Η γιαγιά μου…
Σε εμένα η γιαγιά έβλεπε τον αδικοχαμένο της γιο, που δεν πρόλαβε να τον δει να μεγαλώνει και να γερνάει όπως εκείνη τον ήθελε. Και μου είχε αδυναμία… Είμαι πολύ τυχερός που μου είχε αδυναμία η κυρα-Στάσα. Αν υπήρχε θεός, θα τον φχαριστούσα που είμαι τόσο κωλόφαρδος.
Είναι μεγάλο πράγμα να μπορείς να κρίνεις αντικειμενικά έναν άνθρωπο. Πόσο μάλλον, τον άνθρωπο που σε μεγάλωσε.
Μεγάλωσα με τους παππούδες μου. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν μικρός, και δούλευαν και οι δύο, οπότε χάρη στην παλιομοδίτικη ελληνική μικρογραφία της κοινωνίας που λέγεται Πέραμα, εγώ και ο αδερφός μου ανατραφήκαμε από την κυρα-Στάσα και τη “γειτονιά”. Η γιαγιά δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Το αντίθετο θα έλεγα. 3 χρόνια πριν γεννηθώ εγώ είχε χάσει τον μεγάλο της γιο, τον Πέτρο, του οποίου το όνομα φορτώθηκα. Ένα παλικάρι “2 μέτρα” (1,92), που “έπιανε την πέτρα και την έστιβε και έβγαζε ζουμί” (οικοδόμος, στη διοίκηση του συνδικάτου και της ομοσπονδίας), πανέξυπνος (είχε περάσει ΑΣΟΕ, αλλά πήρε το πτυχίο με κλεψιά, αφού έδωσε μαθηματικά για αυτόν ο αδερφός του, που μοιάζανε εξωτερικά) και αγωνιστής από τους λίγους (αυτό είναι αλήθεια και εξακριβωμένο).
Ήταν μεγάλη μου τύχη που, πέρα από το όνομα, έχω κληρονομήσει και το σουλούπι και τα φυσικά του μπάρμπα μου του Πέτρου, που δεν πρόλαβα να γνωρίσω. Γιατί σε εμένα η γιαγιά έβλεπε τον αδικοχαμένο της γιο, που δεν πρόλαβε να τον δει να μεγαλώνει και να γερνάει όπως εκείνη τον ήθελε. Και μου είχε αδυναμία…
Είμαι πολύ τυχερός που μου είχε αδυναμία η κυρα-Στάσα. Αν υπήρχε θεός, θα τον φχαριστούσα που είμαι τόσο κωλόφαρδος. Γιατί άμα δεν σου είχε αδυναμία η κυρα-Στάσα, την είχες γαμήσει από χέρι. Η οργή της κυρα-Στάσας ήταν μέσα στις 5-6 χειρότερες εμπειρίες που μπορεί να πάθει άνθρωπος. Ήταν κάτι ανάμεσα στο “να πέσει πυρηνική βόμβα στο κεφάλι σου” και το “να σου φάνε τα χέρια και τα πόδια κανίβαλοι και, ενώ έχεις ακόμα τις αισθήσεις σου, να πετάξουν ότι έμεινε σε ενεργό ηφαίστειο”. Ίσως να είναι μαλακία που το γράφω έτσι ωμά, αλλά η γιαγιά μου κανονικά θα έπρεπε να είναι μια σκατόψυχη χριστιανοδημοκράτισσα. Και, λογικά, ο λόγος που δεν κατέληξε έτσι, ήταν ο παππούς μου. Ο παππούς μου, και οι εμπειρίες που απέκτησε δίπλα του και εξ αιτίας του.
Δεν κατάφερε ποτέ να την βάλει σε καλούπι ο παππούς, παρόλο που ήταν καλουπατζής στην ειδικότητα (οικοδόμος και αυτός). Δεν κατάφερε ποτέ να την οργανώσει στο κόμμα, ούτε να την κάνει να αποβάλει τις παράλογες “θρησκειότητες” που την εξωθούσαν να ξεματιάζει μανιωδώς και αστραπιαία όποιον έβλεπε να χασμουριέται. Αλλά κατάφερε να την κάνει να αντιληφθεί πώς λειτουργεί ο κόσμος αυτός εδώ, που ζούμε τώρα. Συνέχιζε να πιστεύει τις μαλακίες τις αναπόδειχτες για το “μετά”, αλλά για το τώρα, για όσα μας παίρνει να κάνουμε στο σύντομο χρονικό διάστημα που προλαβαίνουμε να περάσουμε πάνω σε αυτό τον πλανήτη, η κυρα-Στάσα δεν είχε προηγούμενο.
Κατ’ αρχάς, δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος που γνώρισε την κυρα-Στάσα και δεν πήρε τουλάχιστον 3-4 κιλά κατά τη γνωριμία τους. Μαγείρευε συνεχώς, και τάιζε συνεχώς, όποιον περνούσε από την πόρτα της, και 4-5 περιφερειακούς που δεν την περνούσαμε.
Επιβίωσε σαν μικρό παιδί από μια κατοχή που την ορφάνεψε, τρώγοντας πορτοκαλόφλουδες από τα σκουπίδια και κλέβοντας κονσέρβες και φρούτα για τα μικρότερα αδέρφια της.
Επιβίωσε από έναν εμφύλιο πόλεμο και την δύσκολη μετεμφυλιακή Ελλάδα ως αρραβωνιαστικιά και γυναίκα στιγματισμένου κομμουνιστή, σε νεόχτιστη παράγκα, που “κάθε λίγο και λιγάκι τη γκρεμίζανε οι χωροφυλάκοι”.
Επιβίωσε και αυτή και τα παιδιά της από μια χούντα, που για διάστημα αυτής, είχε άντρα εξόριστο και παιδιά σε εφηβική ηλικία. Δεν ξέρω βέβαια τί είναι πιο τρομακτικό από τα δύο, και αδυνατώ να φανταστώ την υπερπροσπάθεια που χρειάζονται αυτές οι δύο τρομακτικές εμπειρίες για να αντιμετωπιστούν, όταν σου συμβαίνουν ταυτόχρονα (να είσαι χριστιανοκομμουνίστρια επί χούντας ΚΑΙ να μεγαλώνεις εφήβους).
Μπορεί να μην ήταν μέλος του κόμματος για μεγάλο χρονικό διάστημα (οργανώθηκε για λίγο μετά τον θάνατο του γιου της, αλλά μετέπειτα σταμάτησε να συμμετέχει ενεργά στις κομματικές διαδικασίες, αν και παρέμεινε “φιλοκομματική”), αλλά έχει 2 τιμητικές πλακέτες από το κόμμα, από τις οικονομικές εξορμήσεις για το “Σπίτι του Λαού” επί μεταπολίτευσης και μετέπειτα για το κτίριο της ΚΟΠ. Φήμες ότι έκοψε κουπόνια οικονομικής ενίσχυσης από τον παπά στον Άη Νικόλα, για να μην ρουφιανέψει τα κερατιάτικά του στην παπαδιά, ελέγχονται ως αναληθείς.
Νίκησε τα μαθηματικά και τις οικονομικές επιστήμες. Γυναίκα οικοδόμου (κομμουνιστή, στιγματισμένου όπως προείπα) που τις καλές εποχές της οικοδομής έκανε 7-10 μεροκάματα το μήνα, και τις δύσκολες εποχές ζήτημα να έκανε 2-3, κι όμως, κατάφερνε πάντα να έχει “τα ντουλάπια γεμάτα”, και “το ψυγείο γεμάτο”, καθώς και τις κοιλιές τεσσάρων παιδιών, αφού μεγάλωνε και τον ένα ανιψιό της, ταυτόχρονα με τα 3 δικά της παιδιά, για 10 χρόνια περίπου, όταν η αδερφή της είχε φύγει μετανάστρια στη Γερμανία. Προσπαθήστε εσείς να ταΐσετε τους εαυτούς σας και άλλους 5 για μήνες με 3-4 μεροκάματα το μήνα, να δω αν θα τα καταφέρετε λίγο.
Έχασε ένα παιδί και είδε 3 δισέγγονα. Έζησε στο απόλυτο, όλο το φάσμα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Και χαμένα που τα είχε στα τελευταία της, αγωνιζότανε.
Είχε καταπέσει από τον Νοέμβρη, αλλά για να καταφέρει να την πάρει ο χάρος φτάσαμε στις 31 του Ιούλη που μας πέρασε.
Η γιαγιά μου πέθανε.
Σειρά μας τώρα να αγωνιστούμε, μπας και καταφέρουμε να ζήσουμε ένα μικρό κλάσμα από όσα έζησε εκείνη.