Οι παππούδες της Κοτύλης – Υπάρχει κι αυτή η υποδοχή προσφύγων στην ελληνική επαρχία
Παντού σε όλον τον κόσμο, από άκρη σε άκρη της γης, υπάρχουν δυό κόσμοι. Οι Αλεξανδρήδες, οι Τσάρτηδες και οι Τσιμτσιλήδες από την μιά και οι παππούδες της Κοτύλης από την άλλη.
Την ώρα που στην επικαιρότητα βρίσκονται τηλεπερσόνες σε ρατσιστική παράκρουση, ξενοφοβικά “μπάρμπεκιου” μιας χούφτας ελληνόψυχων στα Διαβατά, παππάδες στη Σκύδρα που απειλούν με αυτοδικία κατά των “τζιχαντιστών” προσφύγων, κι άλλα περιστατικά μισαλλοδοξίας ανά την επικράτεια, υπάρχει και η άλλη όψη της υποδοχής των προσφύγων. Μια όψη που λίγο προβάλλεται από τα συστημικά ΜΜΕ, που επενδύουν στο φόβο και τη δημιουργία ηθικού πανικού. Όπως αυτή η ιστορία από ένα χωριό του Γράμμου, όπου μέχρι πριν λίγους μήνες υπήρχε δομή προσφύγων, που όχι απλά λειτούργησε απρόσκοπτα, αλλά οι προσωρινοί της ένοικοι αγκαλιάστηκαν ολόθερμα από τους κατοίκους. Τη συγκινητική εμπειρία της μας μεταφέρει η Βασιλική Γκαρσία, στο παρακάτω κείμενο που έστειλε στη σελίδα μας:
Τον περασμένο Γενάρη σε ένα χωριό πάνω στον Γράμμο στα 1450 μέτρα υψόμετρο, όπου ζουν δώδεκα άνθρωποι από 75 έως 90+ χρόνων, σε μια ξενοδοχειακή μονάδα, στεγάστηκε μια δομή προσφύγων. Οικογένειες με μικρά παιδιά . Εικοσιεννέα μικρά παιδιά με τους γονείς τους. Θα έπρεπε να συνυπάρξουν με δώδεκα ηλικιωμένους ανθρώπους, αλλά και να αντιμετωπίσουν το σχεδόν ένα μέτρο χιόνι και το κρύο στα οποία δεν ήταν μαθημένοι. Οι περισσότεροι από τους ντόπιους κατοίκους το μεγαλύτερο ταξίδι που έχουν κάνει είναι σίγουρα μέχρι την πρωτεύουσα του Νομού. Όταν το έμαθα από τον ιδιοκτήτη, υποσχέθηκα ότι θα αφιερώσω χρόνο από την ζωή μου, που κάποια στιγμή νόμιζα ότι έχει αρχίσει να γίνεται…μίζερη, για να πάρω και να δώσω στους ανθρώπους αυτούς.
Την πρώτη φορά που ανέβηκα, στην πρώτη εβδομάδα, αντίκρυσα φοβισμένα παιδάκια που ζητούσαν σχολείο και βιβλία. Το μεγαλύτερο, που ήταν έντεκα και είχε πάει δυο χρόνια σχολείο σε κάποιο νησί, το ήθελε τόσο πολύ… η πρώτη του ερώτηση όταν με είδε ήταν αν έχει σχολείο το δικό μου χωριό, να την πάρω μαζί μου για να πηγαίνει σχολείο. Σοκ για εκείνα και το πολύ χιόνι και το κρύο.
Οι υπεύθυνοι της Δομής επισκέφτηκαν το Δημαρχείο και ζήτησαν την στήριξη του Δήμου. Ο Δήμος, νομίζω, στο συγκεκριμένο θέμα, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και, παρόλες τις δυσκολίες, τεράστιος σε έκταση και μικρός σε πληθυσμό, ανταπεξήλθε.
Θυμάμαι μια μέρα με πολύ χιόνι τον Δήμαρχο να μου λέει, σήκω ετοιμάσου πάμε να δούμε τι κάνουν οι άνθρωποι εκεί πάνω. Ένας Δήμαρχος που μας χωρίζει άβυσσος σε απόψεις και ιδεολογία και που τον Σεπτέμβρη που έφευγε του είπα ότι με συγκίνησε η στάση του. Πολλοί τάχα μου προοδευτικοί θα είχαν βγάλει την ουρά τους απ’ έξω.
Έβαλε λοιπόν, το λεωφορείο του ο Δήμος και μια φορά την βδομάδα κατέβαζε τα παιδιά στο χωριό. Αν και ζω σε χωριό με ιστορία στους αγώνες, στην αρχή φοβήθηκα για την αντιμετώπιση. Φοβήθηκα μήπως και πληγώσουν τα παιδάκια. Όμως όχι. Γυρίσαμε μαζί όλο το χωριό. Η χαρά τους δεν περιγράφεται. Νομίζω ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας να βγάλει ρατσισμό και μίσος. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα γινόταν αν έμεναν και άλλο εδώ και χρειαζόταν να πάνε σχολείο. Δεν ξέρω πώς μπορεί να αντιδρούσαν κάποιες «μανούλες».
Σημασία έχει ότι εκτός από το Twitter, τότε, βοήθησαν και πολλοί άνθρωποι από το χωριό έτσι ώστε να γίνει η ζωή τους πιο εύκολη.
Κάθε φορά που ανέβαινα πάνω οι εικόνες που αντίκρυζα με έκαναν να σιγουρεύομαι όλο και πιο πολύ πως μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τίποτα να μας χωρίζει, ούτε σύνορα, ούτε φράχτες ούτε θρησκείες. Καθημερινές ιστορίες συμβίωσης. Οι πιο μεγάλοι από τους πρόσφυγες να βοηθάν στην καθημερινότητα τους ηλικιωμένους, τα μικρά παιδιά να παίζουν στην πλατεία του χωριού όπου είχαν να ακουστούν παιδικές φωνούλες πάνω από εβδομήντα χρόνια, και το βράδυ μαζεμένοι στο μικρό καφενείο του χωριού να ακούγονται λέξεις από διάφορες γλώσσες και διαλέκτους και όμως να συνεννοούνται και να μιλάν, να γελάν. Κάποιες γιαγιάδες λέγαν παραμύθια στα παιδάκια, και εκείνα, νομίζω, ότι βλέπαν την δική τους γιαγιά. Είχαν μάθει, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, την λέξη σ’ αγαπώ και την μοίραζαν απλόχερα. Σίγουρα για πολλούς ήταν το πιο γλυκό σ’ αγαπώ που άκουσαν ποτέ στην ζωή τους.
Τις Απόκριες, που ανεβαίνουν και επισκέπτες εκεί πάνω, ο Σύλλογος σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, προσφέρει στον κόσμο φαγητό και κρασί και ανάβουν μια μεγάλη φωτιά στην πλατεία του χωριού. Τα παιδιά του Συλλόγου είχαν φροντίσει και για τους ανθρώπους αυτούς. Είχαν προμηθευτεί φαγητό που τρώνε και αυτοί, σεβόμενοι τα ήθη και έθιμά τους.
Η εικόνα ήταν από αυτές που σου μένουν για πάντα. Άνθρωποι από διαφορετικές χώρες, φυλές, γύρω από μια φωτιά να τρώνε, να κουβεντιάζουν και στο τέλος να χορεύουν και να τραγουδάνε.
Στις αρχές του Ιούνη σε μια εκδήλωση για τα καμένα του Γράμμου ήρθαν μαζί μου. Περπατήσαμε στο βουνό παίξαν, άκουσαν, είδαν, ρωτούσαν. Στο τέλος της εκδήλωσης πήραν από ένα δίπλωμα συμμετοχής…ένα απλό χαρτί με ζωγραφιά πάνω. Δεν έχω δει παιδάκια να χαίρονται τόσο πολύ με κάτι τόσο απλό.
Στο τέλος του Ιούνη φύγανε. Οι περισσότεροι από αυτούς σε άλλες χώρες όπου επανενώθηκαν με μέλη των οικογενειών τους. Στους ανθρώπους εκεί πάνω έμεινε το ότι άλλαξε η ζωή τους, το ότι δεν έχουν καμμιά διαφορά οι άνθρωποι, οι απλοί σαν και αυτούς σ όλον τον κόσμο.
Παντού σε όλον τον πλανήτη, από άκρη σε άκρη της γης, υπάρχουν δυο κόσμοι. Οι Αλεξανδρήδες, οι Τσιάρτηδες, οι Τσιμτσιλήδες του κόσμου και οι παππούδες της Κοτύλης, του μικρού χωριού πάνω στον Γράμμο.
Έχουμε διαλέξει με ποιους είμαστε. Είμαστε οι πολλοί. Και αν αυτοί, οι λίγοι, ξερνάν ρατσισμό, πίνουν νερό στο όνομα της παγκοσμιοποίησης και του κέρδους, εμείς βάζουμε μπροστά τον διεθνισμό και την αλληλεγγύη και δίνουμε υπόσχεση σε όλα τα παιδιά του κόσμου, πως κάποτε θα γκρεμιστούν οι φράχτες που χωρίζουν τους ανθρώπους ανάλογα με την καταγωγή, την κοινωνική θέση την θρησκεία. Θα τους παραδώσουμε τον κόσμο που ονειρευτήκαμε και εμείς. Τον κόσμο που δεν θα υπάρχουν στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε άνθρωποι που αναγκάζονται να αφήσουν τον τόπο που γεννήθηκαν. Τον κόσμο που ο καπιταλισμός και ό,τι αυτός γεννάει θα είναι πια παρελθόν.