Η νύχτα που σιχάθηκα – λίγο παραπάνω – το ανθρώπινο είδος
Βράδυ Πέμπτης 29 Ιούνη στα Κάτω Πατήσια.
Βράδυ Πέμπτης 29 Ιούνη στα Κάτω Πατήσια.
22:40: Μια κοπέλα βρίσκεται σωριασμένη μες στη μέση του δρόμου δίπλα σε έναν σκουπιδοτενεκέ (ναι, από αυτούς τους γεμάτους που χαλάνε την αισθητική) δίχως επικοινωνία με το περιβάλλον. Αυτοκίνητα και μηχανές περνούν, τελευταία στιγμή φρενάρουν, προσπερνούν και φεύγουν. Έχω βγάλει το σκύλο βόλτα και τα βλέπω όλα αυτά από μακριά όσο κατευθύνομαι προς το μέρος της. Τη σκουντάω, δεν αντιδρά. Ήδη έχω παρατηρήσει δύο ζευγάρια μάτια σε δύο μπαλκόνια να βλέπουν τα πάντα όση ωρα είμαι στο δρόμο, ωστόσο κανείς δεν ασχολείται.
23:00: Ένας νεαρός έρχεται με λίγο νερό, την καταβρέχει και την ακουμπά στο πεζοδρόμιο. Καλούμε το 166. Εξηγούμε επί 15 λεπτά την κατάσταση κι η απάντηση είναι “Βάλτε τη στο πλάι κι ερχόμαστε”. Η κοπέλα με σφυγμό σχεδόν ανύπαρκτο μες στη ζέστη. Έχει περάσει παραπάνω από μισή ώρα και κανείς δεν έχει φανεί, τα μάτια έχουν πολλαπλασιαστεί στα μπαλκόνια και ο τύπος που είναι μαζί μου ξανακαλεί. Παίρνει την ίδια απάντηση και τσακώνεται, ώσπου τελικά καταφέρνει μέσα σε δέκα περίπου λεπτά να έρθει το ασθενοφόρο που είχε “ξεκινήσει” μια ώρα πριν σχεδόν.
Την κοπέλα την πήραν και μπορεί να μην μάθουμε τι απέγινε. Μπορεί να ήταν χρήστης, μπορεί να είχε λιποθυμήσει, μπορεί, μπορεί, μπορεί. Ξέρω όμως πως κάναμε ό,τι έπρεπε. Σε μια κοινωνία που δρα με γνώμονα το “μακριά απ’ τον κώλο μας να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι”, που προσπερνά λίγο πριν σε πατήσει και που κοιτά απ’ το μπαλκόνι αφ’ υψηλού τα τεκταινόμενα – γιατί αλλιώς χαλάει η αισθητική…