“Ίσαμε την ώρα που φύγαμε, ετσούγκριζα το ποτήρι μου με τον Μουσταφά, τον Πακιστανό, τον Ξένο, τον Άνθρωπο.”

Μια ιστορία πραγματικής κρητικής λεβεντιάς και φιλοξενίας, μακριά από το εμπορευματοποιημένο τουριστικό φολκλόρ.

Μια ιστορία πραγματικής κρητικής λεβεντιάς και φιλοξενίας, μακριά από το εμπορευματοποιημένο τουριστικό φολκλόρ, από τον τοίχο του Ηρακλειώτη συγγραφέα Μιχάλη Στρατάκη:

Ξερά κουκιά, μισιριωτάκια καλόψητα, με τοματοπολτό που είχε φτιάξει μοναχή της και κρομύδι λασιθιώτικο που σου ‘φερνε δάκρυα στα μάθια, μου ‘φερε η κυρά Χαρούλα μεζέ για τη ρακή, στο ντουκιάνι (σ.σ καφενείο) της στον Άη Γιώργη του Οροπεδίου.

Μα την Παναγία, δεν ήθελα να τα καταπιώ, μόνο τα κράτουνα στη μπούκα (σ.σ στο στόμα) μου όσο περσσότερο εμπόρουνα, για να μη τελειώσει η μαγεία τούτου του φαγητού που με μεγάλωσε.
Όλοι εμείς καθόμασταν γύρω από την ξυλόσομπα και κάναμε μουχαμπέτι (σ.σ κουβεντολόι), όταν εμπήκε στον καφενέ ένας νεαρός μετανάστης, μαυριδερός.


Έκατσε πίσω και μακρυά από εμάς, αμοναχός του, με σκυμένη την κεφαλή και τα μάθια του δεν εξεκολούσανε από το τραπέζι ομπρός του.
”Κέρασε τονε” είπα στην κυρά Χαρούλα.


Σα να μου φάνηκε πως ένας παγωμένος αέρας επέρασε απάνω από τις κεφαλές όσων καθότανε γύρω από τη σόμπα.
Εντάκαρα (σ.σ. άρχισα) να μιλώ, προσπαθώντας να διώξω αυτόν τον αέρα όξω από το ντουκιάνι.
Πιάστηκα από τα όσα εκουβεντιάζαμε προτύτερα για τους αθρώπους που ζούνε αμοναχοί και είπα τούτη την κουβέντα:


”Άμα είσαι αμοναχός σου, εσύ κι ο απατός (σ.σ εαυτός) σου, ετούτη η μοναξά παλεύεται. Η μοναξά που δεν παλεύεται και σε σακατεύει, είναι να ‘σαι ολομόναχος και να θωρείς δίπλα σου αθρώπους να κάνουνε παρέα και να γελούνε ευτυχισμένοι, δίχως να σου δίνουνε σημασία. Αυτή δεν είναι μοναξά, είναι μαρτύριο”.


Αιστάνθηκα πως εκάηκε ο παγωμένος αέρας, μαζί με τα λιόκλαδα στη σόμπα.
Εφώναξα τον κακομοίρη τον ξένο να κάτσει σιμά μου.
Ίσαμε να ‘ρθει, επεράσανε λίγα δευτερόλεπτα, μα ήσανε αρκετά για ν’ αντιληφτώ πως με την κουβέντα μου είχα ανάψει φωθιές σε ψυχές, φωθιές που εζεσταίνανε, μα δεν εκαίγανε.


Εφώναξα τον κακομοίρη τον ξένο να κάτσει σιμά μου.
Ίσαμε να ‘ρθει, επεράσανε λίγα δευτερόλεπτα, μα ήσανε αρκετά για ν’ αντιληφτώ πως με την κουβέντα μου είχα ανάψει φωθιές σε ψυχές, φωθιές που εζεσταίνανε, μα δεν εκαίγανε.
Ίσαμε την ώρα που φύγαμε, ετσούγκριζα το ποτήρι μου με τον Μουσταφά, τον Πακιστανό, τον Ξένο, τον Άνθρωπο.
Τον σαν κι εμένα, τον σαν και όλους μας.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: