε στο Τρινιδάδ, μια βρετανική αποικία προς την οποία ενθαρρύνθηκε η μετανάστευση Ινδών που τότε ήταν επίσης υποτελείς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Περιγράφει τη συνάντησή του με κάποιον ονόματι Μανουέλ Σορσάνο, έναν άντρα που συνάντησε σε κάποιο αεροπορικό ταξίδι του μεταξύ των νησιών της Καραϊβικής -όπου βρίσκεται το Τρινιδάδ- και της Βενεζουέλας, στη Νότια Αμερική.
Διηγείται ο Νάιπολ ότι τούτος ο Σορσάνο ήταν ένας τύπος μικροκαμωμένος, με σκούρο δέρμα και πρέπει να ήταν γύρω στα εξήντα. Κι είχε επίσης μια κλειστή, ελαφρώς επιθετική έκφραση, αυτή που μπορεί να πάρουμε όταν βρούμε κάποιον δίπλα μας με τον οποίον πρέπει να συνταξιδέψουμε.
«Ενώ τον έβλεπα να τακτοποιεί τα πράγματά του, τις αποσκευές του», διηγείται ο Νάιπολ, «έπεισα τον εαυτό μου ότι θα έπρεπε να είναι ένας τέλειος Βενεζουελανός. Ένας μιγάς από τα παράλια, αποτέλεσμα φυλετικών διασταυρώσεων που ξεκίνησαν με την άφιξη των Ισπανών. Κάποιος, κοντολογίς, που γνώριζε μόνο τον δικό του μικρόκοσμο, το δικό του περιβάλλον, μιλούσε τη δική του γλώσσα, ίσως μάλιστα με τρόπο φτωχό και περιορισμένο. Με λίγα λόγια, ένας τύπος που ήταν αποκομμένος από τον υπόλοιπο κόσμο.»
Ωστόσο, συνεχίζει τη διήγησή του ο Νάιπολ, «αυτός ο τύπος, που αργότερα μου είπε ότι λέγεται Σορσάνο, άρχισε να μιλά για τον εαυτό του, τη ζωή του, την οικογένεια του, τη δουλειά του, αλλά όχι για την καταγωγή του.»
Ο Σορσάνο μιλούσε για τη φύση του ως περιπλανώμενου ανθρώπου, στο πρόσωπο του οποίου είχαν πιθανώς συσσωρευτεί διαφορετικές και εντελώς ανύποπτες εμπειρίες ζωής και πολιτισμικές ρίζες. Μα ποιος ήταν εν τέλει αυτός ο Σορσάνο;
Καταγόταν από μετανάστες, που πήγαν στο Τρινιδάδ από την Ινδία, όπως και ο Νάιπολ, και ήταν ξυλουργός στο επάγγελμα. Eίχε παντρευτεί μια Ινδή από το Σουρινάμ, μια χώρα της Νότιας Αμερικής, παλιά Ολλανδική αποικία όπου είχαν φτάσει Ινδοί ακριβώς επειδή και οι Ολλανδοί είχαν επίσης συμμετοχή στην αποικιοκρατία της Νότιας Ασίας. Και αυτή η γυναίκα μιλούσε μόνο Χίντι, που ήταν μια ξεχασμένη γλώσσα στο Τρινιδάδ.
Επιπλέον, ο Σορσάνο αποκαλύπτει ότι έχει μια πολύ ιδιαίτερη αντίληψη σχετικά με τις Ινδουιστικές θεότητες που τις ανακατεύει με δοξασίες της μαγείας της Καραϊβικής και με θεραπευτικές πρακτικές. Λέει στον Νάιπολ ότι παλιότερα είχε μια άλλη οικογένεια στο Τρινιδάδ, με άλλη γυναίκα και παιδιά.
Τώρα, με τη συζυγό του από το Σουρινάμ έχει εννέα παιδιά, με τα οποία όμως μιλάει μόνο στα Ισπανικά. Με λίγα λόγια, η ζωή του Σορσάνο πρέπει να ήταν κουραστική, πολύπλοκη. Αλλά, λέει ο Νάιπολ, ο Σορσάνο έδινε την εντύπωση πως ζούσε πάντα ακολουθώντας το ένστικτό του για να τα βγάλει πέρα, χωρίς να νιώθει χαμένος ή αιωρούμενος στο κενό. Με λίγα λόγια, χωρίς να νιώθει την ανάγκη να δηλώσει άπαξ δια παντός ποιος και τι ακριβώς είναι.
Κατά βάθος, αν το καλοσκεφτούμε, ο καθένας μας έχει κάτι κοινό με τον Σορσάνο.
Σημειώσεις
[1] O Ούγκο Φαμπιέτι (Ugo Fabietti, 1950-2017) υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα στην Πολιτισμική Ανθρωπολογία. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Μιλάνο και την Παβία, και Ανθρωπολογία στο Παρίσι. Δίδαξε στα Πανεπιστήμια του Τορίνου, της Παβίας, ενώ για πολλά χρόνια μέχρι τον θάνατό του, υπήρξε καθηγητής πρώτα στο Πανεπιστήμο της Φλωρεντίας και κατόπιν στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου (Μιλάνο-Μπικόκα). Αφιερώθηκε επί σειρά ετών στην επιτόπια έρευνα. Μελέτησε τη ζωή και τις συνήθειες των Βεδουίνων που ζουν στη βόρεια Σαουδική Αραβία, φιλοξενούμενος από τους εκεί πληθυσμούς, για δύο χρόνια. Για μεγάλα διαστήματα, καθόλη τη δεκαετία του ’80, έζησε μαζί με νομαδικούς πληθυσμούς στο Ιράν, στο Πακιστάν και στη Βόρεια Αφρική. Δημοσίευσε πολλά βιβλία, μεταξύ αυτών εξειδικευμένα εγχειρίδια αλλά και βιβλία για το ευρύτερο κοινό σχετικά με θέματα της επιστήμης της Ανθρωπολογίας και της Εθνογραφίας.
Για τρεις εβδομάδες, την άνοιξη του 2008, ο Ούγκο Φαμπιέτι έδωσε μια σειρά από είκοσι καθημερινές εκλαϊκευτικές εκπομπές στο Δεύτερο Κανάλι της Ιταλικής Ραδιοφωνίας (RAI Radio 2). Σε αυτές τις εκπομπές, με τρόπο γλαφυρό και με χαρακτηριστική αμεσότητα λόγου, έθιξε αρκετά από τα βασικά θέματα της Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας. Η σειρά των ραδιοφωνικών εκπομπών είχε γενικό τίτλο «Χωρίς Όρια».
[2] Στο πρώτο από τα τρία θέματα της εκπομπής, ο Φαμπιέτι αποδίδει με ελεύθερο τρόπο μερικά σημεία από ένα άρθρο του Αμερικανού Ανθρωπολόγου και Αρχαιολόγου Ralph Linton (1893-1953) με τίτλο «One hundred per cent American». Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «The American Mercury», στο τεύχος του Απριλίου 1937 και μπορεί να βρεθεί εδώ.
[3] Στην πρώτη απογραφή του πληθυσμού της Ρουάντας που έκαναν οι Βέλγοι το 1930, ο αριθμός των ζώων που είχε καθένας στην κατοχή του δεν ήταν το μοναδικό κριτήριο για την κατάταξη στη μία ή την άλλη εθνότητα, όπως θα μπορούσε να εννοηθεί από την σύντομη διαπραγμάτευση που κάνει εδώ ο Φαμπιέτι, αλλά εφαρμόστηκαν ευρέως αυθαίρετα κριτήρια φυσιογνωμικά και άλλα, στην (αυθαίρετη) βάση ρατσιστικών θεωριών.
[4] Το τρίτο μέρος της αφήγησης του Φαμπιέτι αντλείται από το βιβλίο του V. S. Naipaul (1932-2018, βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία, 2001) με τίτλο «A Way in the World» (1994), κεφ. 7. [Ελληνική έκδοση: Β. Σ. Νάιπολ «Ένας δρόμος στον Κόσμο», Εκδ. Λιβάνη, μτφρ. Ντίνα Σιδέρη, (1995).]
[Απομαγνητοφώνηση, Μετάφραση & Σημειώσεις – Π.Δ.]
Φωτογραφία: commons.wikimedia.org