Βασικές γνώσεις για τους αστερισμούς του νυχτερινού ουρανού…
Οι αστερισμοί, στη σημερινή εποχή, έχουν μόνο πρακτικό χαρακτήρα και αποβλέπουν μόνο στη διευκόλυνση των αστρονόμων, στο να καθορίσουν και να ταξινομήσουν το κάθε άστρο, αλλά και άλλα ουράνια σώματα, πάνω στην ουράνια σφαίρα.
Στη σύγχρονη αστρονομία, ένας αστερισμός είναι μια καθορισμένη τοπογραφική περιοχή της ουράνιας σφαίρας, η οποία καλύπτει ορισμένη έκταση και έχει σαφή καθορισμένα όρια. Οι αστερισμοί αποτελούνται από άστρα, άσχετα μεταξύ τους, τα οποία βρίσκονται σε διαφορετικές αποστάσεις από τη Γη και δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προβολή αυτών των άστρων στην ουράνια σφαίρα. Πρόκειται. δηλαδή, για μια αυθαίρετη και τυχαία τμηματοποίηση του ουρανού.
Οι άνθρωποι των αρχαίων χρόνων διέκριναν κάποια σχήματα στον ουρανό (τρίγωνα, τετράγωνα κ.λ.π.), τα οποία καθόριζαν τα λαμπρότερα άστρα. Σε αυτά τα τυχαία σχήματα έδωσαν ονόματα από θεότητες, μυθικούς ήρωες, ζώα κ.λ.π.. Οι περισσότεροι λαοί ονόμασαν με διαφορετικό τρόπο όμοια κομμάτια του ουρανού και έδωσαν τις δικές τους ονομασίες στους αστερισμούς. Οι Σουμέριοι, στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας π.κ.ε, είναι από τους πρώτους, που ονοματίζουν τους αστερισμούς του Λέοντα, του Ταύρου και του Σκορπιού.
Πέρασε αρκετός χρόνος από τότε, μέχρι να καταλήξουμε στην σημερινή ονομασία και την επιφάνεια που καλύπτουν οι αστερισμοί. Η σημερινή διεθνής ονομασία κάθε αστερισμού προέρχεται κυρίως από πρόσωπα ή πλάσματα της ελληνικής μυθολογίας, από ζώα, αλλά και από συγκεκριμένα αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή και κυρίως στη ναυσιπλοΐα.
Γνωρίζουμε ότι ο Εύδοξος ο Κνίδιος (408 – 355 π.κ.ε), στο έργο του «Φαινόμενα και Διοσημία» όχι μόνο περιγράφει τους αστερισμούς, αλλά και δίνει οδηγίες προς τους γεωργούς, τους ποιμένες και τους ναυτικούς, για την πρακτική χρησιμοποίηση των αστερισμών.
Επίσης, ο Αλεξανδρινός ποιητής Άρατος ο Σολεύς (305 – 240 π.κ.ε), στο αστρονομικό και μετεωρολογικό επικό του ποίημα «Φαινόμενα», περιέγραψε, τους τότε γνωστούς αστερισμούς του ουρανού, καθώς και άλλα ουράνια φαινόμενα.
Αργότερα ο Έλληνας αστρονόμος Ίππαρχος ο Ρόδιος ή Ίππαρχος ο Νικεύς (περίπου 190 – 120 π.κ.ε), περιέλαβε σε έναν αναλυτικό, για την εποχή του, κατάλογο, τους αστερισμούς, με τα ονόματά τους, αλλά και με τις θέσεις των λαμπρότερων αστέρων τους.
Ο κατάλογος του Ιππάρχου διασώθηκε από τον Έλληνα φιλόσοφο, αστρονόμο και φυσικό Κλαύδιο Πτολεμαίο (108 – 168 κ.ε). Στο περίφημο σύγγραμμά του, που είναι γνωστό με τον τίτλο «Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξη» ή «Αλμαγέστη» ή απλά «Μεγίστη», ο Πτολεμαίος περιγράφει 48 αστερισμούς. Οι 12 από αυτούς ανήκουν στον ζωδιακό κύκλο, 21 στο βόρειο ημισφαίριο και 15 στο νότιο ημισφαίριο.
Από το έργο αυτό του Πτολεμαίου, το οποίο μεταφράσθηκε στην αραβική γλώσσα από αραβομαθείς βυζαντινούς την εποχή του χαλίφη της Βαγδάτης Al-Mamun (786 – 833 κ.ε), διδάχθηκαν οι Άραβες τις αστρονομικές γνώσεις και όταν επεκτάθηκαν προς τις περιοχές της Β. Αφρικής και κατέλαβαν την Ισπανία, τις μεταλαμπάδευσαν στη Δύση. Στους 48 αστερισμούς του Πτολεμαίου δεν περιλαμβάνονται όλοι οι δια γυμνού οφθαλμού αστέρες. Από τους 1028 αστέρες του καταλόγου του, περίπου το 10% δεν ανήκαν σε κανέναν αστερισμό.
Όσον αφορά την μεγάλη, γύρω από τον Νότιο πόλο του ουρανού περιοχή, λόγω του ότι δεν ανερχόταν ποτέ πάνω από τον ορίζοντα των χωρών της Μεσογείου, ήταν άγνωστη στους αρχαίους αστρονόμους. Με την εξερεύνηση των ωκεανών του νότιου ημισφαίριου από τους τότε διάσημους θαλασσοπόρους, ξεκίνησε και η προσπάθεια για την ταξινόμηση των αστέρων του νοτίου ημισφαίριου του ουρανού. Στους νέους αστερισμούς που προστέθηκαν, δόθηκαν ονόματα ως επί το πλείστον διαφόρων οργάνων που χρησιμοποιούνταν στις τέχνες και τις επιστήμες κατά τον 17° και 18° αιώνα κ.ε..
Κατά καιρούς γινόντουσαν απόπειρες μετονομασίας των αστερισμών προς τιμή διαφόρων αγίων, βασιλέων, ηγεμόνων, όπως επίσης και απόπειρες τεμαχισμού τους ή και προσθήκες νέων. Όμως τίποτε απʼ όλα αυτά δεν «επέζησε» στο χρόνο.
Από τα μέσα του 18° αιώνα, οπότε ο Γάλλος αστρονόμος Nicolas Louis de Lacaille (1713 – 1762 κ.ε) σχημάτισε 13 νέους αστερισμούς στο νότιο ημισφαίριο και διαίρεσε τον εκτεταμένο αστερισμό της Αργούς σε τέσσερις μικρότερους, την Τρόπιδα, την Πρύμνη, τα Ιστία και τον Ιστό (που αργότερα ονομάστηκε Πυξίδα), δεν προστέθηκαν έκτοτε άλλοι αστερισμοί.
Το 1922, στο Α΄ Συνέδριο της Διεθνούς Αστρονομικής Ένωσης (International Astronomical Union) (IAU), που έγινε στη Ρώμη, αναγνωρίστηκαν οι 88 αστερισμοί, καθώς και ο τρόπος ονομασίας των αστέρων ανάλογα με το φαινόμενο μέγεθός τους (m). Συγκεκριμένα, η IAU ανέθεσε στο Βέλγο αστρονόμο Eugène Joseph Delporte (1882 – 1955 κ.ε) το καθήκον να ορίσει τα ακριβή οπτικά σύνορα ανάμεσα σε όλους τους αστερισμούς. Στις επόμενες δύο συνεδριάσεις της IAU, το 1925 και το 1928 καθορίστηκαν τα ακριβή όρια και το αποτέλεσμα υιοθετήθηκε επίσημα το 1930. Η διεθνής ονομασία που δέχεται η IAU για το κάθε αστερισμό είναι η λατινική και η συντομογραφία τους αποτελείτε πάντα από τρία γράμματα [π.χ. Αστερισμός της Ασπίδας (Scutum) (συντ. Sct)].
Τα περισσότερα από τα άστρα που δημιουργούν έναν αστερισμό, δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους, ούτε βρίσκονται στο αυτό παρατηρήσιμο επίπεδο. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα απέχουν μεταξύ τους εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες έτη φωτός (ly). Έτσι αν είχαμε τη δυνατότητα να παρατηρούσαμε τον ουρανό από ένα άλλο σημείο του Γαλαξία μας, θα βλέπαμε εντελώς διαφορετικούς σχηματισμούς αστέρων (αστερισμούς).
Στο πέρασμα χιλιάδων χρόνων οι αστερισμοί έχουν αλλάξει μορφή και σχήμα και θα συνεχίζουν να αλλάζουν στο μέλλον, κάτι το οποίο οφείλεται στη διαφορετική ταχύτητα και στη διαφορετική φορά στη κίνηση, που κάνει κάθε αστέρας ενός αστερισμού.
Από τους 88 αστερισμούς που υιοθετήθηκαν από την IAU, οι 18 ανήκουν στη βόρεια σφαιρική ζώνη (βόρειο ημισφαίριο), οι 36 ανήκουν στη νότια σφαιρική ζώνη (νότιο ημισφαίριο) και οι 34 στην ισημερινή ζώνη.
Με βάση τον τόπο παρατήρησης οι αστερισμοί χωρίζονται σε αειφανείς, αμφιφανείς και αφανείς.
– Αειφανείς αστερισμοί είναι αυτοί, οι οποίοι είναι ορατοί κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας και όλο το χρόνο, δηλαδή δεν ανατέλλουν, ούτε δύουν ποτέ. Στην Ελλάδα, οι αειφανείς αστερισμοί είναι 6 και είναι οι εξής : Μεγάλη Άρκτος, Μικρή Άρκτος, Κηφέας, Κασσιόπη, Δράκοντας και Καμηλοπάρδαλη.
– Αμφιφανείς αστερισμοί είναι οι περισσότεροι από τους αστερισμούς. Έτσι ονομάζονται οι αστερισμοί, οι οποίοι ανατέλλουν και δύουν σε έναν τόπο ανάλογα με την εποχή. Δηλαδή, δεν είναι ορατοί όλη τη ημέρα αλλά ούτε όλες τις εποχές. Στην Ελλάδα, ανάλογα με την εποχή, μπορούμε να δούμε 63 αμφιφανείς αστερισμούς.
– Αφανείς αστερισμοί είναι αυτοί, που βρίσκονται πάντα κάτω από τον ορίζοντα ενός τόπου και επομένως δεν είναι ορατοί καμιά εποχή του χρόνου από τον συγκεκριμένο τόπο. Στην Ελλάδα, οι αφανείς αστερισμοί είναι αυτοί, οι οποίοι βρίσκονται κοντά στο Νότιο πόλο του ουρανού και είναι 19 στον αριθμό.
Ιδιαίτερη σημασία, από την αρχαία εποχή, δόθηκε από τους ανθρώπους στους αστερισμούς εκείνους, από τους οποίους φαινόταν να περνά κατά τη διάρκεια του έτους, το βασικότερο ουράνιο σώμα, δηλαδή ο Ήλιος.
Οι αστερισμοί που βρίσκονται κατά μήκος της εκλειπτικής ονομάζονται Ζωδιακοί Αστερισμοί ή Αστερισμοί του Ζωδιακού Κύκλου, τα γνωστά «ζώδια».
Αυτοί οι αστερισμοί, υπό το βάρος της δεισιδαιμονίας αιώνων, καταμετρήθηκαν και θεσμοθετήθηκαν ως δώδεκα (ιερός αριθμός), ενώ στην πραγματικότητα σήμερα, μαζί με τον Οφιούχο, είναι 13.
Στην ψευτοεπιστήμη της αστρολογίας, η οποία δυστυχώς, είναι αρκετά διαδεδομένη ακόμα και στην εποχή μας, υποτίθεται πως τα ζώδια επηρεάζουν τον χαρακτήρα όσων γεννήθηκαν όταν ο Ήλιος (πάντα όπως φαίνεται από τη Γη) διέρχεται από αυτά.
Γενικότερα οι αστερισμοί, στη σημερινή εποχή, έχουν μόνο πρακτικό χαρακτήρα και γενικότερα αποβλέπουν μόνο στη διευκόλυνση των αστρονόμων, στο να καθορίσουν και να ταξινομήσουν το κάθε άστρο, αλλά και άλλα ουράνια σώματα, πάνω στην ουράνια σφαίρα.
*Το παρόν, αποτελεί λήμμα από το υπό έκδοση τετράτομο έργο μου «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των Άστρων και των ουράνιων αντικειμένων».