Η πραγματική έκταση της φτώχειας στην Ελλάδα
Του Θανάση Μανιάτη
Καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, σε «κίνδυνο φτώχειας» (άτομα που ζουν σε νοικοκυριά των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος) βρισκόταν το 18,9% του πληθυσμού (από 18,8% το 2021), σε «υλική και κοινωνική στέρηση» (στερούνταν κατά δήλωσή τους τουλάχιστον 7 από μια λίστα 13 αγαθών και υπηρεσιών) το 13,5% του πληθυσμού (από 13,9% το 2021), σε «χαμηλή ένταση εργασίας» (δηλαδή με μικρότερη απασχόληση τον τελευταίο χρόνο από τη συνηθισμένη) 8,3% του πληθυσμού (από 9,5% το 2021), ενώ 26,1% του πληθυσμού (από 26,3% το 2021) ανήκαν σε τουλάχιστον μια από τις τρεις παραπάνω κατηγορίες, και έτσι ταξινομήθηκαν στον συνολικό πληθυσμό που βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Δύο είναι τα βασικά προβλήματα με αυτές τις μετρήσεις. Πρώτον, ο «κίνδυνος φτώχειας» στον οποίο παραδοσιακά δίνεται έμφαση, σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει την πραγματική έκταση της (απόλυτης) φτώχειας, δηλαδή της φτώχειας καθαυτής, και δεύτερον, οι άλλες δύο κατηγορίες που έχουν εισαχθεί σχετικά πρόσφατα για να προσθέσουν περισσότερο ρεαλισμό στην αποτύπωση του φαινομένου του «κοινωνικού αποκλεισμού» είναι ασύμβατες τόσο μεταξύ τους όσο και με το φαινόμενο της εισοδηματικής ανισότητας που εκφράζει ο «κίνδυνος φτώχειας», προσθέτοντας έτσι τρεις ανόμοιες κατηγορίες (εισοδηματική ανισότητα, υλική στέρηση, υποαπασχόληση), συσκοτίζοντας τη συνολική εικόνα και εμποδίζοντας ουσιαστικά την αντιμετώπιση και των τριών φαινομένων.
Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος φτώχειας που εκτιμάται δεν έχει να κάνει με την απόλυτη φτώχεια, δηλαδή τη συστηματική αδυναμία ενός ατόμου ή νοικοκυριού να εξασφαλίσει τα απαραίτητα προς το ζην σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον, αλλά με τη σχετική φτώχεια, δηλαδή με τον βαθμό διασποράς των εισοδημάτων των νοικοκυριών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη καθόλου το επίπεδο τιμών και το τι μπορούν να αγοράσουν ιδίως τα χαμηλά, αλλά ακόμη και τα μεσαία εισοδήματα.
Αντίθετα βέβαια από τους περισσότερους σχολιαστές, η ίδια η ΕΛΣΤΑΤ έχει πλήρη επίγνωση του τι μετράει (σχετική φτώχεια) και τι όχι (απόλυτη φτώχεια). Χαρακτηριστικά, στην έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ διαβάζουμε στο μεθοδολογικό της παράρτημα ότι «η γραμμή φτώχειας (το κατώφλι της φτώχειας) υπολογίζεται με τη σχετική έννοια (φτωχός σε σχέση με τους άλλους) και ορίζεται στο 60% του διάμεσου ισοδύναμου συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού, με βάση την τροποποιημένη κλίμακα ισοδυναμίας του ΟΟΣΑ, διαφοροποιούμενη από την έννοια του κινδύνου της απόλυτης φτώχειας (ο φτωχός που στερείται βασικών μέσων επιβίωσης)».
Ομως, στην ελληνική οικονομία και κοινωνία των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, με τη δραματική μείωση των ονομαστικών εισοδημάτων μεγάλου τμήματος του πληθυσμού και τη γενικευμένη ακρίβεια που διακρίνει πλέον τα βασικά μέσα διαβίωσης, έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία και έκταση η απόλυτη φτώχεια (που ενώ είναι πολύ πιο επώδυνη, ελάχιστα διερευνάται απουσιάζοντας εντελώς από τις επίσημες στατιστικές) και αντίθετα πολύ λιγότερη χρησιμότητα έχει η σχετική φτώχεια, δηλαδή ο βαθμός ανισοκατανομής των ονομαστικών εισοδημάτων και μόνο.
Οπως επισημαίνει ο «Ριζοσπάστης» (4/4/2024 σ. 3) σχολιάζοντας τα κατώφλια φτώχειας που προκύπτουν από τον παραπάνω ορισμό της σχετικής φτώχειας: «Τι σημαίνει όμως “φτωχό” και “μη φτωχό” νοικοκυριό; (…) Tο κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.030 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό (502,5 ευρώ τον μήνα) και σε 12.663 ευρώ ετησίως (1.055,25 ευρώ τον μήνα) για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών. Κάτω ή ίσο με αυτό το εξευτελιστικό όριο ένα νοικοκυριό θεωρείται φτωχό και πάνω από αυτό “μη φτωχό”! Και μόνο από αυτά τα στοιχεία είναι προφανές ότι μιλάμε για νοικοκυριά που βρίσκονται σε τεράστια αδυναμία, ακόμα κι αν θεωρούνται “μη φτωχά”…».
Για την εμπειρική προσέγγιση της έννοιας της απόλυτης φτώχειας, δηλαδή τον ποσοτικό προσδιορισμό του κατωφλιού/ορίου της, θεωρούμε ότι αυτό ισούται με το τμήμα εκείνο της αξίας της εργασιακής δύναμης (σε όρους αξιών χρήσης και ανάλογης χρηματικής αξίας) που αντιστοιχεί στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο διαβίωσης επαυξημένο κατά ένα μόνο τμήμα του «ηθικού και ιστορικού» στοιχείου (του άλλου συστατικού της αξίας της εργασιακής δύναμης, το οποίο έχει μεταβλητή φύση ανάλογα με τα γενικότερα οικονομικά δεδομένα και τη σχετική δύναμη κεφαλαίου – εργασίας, έχοντας μειωθεί δραματικά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στην ελληνική οικονομία). Αυτές οι αξίες χρήσης καλύπτουν τις απολύτως απαραίτητες βασικές κατηγορίες αναγκών ενός τύπου νοικοκυριού (από μονομελές μέχρι και πενταμελές), όπως στέγαση (με 36% του συνόλου των νοικοκυριών να επιβαρύνονται με ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο), διατροφή, ένδυση, υπόδηση, θέρμανση, μεταφορές, επικοινωνίες, Υγεία, Εκπαίδευση κ.ά. Πολλαπλασιάζοντας την τιμή κάθε μονάδας για κάθε χρονική περίοδο (έτος), βρίσκουμε το χρηματικό όριο ή κατώφλι φτώχειας κάτω από το οποίο τα μέλη του αντίστοιχου νοικοκυριού κατατάσσονται στον φτωχό πληθυσμό.
Αυτή η πρώτη προσέγγιση του κόστους ζωής, που συγκεκριμενοποιεί τη συζήτηση περί βιοτικού επιπέδου και φτώχειας, δίνει τα κατώφλια φτώχειας για τα διάφορα είδη νοικοκυριών που παρουσιάζονται στον Πίνακα και είναι στην κρίση του καθενός να εκτιμήσει αν αυτά τα χρηματικά μεγέθη επαρκούν για την εξασφάλιση ενός κατ’ ελάχιστο αποδεκτού ή αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου. Η προσέγγιση είναι ηθελημένα μινιμαλιστική ως προς το κόστος ζωής, έτσι ώστε να φανεί καθαρά το πρόβλημα της ανεπάρκειας των πραγματικών πόρων για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Η λεπτομερής καταγραφή και τιμολόγηση των απολύτως απαραίτητων αξιών χρήσης για την ομαλή αναπαραγωγή κάθε τύπου νοικοκυριού έχει γίνει για το έτος 2022. Για το 2021, το κατώφλι για κάθε τύπο νοικοκυριού είναι μικρότερο κατά 9,6%, δηλαδή κατά τον ρυθμό πληθωρισμού του 2022. Η σύγκριση κάθε ορίου/κατωφλιού φτώχειας έχει γίνει με τα αντίστοιχα εισοδήματα της Ερευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών για το 2021 και 2022. Παρά την ηθελημένα περιοριστική προσέγγιση του κόστους ζωής, το ποσοστό απόλυτης φτώχειας για το 2022 ανέρχεται στο 27,9% του πληθυσμού (δηλαδή 50% μεγαλύτερο από το ποσοστό σχετικής φτώχειας για το ίδιο έτος), αυξημένο σε σχέση με το 2021, όταν καταγράφηκε στο 27,2%.
Αυτή η κατάσταση θέτει συγκεκριμένα καθήκοντα για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Η αύξηση της οργάνωσης και η όξυνση της πάλης τους απέναντι σε ένα σύστημα που (με εναλλασσόμενες κυβερνήσεις) γεννά τη φτωχοποίησή τους προς όφελος του κεφαλαίου αποτελεί απαραίτητο όρο τόσο για την απόσπαση κατακτήσεων όσο και (πράγμα ακόμα πιο σημαντικό, με δεδομένο τον βαθμό καταβαράθρωσης και τη συνεχή απειλή του βιοτικού επιπέδου τους) τη συνολική αμφισβήτηση του καπιταλισμού. Μόνο στη σοσιαλιστική/κομμουνιστική κοινωνία μπορούν οι παραγωγοί του πλούτου να απολαμβάνουν και να διαχειρίζονται τον πλούτο με κριτήριο τις εκάστοτε σύγχρονες ανάγκες τους.
Θανάσης Μανιάτης
Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Αναδημοσιεύεται από τον σημερινό Ριζοσπάστη