«Νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού»
Ο «νόμος 4000» με το πρόσχημα της καταπολέμησης του «τεντιμποϊσμού» χρησιμοποιήθηκε από τα όργανα του μετεμφυλιακού κράτους για το τσάκισμα κάθε αμφισβήτησης της νεολαίας.
Ο «νόμος 4000» με το πρόσχημα της καταπολέμησης του «τεντιμποϊσμού» (κυρίως δηλαδή του γιαουρτώματος, που «ανθούσε» εκείνη την εποχή) χρησιμοποιήθηκε από τα όργανα του μετεμφυλιακού κράτους για το τσάκισμα κάθε αμφισβήτησης της νεολαίας, είτε αυτή εκφραζόταν πχ ως αντίδραση απέναντι στον αυστηρό καθηγητή είτε με τα μακριά μαλλιά.
Φωτογραφίες εφημερίδων της εποχής δείχνουν νεαρούς κουρεμένους με την «ψιλή» να περιφέρονται στους δρόμους της πόλης σιδεροδέσμιοι έχοντας κρεμασμένη στον λαιμό ατιμωτική επιγραφή και δίπλα τους καμαρωτούς και χαμογελαστούς αστυνομικούς, κατά τα άλλα υπεύθυνους για την τήρηση του νόμου, προφανώς περήφανους για αυτό που συνέβαινε.
Πολλά δημοσιεύματα στο διαδίκτυο αναφέρουν ότι ο «νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού» άρχισε να εφαρμόζεται το 1958. Όμως, τα αποτελέσματα μερικών «κλικ» στη αναζήτηση της ιστοσελίδας του Εθνικού Τυπογραφείου, το διαψεύδουν.
Με αριθμό 4000 υπάρχουν νόμοι του 1912 (ΦΕΚ 19 – 20.01.1912), του 1929 (ΦΕΚ 72 – 26.02.1929) και του 2011 (ΦΕΚ 175 – 09.08.2011 στις 10.08.2011), πάντως όχι του 1958 και κανένας νόμος «περί τεντιμποϊσμού».
Αντίθετα, υπάρχει «Νομοθετικό Διάταγμα 4000», «περί καταστολής αξιόποινων τινών πράξεων και συμπληρώσεως του άρθρου 6 του κώδικος ποινικής δικονομίας», δημοσιευμένο στο ΦΕΚ 233 στις 31.10.1959.
Κι αν διαβάσεις τις λίγες παραγράφους του Διατάγματος δεν θα βρεις πουθενά να αναφέρονται ως ποινή το κούρεμα και η διαπόμπευση. Για κάθε αξιόποινη πράξη που να «μαρτυρή ιδιάζουσαν θρασύτητα του υπαιτίου και προκλητικότητα έναντι της κοινωνίας» το διάταγμα προέβλεπε αυστηρές ποινές φυλάκισης και το κυριότερο, μη εξαγοράσιμες, που σήμαινε ότι ο καταδικασμένος απ’ το δικαστήριο όδευε κατευθείαν στη φυλακή.
Το κούρεμα με την «ψιλή» (σχεδόν ξυρισμένο κεφάλι), οι κρεμασμένες στο λαιμό επιγραφές («είμαι τεντυμπόης», «είμαι γάιδαρος» κλπ) και η περιφορά των κρατούμενων στους δρόμους της πόλης, ήταν αυθαιρεσίες των αστυνομικών οργάνων (όχι βέβαια οι μόνες ούτε και οι χειρότερες) που έβρισκαν αποδοχή σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας της εποχής. Στην πλειονότητά τους οι άνθρωποι, συμβιβασμένοι και με σκυμμένο το κεφάλι «κοίταζαν τη δουλειά τους» και θεάματα σαν αυτά, όσο κι αν σήμερα σε κάποιους ακούγεται παράξενο, ενίσχυαν το αίσθημα της ασφάλειάς τους απέναντι στο «νόμο»: αν δεν ενοχλείς δεν πρόκειται κανείς να σ’ ενοχλήσει.
Το κράτος των νικητών έχει παράδοση στη διαπόμπευση. Τα βασανιστήρια, οι βιασμοί και οι δολοφονίες, οι επιδεικτικές περιφορές των κομμένων κεφαλιών και άλλες πράξεις προσβολής κρατούμενων και νεκρών, και ο αποκλεισμός από την εύρεση δουλειάς, το φακέλωμα και ο στιγματισμός των συγγενών των αγωνιστών μετά τον εμφύλιο, ήταν κάτι εντελώς «συνηθισμένο» εκείνη την εποχή που, αν και πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, δεν φαντάζει και τόσο μακρινή.
Η διαπόμπευση ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί μια πρακτική εκδίκησης του κράτους απέναντι σε όσους το αμφισβητούν. Στις μέρες μας γίνεται με άλλους τρόπους. Η παράδοση συνεχίζεται.