Ο τελευταίος αγγελιοφόρος του Άρη
Ο Χρήστος Νταβαντζής βαδίζει ήδη στη δέκατη δεκαετία της ζωή του, ενεργός αγωνιστής, μάχιμος κομμουνιστής, παρών στις αγωνιστικές και άλλες εκδηλώσεις του κινήματος και του Κόμματος, κρατώντας σφιχτά τη χαρακτηριστική τζουμερκιώτικη γκλίτσα του.
Βαδίζει ήδη στη δέκατη δεκαετία της ζωή του, ενεργός αγωνιστής, μάχιμος κομμουνιστής, παρών στις αγωνιστικές και άλλες εκδηλώσεις του κινήματος και του Κόμματος, κρατώντας σφιχτά τη χαρακτηριστική τζουμερκιώτικη γκλίτσα του.
Ο Χρήστος Νταβαντζής υπήρξε σύνδεσμος του Άρη Βελουχιώτη, μεταφέροντας διαταγές, σημειώματα και άλλα έγγραφα από το αρχηγείο του ΕΛΑΣ που είχε έδρα τη Χώσεψη (Κυψέλη Άρτας), προς τις πολιτικές οργανώσεις του αγώνα και στα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ που κινούνταν στην ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων.
Μικρός το δέμας και γρήγορος σαν τον άνεμο, ο Χρήστος, γνωρίζοντας άριστα τις γύρω περιοχές και τα περάσματα αφού καταγόταν ο ίδιος από τη Χώσεψη, έφερε σε πέρας με επιτυχία τις αποστολές που του ανέθετε ο Άρης κερδίζοντας την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια του πρωτοκαπετάνιου. Στο βιβλίο του «Όσα επέζησαν στη μνήμη… Οδοιπορικό μιας ζωής» (Αθήνα 2016), ο Χρήστος περιγράφει με λόγια που βγαίνουν απ’ την καρδιά τη συνεργασία του με τον θρυλικό ηγέτη της Αντίστασης:
«Είχα την τιμή να βρεθώ κοντά στον Άρη Βελουχιώτη όταν βρισκόταν στη Χώσεψη, κυρίως για 17 μέρες πριν και μέχρι τη μάχη της Καλεντίνης και να είμαι αγγελιοφόρος του. Τον θαύμαζα για την απλότητά του προς όλους εμάς, για τον τρόπο που είχε να πείθει και για την αυστηρή πειθαρχία που ήξερε να επιβάλει. Όταν γύριζα από την αποστολή που μου είχε αναθέσει, μου έλεγε: «Πότε γύρισες κιόλας βρε Βενιαμίν (έτσι με αποκαλούσε επειδή ήμουν μικροσκοπικός), χελιδόνι είσαι;». Με ρώταγε επίσης: «Φοβάσαι ρε;». Εγώ του απαντούσα «Όχι» και τότε αυτός μου έλεγε «Μπράβο, έτσι σε θέλω! Όταν δεν φοβάται κανείς όλα τα καταφέρνει». Οι κάτοικοι της Μπούγας, της Πολιάνας και του Κάτω Κάμπου Χώσεψης με ρωτούσαν: «Τι θα γίνει Χρήστο; Θα έρθουν οι Γερμανοί επάνω, για να βγάλουμε τα σπορίματα έξω, να μη μας τα κάψουν και δεν έχουμε τι να φάμε;». Μετέφερα αυτή την αγωνία τους στον Άρη και αυτός με ρώτησε: «Εσύ τι λες; Θα έρθουν;». Του απάντησα «Όχι, δεν θα έρθουν». «Μπράβο! Έτσι σε θέλω», μου είπε.
Το τηλεφωνείο του ΕΛΑΣ ήταν στο σπίτι του Δημήτρη Πουρναρά. Είχαμε τηλεφωνική γραμμή με τ’ Άγναντα και τα μηνύματα έρχονταν κρυπτογραφημένα. Περίμενα δίπλα στους δυο τηλεφωνητές να τα γράψουν και μου έκανε εντύπωση ότι ήταν γραμμένα με αριθμούς αντί για λέξεις. Αφού τα έγραφαν μου τα έδιναν και τα μετέφερα στον Άρη που είχε έδρα το σπίτι του Νικολάου Τόσκα.
Τον Νοέμβρη του 1943, μια νύχτα, μεταφέροντας μήνυμα είδα το πυροβολικό μας που ήταν εγκατεστημένο λίγο πιο πάνω απ’ το νεκροταφείο του Αη Θανάση, να κατεβαίνει και να κατευθύνεται προς το Βουργαρέλι. Ανησύχησα και όταν παρέδωσα το μήνυμα στον Άρη τον ρώτησα τι συμβαίνει και υπάρχει αυτή η μετακίνηση. Μου είπε χαμογελώντας: «Μην ανησυχείς, θα δεις αύριο το πρωί». Το πρωί ξεκίνησε η μάχη του ΕΛΑΣ με τους Γερμανούς στην Καλεντίνη. Το πυροβολικό μας βρέθηκε στα νώτα τους και οι Γερμανοί έπαθαν πανωλεθρία».
Ο τελευταίος ίσως εν ζωή αγγελιοφόρος του Άρη Βελουχιώτη, δεν έκρυβε τη συγκίνησή του μετά το τέλος της θεατρικής παράστασης «Άρης» (της Σοφίας Αδαμίδου, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη, με τον Τάσο Σωτηράκη στο ρόλο του Άρη). «Ήταν μια θαυμάσια, μια ανεπανάληπτη εμπειρία αυτή που έζησα», μας είπε. «Ζωντάνεψαν ξανά μπροστά μου εικόνες και μνήμες που ποτέ δεν έσβησαν μέσα μου». Αναφερόμενος στον πρωταγωνιστή του έργου, Τάσο Σωτηράκη, μας είπε: «Ήταν καταπληκτικός, εκτός από την φυσική ομοιότητα, ήταν σα να βλέπω απέναντί μου τον πρωτοκαπετάνιο. Σα να ακούω τον ίδιο τον Άρη να περιγράφει τη ζωή του, από τότε που γεννήθηκε μέχρι το τέλος…».
Αυτή είναι η γενιά της Εθνικής Αντίστασης, που δεν παραδόθηκε στους καταχτητές και μη λογαριάζοντας κακουχίες και πόνο, πρόσφερε τα μέγιστα για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Οι εναπομείναντες εκπρόσωποι αυτής της γενιάς δεν παραδίνονται ούτε σήμερα, απέναντι στους σύγχρονους καταχτητές που μας θέλουν σκλάβους της εκμετάλλευσης, δεμένους πίσω από τα άρματα της εξάρτησης και της υποτέλειας.
Το ζωντανό παράδειγμα του 91χρονου Χρήστου Νταβαντζή, άξιου τέκνου αυτής της γενιάς, ας εμπνέει, παρακινεί κι εμψυχώνει τους νεότερους.