Kρίνα για τον Γ.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τα Κρίνα και ο ενθουσιασμός μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Όλοι οι ήχοι που άκουγα τόσο καιρό σε κασέτες και όλες οι εικόνες που φανταζόμουν ήταν εκεί μπροστά μου. Ο Γ. μου χαμογελούσε από μακριά καθώς χοροπηδούσε με τον ρυθμό. Αυτό είναι ευτυχία, αυτές οι μικρές στιγμές…
Κάπου θα υπάρχουν άγγελοι κάπου θα κρύβονται στη γη. Έτσι έλεγε το τραγούδι. Το ακούγαμε με τον Γ. στο φορητό Toshiba κασετόφωνο. Ξέρεις αυτά τα παλιακά, τα ασημένια με τα τεράστια κουμπιά. «Mαλάκα τα σπάνε τα Κρίνα» φώναζε ο Γ. καθώς πάλευε με τα γερμανοπολύγωνα, τα ροπόκλειδα και τις μουτζούρες για να μπορέσει να ζωντανέψει το γαλάζιο του C50. «Λες να μην το ξέρω ρε συ» αποκρίθηκα εγώ. «Δεν τελειώνεις όμως σιγά σιγά, να πάμε καμια βόλτα; Κοντεύει εννιά». «Τώρα ρε γκρινιάρη τώρα!».
Ξεκινήσαμε λοιπόν με 1500 δρχ στην τσέπη και ένα γεμάτο ντεπόζιτο για βόλτα στην Αθήνα. Το παπί κατέβαινε όλη την Πατησίων με ανελέητες σφήνες και με τσαμπουκά Gsxr, ενώ ο Γ. δεν έχανε ευκαιρία για σούζα. Στάση Εξάρχεια, σουβλάκι, μπύρα, κουβεντολόι με γνωστούς στην πλατεία και ξανά καβάλα για το άγνωστο με βάρκα την πάπια, ενώ με μια κλεφτή ματιά έξω από το AΝ είδα ότι έπαιζαν οι Make Believe. Φτάνοντας πλατεία Μαβίλη ο Γ. φώναξε «Mπυρίτσα;» «Μέσα» αποκρίθηκα. Τσιμπήσαμε μια μπυρίτσα και ένα πακέτο camel από το περίπτερο και αράξαμε σε ένα πεζούλι, χαζεύοντας τα δίτροχα που ανεβοκατέβαιναν μαλιοκούβαρα την λεωφόρο. Εντάξει όχι μόνο τα δίτροχα αλλά και τα περαστικά κορίτσια. Ξέρεις αυτά που περνάνε σου ρίχνουν μια ματιά απομακρύνονται και κάπου πριν χαθούν από το οπτικό σου πεδίο ρίχνουν άλλη μια κλεφτή. «Βαρέθηκα, πάμε;» είπε ο Γ. «Πάμε» αναφώνησα και στο λεπτό βρεθήκαμε και οι δυο καβάλα πάλι στο παπί. «Ρε συ, παίζουν τα Κρίνα απόψε σε μια κατάληψη κοντά στο σπίτι μου, πάμε;» αναφώνησα. Ο Γ. έδωσε τέρμα γκάζι καθώς αρχίσαμε να κατηφορίζουμε την Αλεξάνδρας, οπότε αυτό το πήρα για ναι. Το κρύο τσουχτερό και ο αέρας που έσκαγε πάνω στο πρόσωπό μου, δημιουργούσε ένα μόνιμο δάκρυ στις άκρες των ματιών μου, κάνοντας τα νυχτερινά φώτα να γυαλίζουν ακόμα περισσότερο.
Φτάνοντας εκεί τα Κρίνα είχαν ήδη ξεκινήσει να παίζουν και έτσι βουτώντας μια μπύρα από το κυλικείο χωθήκαμε στην αίθουσα. Χοροπηδητό, ιδρώτας, νεανικά πρόσωπα, γνωστοί, κλεφτές ματιές με κορίτσια, τσιγάρα, κάπνα. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τα Κρίνα και ο ενθουσιασμός μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Όλοι οι ήχοι που άκουγα τόσο καιρό σε κασέτες και όλες οι εικόνες που φανταζόμουν ήταν εκεί μπροστά μου. Ο Γ. μου χαμογελούσε από μακριά καθώς χοροπηδούσε με τον ρυθμό. Αυτό είναι ευτυχία, αυτές οι μικρές στιγμές. Όλα αυτά που σε γεμίζουν, τα μικρά, τα «ανούσια», μια ματιά, ένα χαμόγελο, μια σκέψη, το κορίτσι απέναντι που σου έκλεισε το μάτι, ένα τσούγκρισμα.
Με ένα «τσούγκρισμα» έφυγε και ο Γ. μερικούς μήνες μετά. Στροφή, φρένο, μπαριέρα, μαύρο, κενό. Παρέα με το γαλάζιο του C50 πέταξε μακριά από την βρωμιά αυτού του κόσμου. Κάπου θα υπάρχουν άγγελοι, κάπου θα βρίσκονται στη γη. Κάποτε ήσαν άνθρωποι, ήσανε φίλοι και γνωστοί. Κάπου θα βρίσκεσαι και εσύ…