Καλωσόρισες…

Τώρα δεν φοβάσαι τίποτα. Τι άλλο μπορεί να σου συμβεί; Παίρνεις δύναμη από ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά μια όμορφη κουβέντα. Δεν αρκούν. Αλλά κάτι είναι κι αυτά. Μια μέρα μετά από χρόνια θα τα θυμάσαι και θα χαμογελάς. Καλωσόρισες…

Φαντάσου, λέει, να είσαι κορίτσι 16 ετών. Να κατάγεσαι από το Αφγανιστάν. Τα σχιστά σου μάτια θυμίζουν Ασία και προδίδουν τη φυλή σου. Να θέλουν να σε παντρέψουν στα 12 με έναν 45άρη που δεν έχεις δει ποτέ γιατί υποσχέθηκε να δώσει ένα χωραφάκι στον πατέρα σου. Να μην ξέρεις να γράφεις το όνομά σου γιατί δεν πήγες ποτέ στο σχολείο. Τι να το κάνεις, κορίτσι πράμα;

Να έχεις γεννηθεί στον πόλεμο. Ταυτότητα δεν έχεις. Το χωριό σου έχει ερημώσει. Οι μισοί σκοτώθηκαν σε κάποια μάχη. Οι άλλοι έφυγαν μια νύχτα. Για το Ιράν, το Πακιστάν, την Τουρκία, την Ελλάδα, τη Γερμανία. Είδες διαμελισμένο το πτώμα το 7χρονου αδερφού σου. Τη μάνα σου στα 35 να φαίνεται γριά. Ζήτησες βοήθεια αλλά κανείς δεν μπορούσε να σε βοηθήσει. Τα παράτησες. Όπως όταν σε βίασαν, όπως όταν σου είπαν ότι δεν θα βγαίνεις μόνη σου από το σπίτι. Γυναίκα είσαι. Θα μαγειρεύεις, θα καθαρίζεις, θα υπακούς τον άντρα σου, θα κοιτάς χαμηλά, δεν θα ρωτάς πολλά, θα γεννήσεις πολλά παιδιά.

Και όταν αποφάσισες να φύγεις από τη φρίκη και το θάνατό, πούλησες το μόνο κόσμημα που είχες. Βρήκες διακινητή, πέρασες τα σημεία ελέγχου, απέφυγες τις νάρκες και τους Ταλιμπάν. Διέσχισες τα σύνορα και έφτασες στο Ιράν. Πεινασμένη, βρώμικη, κουρασμένη. Περπάτησες ατελείωτα. Σε βίασαν. Και μετά ξανά. Και δεν μπορούσες να μιλήσεις. Σε ποιον; Τι να πεις; Γυναίκα είσαι. Ακόμα κι αν υπήρχε ένα αυτί πρόθυμο να ακούσει είχε κι αυτό τα δικά του βάσανα. Στο Ιράν φτώχεια, πείνα, υποτίμηση. Ζωή χωρίς χαρτιά, σπίτι και δικαιώματα. Και πάλι το σακίδιο στον ώμο και με τα πόδια μέσα από τα βουνά στην Τουρκία. Οι σφαίρες στα σύνορα βροχή. Δεν ξέρεις από πού έρχονται και πού θα καταλήξουν. Τρέχεις. Πιο γρήγορα από όσο νόμιζες ότι μπορούσες. Μέχρι που μπαίνεις στην Τουρκία. Κι εκεί μαθαίνεις ότι ούτε εδώ έχει χαρτιά. Σε κοιμίζουν προσωρινά με άλλους 30 σε ένα υπόγειο. Θες να κατουρήσεις αλλά φοβάσαι. Πηγαίνεις στην τουαλέτα μαζί με μια φίλη που έκανες εκεί. Μετά μαθαίνεις ότι την έβαλαν σε παράνομο οίκο ανοχής. Την έβαλαν στο κύκλωμα. Κρίμα. Είχε και δύο παιδιά. Μπαίνεις στη βάρκα. Μια μεγαλύτερη βάρκα πλησιάζει. Κάτι λένε, δεν καταλαβαίνεις. Κατεβαίνουν οι φουσκωτοί. Σου μιλάνε μάλλον τούρκικα. Δεν καταλαβαίνεις. Σε βάζουν στη φυλακή. Δεν καταλαβαίνεις. Κάτι σου λένε. Δεν καταλαβαίνεις. Τουλάχιστον εκεί έχει ζέστη τα βράδια. Ένα πρωί κάτι σου λένε. Δεν καταλαβαίνεις. Πονάει η κοιλιά σου. Άσχημη μέρα για να αδιαθετήσεις. Σου ανοίγουν την πόρτα. Βγαίνεις έξω. Πού να πας; Ξαναπροσπαθείς. Με τη δεύτερη, με την τρίτη, με την τέταρτη φορά η φουσκωτή βάρκα ξεμακραίνει από τις τούρκικες ακτές. 53 άτομα στριμωγμένα. Μωρά κλαίνε. Άνδρες φωνάζουν. Η βάρκα γέρνει. Πνίγεσαι. Ένα χέρι σε τραβάει. Πάνω στο κατάστρωμα του μεγάλου καραβιού κρυώνεις. Δίπλα σου ένας άντρας κλαίει. Πνίγηκε η γυναίκα και τα παιδιά του. Λίγο πιο εκεί ένας άλλος ανοίγει τα χέρια και κοιτάει προς τον ουρανό. Σώθηκε.

Ένας κύριος με στολή σου μιλάει. Δεν καταλαβαίνεις. Μάλλον είσαι στην Ευρώπη. Για σιγουριά ρωτάς μια κυρία που γνώρισες στο καράβι. Τα καταφέραμε;

Σε οδηγούν με άλλους σε ένα τεράστιο χώρο. Ακούς τη γλώσσα σου. Βλέπεις τα ίδια βλέμματα. Νιώθεις τον ίδιο φόβο. Ένας γεροδεμένος κύριος σε ρωτάει από πού είσαι, πώς σε λένε, πόσων χρονών είσαι. Απαντάς κοφτά. Μια συμπαθητική δυτική γυναίκα σου λέει ότι δεν υπάρχει κρεβάτι, αλλά σου βρήκε χώρο σε μια σκηνή. Έχεις υπνόσακο; Ένας νεαρός θα κοιτάξει στην αποθήκη και αν δικαιούσαι ίσως προλάβεις να πάρεις σήμερα. Όχι. Στρώνεις τα ρούχα σου και κοιμάσαι. Πού είσαι; Αργότερα μαθαίνεις ότι είσαι σε ένα νησί μιας χώρας που λέγεται Ελλάδα. Το «Ελλάδα» το έχεις ξανακούσει. Πού είναι η Αθήνα; Η Γερμανία;

Οι μέρες περνούν. Τόσες ώρες στην ουρά για να πάρεις μισό πιάτο φαγητό βοηθούν για να φεύγει η μέρα γρήγορα. Μια κοινωνική λειτουργός σου λέει κάτι για κάποιο ΑΜΚΑ. Τι είναι αυτό; Τρώγεται; Όχι. Αλλά δεν θα πας στο γιατρό σήμερα. Δεν κατάλαβες γιατί αλλά δε ρώτησες. Γυναίκα είσαι. Δεν ρωτάς. Μόνο απαντάς. Κάποιος συμπαθητικός νεαρός σου μίλησε φιλικά. Σου έφερε φαγητό και ρούχα. Κάτι σου είπε αλλά δεν κατάλαβες. Βγήκες βόλτα. Κάποιες κυρίες σε κοίταξαν περίεργα. Ψιθύρισαν κάτι περνώντας από δίπλα σου. Λες να σε καλωσόρισαν; Κάποιος σε είπε λαθροεισβολέα. Αστεία λέξη. Άλλος είπε ότι είσαι πρόβλημα. Ένας άλλος είπε ότι έπρεπε να σε πυροβολήσουν στα σύνορα. Τίποτα τρελοί θα είναι, σκέφτηκες.

Μια μέρα σου ανακοίνωσαν ότι για να πάρεις χαρτιά θα πας σε ένα γραφείο να πεις την ιστορία σου. Και μετά το κράτος θα αποφασίσει. Μέχρι τότε; Στη σκηνή; Περνάνε οι εποχές. Αργά και βασανιστικά τώρα. Το κρύο είναι τσουχτερό και κάνει τις νύχτες ατελείωτες. Από τις βροχές τα ρούχα δεν στεγνώνουν. Η ζέστη το καλοκαίρι αφόρητη. Δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Κάποια στιγμή, σου είπε η κοινωνική λειτουργός, θα πας στην Αθήνα. Θα μείνεις σε κτίριο. Με ταβάνι. Ονειρεύεσαι ότι ίσως έχεις και ντουλάπα να βάζεις τα ρούχα σου. Και ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια. Αυτή η ώρα έρχεται. Μαζεύεις τα λιγοστά πράγματά σου και αναχωρείς. Θα σου λείψει το μέρος αυτό. Έκανες φίλους. Άρχισες να βγαίνεις βόλτα. Όμως φοβόσουν. Κάθε βράδυ.

Το ταξίδι μεγάλο. Όταν φτάνεις κάνεις όνειρα. Θα πας στο σχολείο. Θα μάθεις και αγγλικά. Ίσως αύριο βρεις και δουλειά. Σιγά-σιγά όμως. Προς το παρόν είσαι πρόβλημα. Πρόβλημα στο σχολείο γιατί οι γονείς των συμμαθητών σου πιστεύουν ότι θα κολλήσεις στα παιδιά τους κάποια ασθένεια. Και φταις που το παιδί τους μένει πίσω στη βιολογία και τη φυσική. Πρόβλημα στο νοσοκομείο γιατί περιμένουν τόσοι Έλληνες να εξυπηρετηθούν κι ήρθες κι εσύ με έναν πόνο στην κοιλιά και θα μας τελειώσεις και τα φάρμακα. Πρόβλημα στο φροντιστήριο των Αγγλικών γιατί φοράς μαντήλα και αυτά είναι έθιμα που κάνουν στη χώρα σου και τέλος πάντων αν θες να είσαι εδώ θα πρέπει να σέβεσαι. Ναι, εμείς θα σου πούμε τι θα βάλεις στο κεφάλι σου. Είσαι πρόβλημα και στο μετρό και στο λεωφορείο. Χτες κάποιος σου έβαλε τις φωνές αλλά δεν καταλάβαινες τι έλεγε. Δίπλα του μια κομψή κυρία κουνούσε το κεφάλι συμφωνώντας.

Όταν γίνεις 18 θα φύγεις από εκεί. Θα πας σε σπίτι. Μόνη σου ή με άλλες κοπέλες. Αλλά αν πάρεις χαρτιά θα πρέπει να το αφήσεις. Και πού θα πας; Γνώρισες ανθρώπους από την πατρίδα σου. Δεν μπόρεσαν να σου λύσουν τις απορίες. Είχαν κι αυτοί τα ίδια ερωτήματα. Φτου κι απ’ την αρχή. Τα βράδια δεν μπορείς να κοιμηθείς όταν τα σκέφτεσαι. Χαράζεις τα χέρια σου μέχρι να βγάλουν λίγο αίμα. Ο πόνος απομακρύνει τις άσχημες σκέψεις προσωρινά. Αλλά τελικά δεν βοηθάει. Ούτε αυτό το χάπι που σου έδωσαν κάνει τίποτα. Προσεύχεσαι συνεχώς και περιμένεις κάτι να αλλάξει. Θα πας στη Γερμανία; Όχι. Δεν γίνεται. Προσπάθησε κάποιος να σου εξηγήσει, αλλά είχε πολλή δουλειά και στα είπε βιαστικά. Δεν κατάλαβες γιατί. Συνεχίζεις. Όλα αυτά σε σκλήρυναν. Σε θέριεψαν. Τώρα δεν φοβάσαι τίποτα. Τι άλλο μπορεί να σου συμβεί; Παίρνεις δύναμη από ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά μια όμορφη κουβέντα. Δεν αρκούν. Αλλά κάτι είναι κι αυτά. Μια μέρα μετά από χρόνια θα τα θυμάσαι και θα χαμογελάς. Καλωσόρισες…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: