Ομοφυλοφιλία στη ΓΛΔ
Μεταξύ των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αλλά και σε διεθνές επίπεδο για τα μέτρα της εποχής (κι ίσως όχι μόνο αυτής) η ΓΛΔ (δυσ)φημιζόταν για την ελευθεριότητα των σεξουαλικών της ηθών, και μάλιστα σε κάποιες πτυχές αρκετά νωρίτερα από την λεγόμενη σεξουαλική επανάσταση στη Δύση, που δεν άφησε φυσικά με τη σειρά της ανεπηρέαστη την Ανατολική Γερμανία.
Η επέτειος της πτώσης του τείχους στις 9.11.1989 συμπίπτει με μια άλλη, λιγότερο γνωστή, εκείνη της προβολής της πρώτης ταινίας με ομοφυλοφιλική θεματολογία στη ΓΛΔ, με τίτλο “Coming out“. Η ταινία, αν και έχει μια ευμενώς ουδέτερη στάση, για να το πούμε έτσι, απέναντι στο σοσιαλιστικό καθεστώς, μαρτυρά αρκετά γλαφυρά τις δυσκολίες που είχε ο ομοφυλόφιλος πρωταγωνιστής και δάσκαλος καταρχάς να αποδεχτεί τη σεξουαλική του ταυτότητα, κι αφετέρου να αντιμετωπίσει τις προκαταλήψεις και τις αντιδράσεις της κοινωνίας και του περίγυρου, περιλαμβανομένης εκείνης της ετερόφυλης συντρόφου του.
Μεταξύ των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αλλά και σε διεθνές επίπεδο για τα μέτρα της εποχής (κι ίσως όχι μόνο αυτής) η ΓΛΔ (δυσ)φημιζόταν για την ελευθεριότητα των σεξουαλικών της ηθών, και μάλιστα σε κάποιες πτυχές αρκετά νωρίτερα από την λεγόμενη σεξουαλική επανάσταση στη Δύση, που δεν άφησε φυσικά με τη σειρά της ανεπηρέαστη την Ανατολική Γερμανία. Στην περίπτωση της αντιμετώπισης της ομοφυλοφιλίας, η πορεία ήταν λιγότερο ανέφελη απ’ ό,τι εκείνη των ετερόφυλων σχέσεων, της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και της αντισύλληψης. Καθ’ όλη τη διάρκεια ύπαρξης της χώρας παρατηρούμε μια αντιφατική πολιτική, δηλαδή μια ανεκτική θεσμικά αντιμετώπιση από πολύ νωρίς σε σχέση με την ΟΔΓ και τις περισσότερες χώρες του κόσμου, χωρίς να εξαιρείται φυσικά η ΕΣΣΔ (η περίοδος 1961-1980 συμπίπτει με τις περισσότερες δικαστικές διώξεις κατά ομοφυλοφίλων από τη στιγμή της εκ νέου ποινικοποίησης της ανδρικής ομοφυλοφιλίας στο μεσοπόλεμο), αλλά και μια κοινωνική πραγματικότητα με σοβαρές αντιστάσεις στην αποδοχή της ορατότητας των ομοφυλοφίλων και της πλήρους ισοτιμίας τους.
Η νομοθετική αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας
Σε αντίθεση με την ΟΔΓ, όπου το ποινικό δίκαιο ενσωματώνει τη διαβόητοη παράγραφο 175 κατά της ανδρικής ομοφυλοφιλίας στη μορφή που εκείνη είχε πάρει κατά την εθνικοσοσιαλιστική περίοδο (με σταδιακή φιλελευθεροποίηση το 1969, έπειτα το 1973 κι οριστική άρση μόλις το 1994), αυξάνοντας τη μέγιστη ποινή από έξι μήνες σε πέντε χρόνια φυλάκισης, ήδη από την περίοδο της σοβιετικής κατοχικής ζώνης εφαρμοζόταν η ηπιότερη, προ του 1935 εκδοχή της παράγραφου. Λίγα χρόνια μετά την επίσημη ίδρυση της ΓΛΔ (1949) και συγκεκριμένα το 1957, έπαψε να διώκεται στην πράξη η ομοφυλοφιλία, καθώς κρίθηκε ότι οποιαδήποτε παράνομη πράξη δεν στρεφόταν ευθεώς, λόγω έλλειψης αρνητικών συνεπειών, κατά της σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν υπήρχε λόγος να τιμωρείται. Στον Π.Κ του 1968 απαλείφθηκε κάθε αναφορά σε ενήλικες, τιμωρούνταν ωστόσο βάσει της παραγράφου 151 οι ομοφυλοφιλικές πράξεις (χωρίς διευκρίνιση φύλου, αρα περιλαμβανόταν και οι γυναίκες) με ανηλίκους κάτω των 18, ενώ το όριο συναίνεσης για ετερόφυλες επαφές ήταν στα 16. Η εξομοίωση του ορίου συναίνεσης επήλθε το 1987, όταν για πρώτη φορά το Ανώτατο Δικαστήριο της ΓΛΔ, αίροντας την ποινή καταδικασθέντα με το νόμο 151, ανέφερε τα εξής : Η ομοφυλοφιλία όσο και η ετεροφυλοφιλία αντιπροσωπεύουν μια παραλλαγή της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Οι ομοφυλόφιλοι ως εκ τούτου δε βρίσκονται εκτός της σοσιαλιστικής κοινωνίας, και τα δικαιώματα του πολίτη είναι διασφαλισμένα για εκείνους όπως ακριβώς και στους υπόλοιπους πολίτες”. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν καταδικαστεί από το 1949 περίπου 4.300 άτομα, έναντι 64.000 την ίδια περίοδο στην ΟΔΓ. Η πτώση του τείχους και η διάλυση ένα χρόνο αργότερα της ίδιας της ΓΛΔ δεν επιτρέπουν παρά εικασίες για την εξέλιξη της θεσμικής αντιμετώπισης των ομοφυλοφίλων. Εξίσου σημαντικές, αν όχι σημαντικότερες, ήταν οι αλλαγές που είχαν ήδη αρχίσει να συντελούνται σε κοινωνικό επίπεδο.
Καθημερινότητα ομοφυλοφίλων
Έως και τη δεκαετία του ’60, ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν για την ζωή των ομοφυλοφίλων στη ΓΛΔ. Η ανεκτική στάση της νομοθεσίας δε διασφάλιζε προφανώς αυτόματα τη δυνατότητα αναγνώρισης της σεξουαλικής ταυτότητας πέραν από έναν πολύ στενό ιδιωτικό κύκλο. Φαίνεται πως δεν ήταν άγνωστα τα φαινόμενα διακρίσεων στο χώρο εργασίας, υπό τη μορφή δυσμενών μεταθέσεων ή παρεμπόδισης κομματικής ανέλιξης σε ομοφυλόφιλα στελέχη. Οι αλλαγές στη θέση εργασίας ή σπουδών ήταν ενίοτε αποτέλεσμα παρέμβασης ιατρών ή ψυχολόγων, στους οποίους αρκετοί γονείς ή άλλα άτομα κύρους πίεζαν ενίοτε ομοφυλόφιλους νέους να απευθυνθούν για αλλαγή προσανατολισμού. Για τέτοιες αλλά και άλλες καταπιεστικές πρακτικές ήταν διαβόητος ο καθηγητής Karl Leonhard, διευθυντής της νευρολογικής κλινικής του νοσοκομείου Charité στο Βερολίνο, αν και μετά το 1969 οι “θεραπείες” αυτού του είδους σταμάτησαν. Ενδεικτική των αντιφάσεων κι εντός επιστημονικής κοινότητας στο ζήτημα υπήρξε η στάση του καθηγητή ενδοκρινολογίας, Günter Dörner, o οποίος στα 1969 σε έρευνα που δημοσιεύτηκε και σε δυτικογερμανικό επιστημονικό περιοδικό, υποστήριζε πως είχε βρει τα ορμονικά αίτια της ομοφυλοφιλίας, μετά από πειράματα με αρουραίους, και διατύπωνε την υπόθεση περί δυνατότητας αποτροπής κατά την κύηση ή μετέπειτα ορμονικής “θεραπείας” της ομοφυλοφιλίας. Αργότερα ωστόσο, χωρίς να εγκαταλείψει τη θεώρησή του περί ορμονικής καθαρά αιτιολόγησης του φαινομένου, άρχισε να προσεγγίζει την αντίληψη περί της ομοφυλοφιλίας ως μιας ακόμα παραλλαγής της σεξουαλικής συμπεριφοράς. 20 χρόνια μετά τη δημοσίευση της επίμαχης έρευνας, στις 9.3. 1989 , σε συνέδριο του Παγκόσμιο Οργανισμού Υγείας τάχθηκε υπέρ της αφαίρεσης της ομοφυλοφιλίας από τις αρρώστειες που αναγνώριζε ο οργανισμός στο εγχειρίδιο ICD (International Classification of Diseases), κάτι που σημειωτέον συνέβη μόλις το 1991.
Σε ό,τι αφορά άλλες πτυχές της καθημερινότητας, ως και τη δεκαετία του ’80, οι αγγελίες γνωριμιών αφορούσαν μόνο ετερόφυλοφυλα ζευγάρια, και μόνο συγκεκαλυμμένα ομοφυλόφυλα, γιατί παρότι δεν υπήρχε σαφής απαγόρευση, υπήρχε πρόβλεψη να κόβονται όσες αγγελίες “αντέβαιναν καταφανώς στη σοσιαλιστική ηθική”, παρότι είναι ασαφές αν λειτουργούσε περισσότερο η προληπτική αυτολογοκρισία των ίδιων των ομοφυλόφιλων ή αν υπήρξαν περιστατικά ρητής απόρριψης αγγελιών εκ μέρους της σύνταξης των ποικιλώνυμων εντύπων που φιλοξενούσαν τέτοιο περιεχόμενο. Πέραν αυτού, μέχρι και την περίοδο που αναφέρουμε ήταν βάσει μαρτυριών δυσκολότερο για ομόφυλα ζευγάρια να βρουν κοινή κρατική στέγη, ούτε διατίθονταν οι ίδιες διευκολύνσεις που απολάμβαναν αντίστοιχα ανύπαντρα ετερόφυλα ζευγάρια που συμβίωναν. Τα σημεία συνάντησης ομοφυλοφίλων ήταν λιγοστά κι επικεντρώνονταν στο Αν. Βερολίνο, κι όπως συμβαίνει μέχρι και στις μέρες μας, οι καλλιτεχνικοί κύκλοι ήταν περιβάλλον ανέκαθεν πιο δεκτικό στη δημόσια ή μη έκφραση της συγκεκριμένης σεξουαλικής ταυτότητας.
Κίνημα ομοφυλοφίλων στη ΓΛΔ
Οι πρώτες απόπειρες οργάνωσης κινήματος ομοφυλοφίλων εντοπίζονται στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ως αφορμή θεωρείται από πολλούς η προβολή της δυτικογερμανικής τηλεταινίας “Δεν είναι ο γκέι το πρόβλημα, αλλά η κατάσταση στην οποία ζει” στο πρώτο κρατικό κανάλι της ΟΔΓ το 1973, που γνώρισε ευρεία διάδοση και στους ομοφυλόφιλους της ΓΛΔ. Οι αρχές της χώρας αντιμετώπισαν για πολιτικούς λόγους με καχυποψία τις πρώτες απόπειρες κινηματικής έκφρασης των ομοφυλοφίλων, καθώς θεωρούσαν ότι συνδέονταν με ευρύτερες αντιπολιτευτικές διαθέσεις και ότι επηρεάζονταν από την ΟΔΓ. Έτσι, όταν ομάδα ομοφυλοφίλων αντρών και γυναικών προσπάθησε στα πλαίσια του 10ου παγκόσμιου φεστιβάλ νεολαίας το καλοκαίρι του ’73 στο Βερολίνο να σηκώσει πανώ με το σύνθημα: “Εμείς οι ομοφυλόφιλοι της πρωτεύουσας καλωσορίζουμε τους συμμετέχοντες στο 10ο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας και είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού στη ΓΛΔ”, παρεμποδίστηκαν από τις δυνάμεις της Λαϊκής Αστυνομίας (Volkspolizei). Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσει κανείς τις πολιτικές προθέσεις των πρώτων γκέι ακτιβιστών, πέραν των επίσημων φιλοσοσιαλιστικών διακηρύξεων, ωστόσο γεγονός είναι ότι η απορριπτική στάση της πολιτείας αν δεν ώθησε, σαφώς διευκόλυνε τον εναγκαλισμό των πρώτων ημιεπίσημων ενώσεων ομοφυλοφίλων από φορείς κι ομάδες εχθρικές προς το σοσιαλιστικό κράτος. Έτσι η Λουθηρανική Εκκλησία, σε μια παράδοξη, αλλά πολιτικά εύλογη από την πλευρά της συμμαχία, καθώς επεδίωκε να αναδειχθεί στο βασικό αντιπολιτευτικό πόλο εντός ΓΛΔ, υιοθέτησε στους κόλπους της πολλές ομάδες ομοφυλοφίλων, που χρησιμοποίησαν την σημαντική υποδομή και τα ποικίλα έντυπα της εκκλησίας για να προωθήσουν, έστω με έμμεσους αρχικά τρόπους, τα αιτήματά τους για δημόσια αναγνώριση, συνυφασμένα με ολοένα οξύτερη κριτική στην πολιτική κατάσταση γενικά. Παράλληλα, κυρίως στο γκέι ακτιβισμό υπήρξε σημαντική επιρροή αντίστοιχων δυτικογερμανικών οργανώσεων κι εντύπων στο ομόλογο κίνημα της ΓΛΔ, ιδίως μετά τη χαλάρωση των μέτρων εισόδου στη χώρα από πλευράς ΟΔΓ, η οποία επίσης σε αρκετές περιπτώσεις περιλάμβανε και -έμμεσες κυρίως-πολιτικές στοχεύσεις ενάντια στο σοσιαλιστικό καθεστώς. Τη δεκαετία του ’80, και κυρίως στο δεύτερο μισό της, σχηματίστηκαν οι λεγόμενες “κρατικές” (staatliche) ενώσεις ομοφυλοφίλων, με γνωστότερη τη λεσβιακή “Λέσχη της Κυριακής” (Sonntagsclub) το 1986, της πρώτης που αποκτά επίσημη αναγνώριση και έδρα παραχωρημένη από το κράτος, κι επίσης έγιναν πολυπληθέστερες οι αναφορές στη ζωή και τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων στον περιοδικό και καθημερινό τύπο καθώς και στο ραδιόφωνο. Ενδεικτικό της αλλαγής του κλίματος είναι πως την ίδια χρονιά στο δημοφιλές βιβλίο της Jutta Resch–Treuwerth “Ερωτευμένοι. Αρραβωνιασμένοι. Παντρεμένοι. Αλληλογραφία ενώπιος ενωπίω” όπου παρατίθενται ερωτικές κι άλλες προσωπικές επιστολές από τη δεκαετία του ’70 ως την ημερομηνία συγγραφής του βιβλίου, περιλαμβάνονται και δυο προερχόμενες από ή σχετικά με ομοφυλόφιλους.
Οι μαρτυρίες ερίζουν για το βαθμό της κρατικής παρέμβασης ή υποστήριξης στις λεγόμενες “κρατικές” ενώσεις , ανάλογα με το βαθμό συμπάθειας ή μη των εμπλεκομένων προς το σοσιαλιστικό καθεστώς, αλλά και την προσπάθεια ορισμένων εξ αυτών να φιλοτεχνήσουν εκ των υστέρων προφίλ αντιφρονούντα. Το βέβαιο είναι πως αφενός η τάση παρεμπόδισης από πλευράς αρχών είχε αντικατασταθεί από μια πολιτική προσεταιρισμού αλλά και προσπάθειας ελέγχου, μέσω προσέγγισης από το κυβερνών κόμμα ή μέσω της Στάζι όσων στοιχείων κρίνονταν “ικανά για ιδεολογικοπολιτική δουλειά” αφετέρου βάσει μαρτυριών αντιφρονούντων, οι οποίοι από την πλευρά τους το διαπιστώνουν με πικρία, “η παρουσία ομοφυλοφίλων στις αλλαγές του ’89-’90 αφορούσε μόνο τους λίγους, εκείνους που ούτως ή άλλως ήταν αναμεμειγμένοι σε αντιπολιτευτικές δραστηριότητες”. Δε φαίνεται δηλαδή να υπήρξε κάποιου είδους υπερεκπροσώπηση ομοφυλοφίλων στην αντιπολίτευση και την ενεργό στήριξη των ανατροπών. Να προστεθεί πάντως ότι κατά τόπους η επίσημη κρατική πολιτική συναντούσε τις προσωπικές προκαταλήψεις τοπικών κομματικών στελεχών, όπως δείχνει το παράδειγμα της συνοικίας του Βερολίνου Prenzlauer Berg, που είχε αναδειχθεί στο κύριο κέντρο ομοφυλοφιλικού ακτιβισμού. Κατά την μαρτυρία της τότε υπεύθυνης προπαγάνδας του τοπικού SED, Astrid Lehmann, ο δεύτερος γραμματέας της τοπικής κομματικής οργάνωσης, ερχόμενος σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη της, αντιτέθηκε σθεναρά στην παραχώρηση χώρου στη “Λέσχη της Κυριακής”, θεωρώντας ότι στη γειτονιά είχαν μαζευτεί αρκετοί “ιδιόρρυθμοι” κι “απροσάρμοστοι”, με αποτέλεσμα αυτή να γίνει τελικά σε άλλη συνοικία της πόλης. Ένα επίσης ελάχιστα μελετημένο κομμάτι του ομοφυλοφιλικού κινήματος στη ΓΛΔ είναι τα προσκόμματα και οι αντιπαλότητες μεταξύ αμιγώς γκέι και λεσβιακών οργανώσεων, με τις πρώτες κατά ορισμένες μαρτυρίες να προσπαθούν ρητά να αποκλείσουν τις δεύτερες από οργανωτική ενσωμάτωση ή σύμπραξη.
Διεμφυλικότητα και εγχειρήσεις αλλαγής φύλου στη ΓΛΔ
Η ΓΛΔ ήταν από τις πρώτες χώρες διεθνώς στις οποίες ήταν εφικτή η αλλαγή της νομικής ταυτότητας φύλου, με την πρώτη περίπτωση αλλαγής νομικού φύλου από θηλυκό σε αρσενικό. Τέτοιες, ασφαλώς μεμωνομένες περιπτώσεις, καταγράφονται ως και το 1976 όταν η νομιμοποίηση των εγχειρίσεων αλλαγής φύλου εγκαινιάζει μια περίοδο πιο μαζικών αλλαγών. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η εν λόγω νομιμοποίηση επέφερε μια αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου, το οποίο ως τότε λειτουργούσε σε ad hoc βάση κατόπιν αιτήματος των ενδιαφερομένων, καθώς προέβλεπε την επέμβαση ως προϋπόθεση της νομοθετικής αλλαγής, αν και υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρουν ότι στην πράξη η εφαρμογή ήταν αρκετά ελαστική. Αν και η Γερμανία ήταν η πρώτη χώρα όπου συνέβη καταγεγραμμένη εγχείριση αλλαγής φύλου το 1930, η νομιμοποίησή της σε μαζική κλίμακα καθυστέρησε (είναι δύσκολο να υπολογιστεί ο αριθμός των επεμβάσεων σε πειραματική βάση πριν την ημερομηνία αυτή), μάλιστα στην ΟΔΓ αυτό συνέβη μόλις το 1980, αλλά και σε αυτή την περίπτωση η ΓΛΔ συγκατελέγεται στις χώρες που εφάρμοσαν σχετικά νωρίς το συγκεκριμένο μέτρο (ενδεικτικά στη Σουηδία σχετική ρύθμιση υπήρχε από το 1972) . Ως πρότυπο στο συγκεκριμένο θέμα είχε λειτουργήσει η ΕΣΣΔ, όπου από τις αρχές της δεκαετίας πραγματοποιούνταν τέτοιες επεμβάσεις, μάλιστα η σοβιετική βιβλιογραφία ήταν και το βασικό σημείο αναφοράς των Ανατολικογερμανών επιστημόνων στον τομέα. Οι μεταφράσεις του έργου του ψυχιάτρου Aaron Belkin, σοβιετικού πρωτοπόρου στο ζήτημα, ή καλύτερα η απόδοση τμημάτων του έργου του σε έργα εκλαϊκευτικής επιστήμης της ΓΛΔ περί σεξουαλικότητας, ήταν κι από τις λίγες πηγές δημόσιας πληροφόρησης της δυνατότητας αλλαγής φύλου, για όσους διεμφυλικούς δεν είχαν εύκολη επαφή με ψυχολόγους και ψυχιάτρους, κυρίως στην ύπαιθρο της χώρας. Είναι γεγονός πως τα πρώτα χρόνια, και ιδίως πριν την επίσημη θεσμοθέτηση του μέτρου, οι προκαταλήψεις συνέχισαν να συνοδεύουν σε αρκετές περιπτώσεις τις διαγνώσεις των ειδικών που έδιναν το παραπεμπτικό για την εγχείριση. Έτσι για παράδειγμα ήταν δυσκολότερη η απόσπαση παραπεμπτικού από άτομα παρενδυτικά ή από διεμφυλικούς για τους οποίους υπήρχε η υποψία ότι η αλλαγή φύλου υπέκρυπτε επιθυμία σύναψης ομοφυλοφιλικών σχέσεων. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, υπήρχε η αντίστροφη τάση, όπως στην περίπτωση της T.L. που είχε κάνει ήδη πριν την ανοιχτή νομιμοποίηση στης επέμβασης το 1971, αίτηση στη νευρολογική κλινική του νοσοκομείου Charité για αλλαγή φύλου. Ωστόσο ο πραγματογνώμονας δρ. Οtto Prokop, έκρινε ότι πρόκειται απλώς για περίπτωση ομοφυλοφιλίας η “οποία διέφερε σημαντικά από εκείνη της καθαρής διεμφυλικότητας” και συνιστούσε “αποδοχή των λεσβιακών τάσεων της ενδιαφερόμενης από το κοινωνικό της περιβάλλον”. Η πίεση από πλευράς T.L., που τύγχανε μέλος της γραμματείας της FDJ, περιλαμβανομένης επιστολής στον υπουργό υγείας Ludwig Mecklinger, ο οποίος της απάντησε στηρίζοντας ένθερμα το αίτημα της, απέδωσε καρπούς. Ο ίδιος άνθρωπος παραδέχτηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1975 στην έκθεσή του προς το Υπουργείο Υγείας, πως “Η αρχική διάγνωση περί λεσβιασμού πρέπει να διορθωθεί χάριν εκείνης της πρωτογενούς διεμφυλικότητας. Αποδεικνύεται ότι πρόκειται περί εμφανούς διεμφυλικότητας, βάση της οποίας δεν πρέπει να αναμένεται αλλαγή του φυλετικού ρόλου στο μέλλον”. Η T.L. ένα χρόνο αργότερα έγινε από τα πρώτα άτομα που υποβλήθηκαν σε εγχείριση αλλαγής φύλου βάσει του νέου νόμου.
Θεωρήσεις της ομοφυλοφιλίας στη βιβλιογραφία
Η πρώτη συστηματική παρουσίαση της ομοφυλοφιλίας βρίσκεται στο έργο του ειδικού περί σεξουαλικότητας Siegfried Schnabl “Mann und Frau intim“, το οποίο γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις μεταξύ 1969 και 1990. Το 10σέλιδο κεφάλαιο περί ομοφυλοφιλίας, αφιερωμένο κυρίως στην αντρική της εκδοχή, συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνα με τις λιγότερες αλλαγές μεταξύ των εκδόσεων. Παρά την έμφασή του στην αναγκαιότητα της ανοχής, αφενός ο ισχυρισμός του περί θεραπευσιμότητας της ομοφυλοφιλίας στα νεανικά χρόνια, κι αφετέρου η διατύπωση με την οποία την επικαλείται, δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα στερεότυπα περί αποκλίνουσας συμπεριφοράς, αφού αναφέρει πως: “Δεν υπάρχει απολύτως τίποτε το οποίο μπορούμε να καταμαρτυρήσουμε στους ομοφυλόφιλους, πέραν του ότι οι ενστικτώδεις τάσεις τους αντίκεινται στα σεξουαλικά αισθήματα όσων έχουν γεννηθεί με φυσιολογική κληρονομικότητα”. Ο ίδιος επιστήμονας σε όψιμο έργο του, δημοσιευμένο το 1989 από κοινού με τον Kurt Starke, απαλείφει τέτοιου είδους αναφορές και επικροτεί την “πλήρη κοινωνική ενσωμάτωση των ομοφυλοφίλων”, χωρίς άλλες παρατηρήσεις, αν και στο ίδιο έργο εξακολουθούν να αναπαράγονται κάποια στερεότυπα, ιδίως σε ό,τι αφορά τις λεσβίες, όπως πχ. ότι συνήθως αποτελούν θύματα ψυχρών ή βίαιων σχέσεων με το άλλο φύλο. Κατά τα έτη 1985, 1988 και 1989 πραγματοποιούνται σε τρεις ανατολικογερμανικές πόλεις, ανάμεσα τους η Λειψία, ημερίδες με τίτλο “Ψυχοκοινωνικές πτυχές της ομοφυλοφιλίας”, όπου εκτός από επιστήμονες συμμετέχουν με παρεμβάσεις τους γκέι και λεσβίες, ενώ τα πρακτικά τους γνωρίζουν σημαντική διάδοση εντός της χώρας, αλλά και στην ΟΔΓ. Την ίδια χρονιά με την πρώτη ημερίδα, σχηματίζεται στο πανεπιστήμιο Humboldt του Ανατολικού Βερολίνου μια διεπιστημονική ομάδα, με στόχο την κατάρτιση οδηγού για την παροχή συμβουλευτικής στήριξης σε ομοφυλόφιλους μέσω κρατικών οργανισμών και τη δημόσια πληροφόρηση του κοινού. Το 1988 τέλος, δημοσιεύεται από τον Reiner Werner η πρώτη μονογραφία αφιερωμένη αποκλειστικά στο θέμα, με τίτλο “Ομοφυλοφιλία. Πρόκληση γνώσης και ανοχής”, στην οποία πέραν της θέσης ότι ο εν λόγω σεξουαλικός προσανατολισμός είναι παράδειγμα “βιολογικής ποικιλίας”, υπάρχει και η προσπάθεια αποδόμησης κάποιων στερεοτύπων, όπως εκείνων της ομοφυλοφιλίας ως αποτελέσματος κυρίως τραυματικών εμπειριών, χωρίς να λείπουν κάποιες αμφιλεγόμενες διατυπώσεις, όπως τα περί εντονότερων συναισθηματικών δεσμών μεταξύ λεσβιών παρά μεταξύ ομοφυλόφιλων ανδρών. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι η επιστημονική θεώρηση του θέματος ακολούθησε τις ευρύτερες τάσεις της εποχής σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο, με όσες παλινωδίες, αντιφάσεις και προσπάθειες εξέλιξης αυτές εμπεριείχαν, παρά συνέβαλε, με λίγες ίσως εξαιρέσεις, στη διαμόρφωση των τάσεων αυτών καθαυτών.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback