Ευρωπαϊκή Ενωση και Ευρωπαϊκός Πολιτισμός
Ο Πολιτισμός για την ΕΕ είναι εμπόρευμα και αποκτά αξία μόνο εφόσον δημιουργεί νέες αγορές και συμβάλλει στην κερδοφορία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Αν κάποιος επιχειρούσε να χαρακτηρίσει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, όπως αυτός εξελίχτηκε ιστορικά και κοινωνικά με το πέρασμα των αιώνων, νομίζω ότι θα διαπίστωνε ότι η σχέση αυτή δεν είναι μόνο αντιφατική, αλλά, στην ουσία της, είναι σχέση εχθρική.
Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές επιλογές, η στρατηγική και οι οικονομικές επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπονομεύουν, και τις περισσότερες φορές ακυρώνουν, όλα όσα μας κληροδότησαν, ήδη από την ελληνική αρχαιότητα, οι μεγάλοι καλλιτέχνες, φιλόσοφοι και επιστήμονες. Πολλοί μπορεί, ενδεχομένως, να διαφωνήσουν με αυτήν τη διαπίστωση, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση στηρίζει τον πολιτισμό και την ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά, αφού θεσμοθετεί συνέχεια ποικίλες εκδηλώσεις, όπως εκθέσεις, βραβεία, πολιτιστικά προγράμματα, πολιτιστικές πρωτεύουσες κ.ά. Την οργάνωση, όμως, και τη διεκπεραίωση αυτών των δραστηριοτήτων την αναλαμβάνουν οικονομικοί οργανισμοί, ΜΚΟ, αλλά και μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι που δεν έχουν καμιά ουσιαστική σχέση με τον Πολιτισμό. Αντίθετα, τον διαχειρίζονται σαν να είναι εμπόρευμα προς πώληση, το οποίο τότε μόνο έχει αξία, όταν είναι κερδοφόρο. Διοργανώνουν λοιπόν εκδηλώσεις, οι οποίες, πέρα από τη θυμηδία που προκαλούν, αποκαλύπτουν και τη λογική των διοργανωτών τους, που δεν είναι άλλη από τη λογική των μεγάλων διαφημιστικών εταιρειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το περίφημο εκείνο τρένο στο οποίο επιβιβάστηκαν πάνω από εκατό Ευρωπαίοι συγγραφείς και διένυσαν 7.500 χιλιόμετρα της ευρωπαϊκής επικράτειας, κατεβαίνοντας σε ενδιάμεσους σταθμούς για να διαβάσουν αποσπάσματα από το έργο τους.1
Εξάλλου, αν κάποιος διαβάσει τα κείμενα που αφορούν τις δράσεις της ΕΕ για τον Πολιτισμό, ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, θα διαπιστώσει ότι οι δράσεις αυτές εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της οικονομικής και πολιτικής ισχυροποίησης του κεφαλαίου απέναντι στους ανταγωνιστές του, όπως είναι οι ΗΠΑ, και ενάντια στην εργατική τάξη της Ευρώπης. Κεντρικός στόχος τους είναι να δημιουργηθεί μια ενοποιημένη ευρωπαϊκή συνείδηση, η περίφημη «ευρωπαϊκή ιδέα», ώστε να πετύχουν, με αυτόν τον τρόπο, την ταξική ειρήνη, προβάλλοντας κάλπικα ιδεώδη περί δήθεν ισότητας, δημοκρατίας και άλλα παρόμοια. Επίσης, στα κείμενα που αφορούν τον Πολιτισμό, η κατάχρηση των όρων «επιχειρηματικότητα», «ανταγωνιστικότητα», «διαχείριση», «εξουσία και επιρροή», από τη μια και η σύνδεση του Πολιτισμού με την καπιταλιστική ανάπτυξη, από την άλλη, φανερώνουν ότι η ΕΕ χρησιμοποιεί τον Πολιτισμό σαν ένα ακόμη εργαλείο για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Ο τρόπος, για παράδειγμα, με τον οποίο διατυπώνονται οι στόχοι του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη 2014 – 2020» δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια για αμφιβολίες και αμφισβητήσεις. Το πρόγραμμα, σύμφωνα με τους συντάκτες του, επιδιώκει, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω:2(…)
–Διασφαλίζει και προωθεί την πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία και ενισχύει τον πολιτιστικό πλούτο της Ευρώπης.
–Συμβάλλει στους στόχους της Ευρώπης, για ευφυή, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομική ανάπτυξη.
–Βοηθά τους πολιτιστικούς και δημιουργικούς τομείς να προσαρμοστούν στην ψηφιακή εποχή και στην παγκοσμιοποίηση.
–Δημιουργεί νέες διεθνείς ευκαιρίες, αγορές και ακροατήρια (…)
Οσον αφορά τον πρώτο στόχο, ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνεται, είναι εντελώς υποκριτικός. Αναρωτιόμαστε ποιας Ευρώπης ο πολιτιστικός πλούτος διαφυλάσσεται και προωθείται. Πού εντάσσεται, αλήθεια, ο ρωσικός πολιτισμός; Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μας πει κάποιος σε ποιον λογοτεχνικό κανόνα ανήκουν οι μεγάλοι Ρώσοι κλασικοί συγγραφείς; Τα θεατρικά έργα του Τσέχοφ ανεβαίνουν συνέχεια στις θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές των μεγάλων μυθιστορημάτων του Τολστόι, όπως «Πόλεμος και Ειρήνη» και «Αννα Καρένινα», δεν σταματούν. Ωστόσο, οι επιφορτισμένοι με την προώθηση και τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού γραφειοκράτες της ΕΕ εξαιρούν από τον πολιτισμό αυτόν, από πολιτική και ιδεολογική σκοπιμότητα, μια από τις σημαντικότερες εκφάνσεις του, τη ρωσική πολιτιστική παραγωγή. Και όχι μόνο αυτό. Αποκλείουν, ή ακόμη χειρότερα παραχαράσσουν, τη σοβιετική λογοτεχνική παραγωγή. Τρανταχτό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Μαγιακόφσκι: Επειδή είναι δύσκολο να παραβλέψουν τη μεγάλη συμβολή του ποιητικού του έργου στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πρωτοποριακής ποίησης, τον παρουσιάζουν σαν δήθεν θύμα της λαϊκής κυβέρνησης των Σοβιέτ.
Αν πάλι προσέξουμε τη διατύπωση του δεύτερου και του τρίτου στόχου, νομίζω ότι όλοι θα πρέπει να ανησυχήσουμε. Τι είδους Τέχνη είναι αυτή που θα πρέπει να συμβάλει στην «ευφυή» (!) οικονομική ανάπτυξη και να προσαρμοστεί στην παγκοσμιοποίηση και την ψηφιακή εποχή με τη βοήθεια (!) της ΕΕ; Πού βρίσκεται αλήθεια η ελευθερία της Τέχνης, για την οποία κόπτεται η αστική διανόηση; Μια Τέχνη που πρέπει να προσαρμοστεί, και μάλιστα με τη βοήθεια γραφειοκρατικών μηχανισμών, στις πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις της ΕΕ, δεν είναι Τέχνη, αλλά πολιτιστικό έκτρωμα. Εξάλλου, ο φαρισαϊσμός και η υποκρισία αποκαλύπτονται, χωρίς αιδώ, στο τέλος. Ο Πολιτισμός για την ΕΕ είναι εμπόρευμα και αποκτά αξία μόνο εφόσον δημιουργεί νέες αγορές και συμβάλλει στην κερδοφορία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Οι αντιφάσεις, όμως, δεν σταματούν εδώ. Η ΕΕ, παρά τις φιλολαϊκές διακηρύξεις της και την υποτιθέμενη πίστη της στις δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αξίες, υπήρξε, από τότε που ιδρύθηκε, μια ιμπεριαλιστική συμμαχία κρατών, η οποία είχε ως στόχο τη στήριξη και την ανάπτυξη του μεγάλου κεφαλαίου, μέσα από την οικονομική και πνευματική εκμετάλλευση των λαών της Ευρώπης. Εδώ, νομίζω, βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος. Υπάρχει, άραγε, κάποια σχέση ανάμεσα σ’ αυτήν την αντιλαϊκή συμμαχία και την ουσία του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού; Αν λάβουμε υπόψη μας, για παράδειγμα, την εξέλιξη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, από τα Ομηρικά έπη μέχρι την αρχαία ελληνική τραγωδία, από τον Βιργίλιο μέχρι τη βυζαντινή υμνογραφία, από τα ιπποτικά τραγούδια του Μεσαίωνα μέχρι τον Δάντη, από τον Σαίξπηρ μέχρι το μεγάλο ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και αν προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα, έως τους Ευρωπαίους μοντερνιστές του 20ού αιώνα, τότε η απάντησή μας στο ερώτημα είναι απερίφραστα όχι.
Ο Σαίξπηρ στα μεγάλα ιστορικά του δράματα διαπιστώνει χωρίς αυταπάτες τον αδυσώπητο νόμο της Ιστορίας: Το παλιό σαπίζει και πεθαίνει, για να δώσει τη θέση του στο καινούργιο. Διαπιστώνει ότι ο βασιλιάς δεν είναι πια ελέω Θεού και «απογυμνώνει (…) τον μηχανισμό της εξουσίας κατά τρόπο άμεσο, χωρίς να προσφεύγει σε μύθους ή σε υπεκφυγές. Εκθρονίζει τη βασιλική μεγαλειότητα, την απογυμνώνει από κάθε αυταπάτη».3 Ο Θερβάντες, με όπλο την πικρή σάτιρα, δεν διστάζει να γελοιοποιήσει τις αξίες του φεουδαρχικού κόσμου που βρισκόταν στη δύση του. Ο Μολιέρος καυτηριάζει χωρίς οίκτο τις συνήθειες και τη ζωή της ανερχόμενης αστικής τάξης. Κατακεραυνώνει τη βλακεία και την υποκρισία, το κακό γούστο και την αλαζονεία, τον τυχοδιωκτισμό και το ατομικό βόλεμα. Ο Μπαλζάκ με την «Ανθρώπινη Κωμωδία» του καταγράφει, πηγαίνοντας κόντρα στις πολιτικές του πεποιθήσεις, τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις της αστικής κοινωνίας της εποχής του. Οπως επισημαίνει ο Ενγκελς, «ποτέ η σάτιρά του δεν είναι πιο κοφτερή και τόσο πικρή η ειρωνεία του, όπως όταν περιγράφει τους άντρες και τις γυναίκες που συμπαθεί περισσότερο, δηλαδή τους ευγενείς. Κι οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους μιλάει πάντα με ανυπόκριτο θαυμασμό είναι ακριβώς οι πολιτικοί του αντίπαλοι, (…), οι άνθρωποι που εκείνη την εποχή (από το 1830 έως το 1836) ήταν οι πραγματικοί εκπρόσωποι των λαϊκών μαζών».4 Ο Ντίκενς, από την άλλη, καταγράφει με ρεαλισμό την κατάσταση του αγγλικού προλεταριάτου και ξεσκεπάζει την απανθρωπιά του καπιταλισμού. Κι αν προχωρήσουμε πιο πέρα, στον 20ό αιώνα, διαπιστώνουμε ότι οι Ευρωπαίοι μοντερνιστές, από τον Προυστ μέχρι τον Τζόις και τον Ελιοτ, απορρίπτουν, μέσα από την οπτική βέβαια του αστού, με το έργο τους, την αστική ηθική και την καπιταλιστική κοινωνία.
Τα παραδείγματα που ανέφερα είναι ενδεικτικά, γιατί η περιδιάβαση στα μονοπάτια της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας δεν τελειώνει εύκολα. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε ότι το νόημα και η ουσία της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής κληρονομιάς, αλλά και της Τέχνης γενικότερα, βρίσκονται στον αντίποδα της πολιτικής που ασκούν όσοι, μέχρι σήμερα, διαφεντεύουν τη ζωή των λαών της Ευρώπης, και όχι μόνο αυτής. Μπορεί να διοργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις, μπορεί να θεσπίζουν λογοτεχνικά βραβεία, μπορεί να αναγγέλλουν πολιτιστικά προγράμματα, αυτό όμως που στην πραγματικότητα επιδιώκουν είναι να χειραγωγήσουν ιδεολογικά τη λαϊκή συνείδηση, ώστε να μπορούν ευκολότερα να συγκαλύψουν τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια.
Η συγκεκριμένη πολιτική, σε όλες τις εκδοχές και τις εκφάνσεις της, φανερώνει βαθιά άγνοια της ιστορικής νομοτέλειας, άγνοια η οποία αναπόφευκτα οδηγεί στην ύβρη και η ύβρη με τη σειρά της «φυτεύει τύραννον».5 Πρόκειται για μια ολέθρια αλυσίδα, η οποία, όμως, δεν είναι άθραυστη. Και αν δεν το καταλαβαίνουν όλοι αυτοί που νομίζουν ότι μπορούν αιώνια να κρατούν τους λαούς υποταγμένους στη θέλησή τους, δεν έχουν παρά να διαβάσουν προσεκτικά τον Β. Ουγκώ, ο οποίος εξηγεί γιατί η αλυσίδα κάποτε θα σπάσει: «(…) ο ένας», γράφει, «μάχεται για ένα ιδανικό και ο άλλος για τις προλήψεις του. Ο ένας ίπταται, ο άλλος έρπει. Ο ένας μάχεται για την ανθρωπότητα, ο άλλος για τη μοναξιά του. Ο ένας θέλει την ελευθερία, ο άλλος θέλει την απομόνωση. Ο ένας υπερασπίζεται την κομμούνα, ο άλλος την ενορία. (…) Ο ένας παλεύει με βάραθρα, ο άλλος με χαντάκια. Ο ένας είναι άνθρωπος της καταιγίδας και της φουρτούνας, ο άλλος είναι άνθρωπος των βαλτόνερων από τα οποία βγαίνει μόνο πυρετός. Ο ένας έχει επάνω από το κεφάλι του το γαλάζιο του ουρανού, ο άλλος την ομίχλη. Ο ένας βρίσκεται στην κορυφή, ο άλλος στη σκιά».6
Το μέλλον της ανθρωπότητας δεν βρίσκεται στη σκιά και την ομίχλη, αλλά στην κορυφή και στο γαλάζιο του ουρανού. Σ’ αυτήν την αρχή, τελικά, θεμελιώνεται το ουσιαστικό νόημα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Σημειώσεις:
1. Martin Travers, «Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, από το ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο», μτφ. Ιωάννα Ναούμ – Μαρία Παπαηλιάδη, επιστημονική επιμέλεια – εισαγωγή Τάκης Καγιαλής, «Βιβλιόραμα», Αθήνα 2005, σ. 22-23
2. www.ypes.gr/UsersFiles/Off9297-f516-4off-a70e-eggr29751-28092016pdf
3. Γιάν Κοττ, «Σαίξπηρ ο σύγχρονός μας», πρόλογος Πίτερ Μπρουκ, «Ηριδανός», Αθήνα 1970, σ. 61
4. F. Engels στην M. Harkness (αρχές Απρίλη 1838)
5. Σοφοκλέους, Οιδίπους Τύραννος, στ. 873
6. Β. Ουγκώ, «1793», «Σύγχρονη Εποχή», σ. 249
Διδάκτορας Φιλολογίας, μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων