«Όμως τέτοιες περιπτώσεις δεν λογίζονται ως “νεκροί από τις πλημμύρες”…»
Οικογένεια πλημμυροπαθών στην Αγία Τριάδα Καρδίτσας περιγράφει πώς έχασε τον άνθρωπό της. Η μαρτυρία είναι γροθιά στο στομάχι…
Μαρτυρία – γροθιά στο στομάχι. Οικογένεια πλημμυροπαθών στην Αγία Τριάδα Καρδίτσας περιγράφει στον σημερινό Ριζοσπάστη πώς έχασε τον άνθρωπό της:
«Το βράδυ της πλημμύρας, στις 10 μ.μ. ήρθε το τελευταίο μήνυμα του 112 στο χωριό Αγία Τριάδα της Καρδίτσας: “Μείνετε στα σπίτια σας, μη μετακινηθείτε”. Από κει και πέρα δεν είχαμε καμία ενημέρωση». Τα παραπάνω μας μεταφέρει πλημμυροπαθής, με την οικογένειά του μάλιστα να θρηνεί και τον καρκινοπαθή πατέρα, λίγες μέρες μετά το πνίξιμο του κάμπου.
Η μαρτυρία είναι γροθιά στο στομάχι:
«Προσπάθησα να σώσω τα 50 πρόβατα, αρμέξιμα, σε έναν μήνα θα γεννούσαν. Δεν πρόλαβα. Το μεσημέρι τα είχα στο μαντρί, που άρχισε να πλημμυρίζει, και το βράδυ τα έβαλα στον στάβλο, που ήταν 10 πόντους πάνω από το έδαφος. Στις 2 τα ξημερώματα ξυπνάω, πάω στον στάβλο και το νερό είχε μπει περίπου 25 πόντους. Το ρεύμα είχε κοπεί. Με τον φακό βάζω ένα μοτέρ να τραβάει νερό από τα ζώα, έχοντας σίγουρο ότι δεν θα πλημμυρίσουμε. Γυρίζω στο σπίτι, απόσταση στα 30 μέτρα, και το νερό είχε φτάσει στο πρώτο σκαλί. Ακούω τη γειτόνισσα να φωνάζει “φύγετε, πλημμυρίζουμε”».
«Ετσι ενημερώθηκε όλο το χωριό, στόμα με στόμα. Εμείς ήμασταν το τελευταίο σπίτι», σχολιάζει χαρακτηριστικά, αποκαλύπτοντας την κρατική εγκατάλειψη.
Για τον χαμό του καρκινοπαθούς πατέρα, η μαρτυρία περιγράφει την τραγωδία που έζησε η οικογένεια:
«Ο Κ. Κ., πατέρας μου, καρκινοπαθής, με οξυγόνο, 70 χρονών, δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σπίτι και τον έβαλα με το ζόρι στο τρακτέρ. Μέχρι να μαζέψω το οξυγόνο και τα φάρμακα, το νερό είχε ανέβει επικίνδυνα. Τον πήγα στην εκκλησία του χωριού, που θεωρείται το πιο ψηλό μέρος. Ωσπου να γυρίσω να πάρω και τη μάνα μου, το νερό είχε μπει πια μέσα στο σπίτι και σε μισή ώρα είχε φτάσει στο ένα μέτρο. Η μάνα μου δεν μπορούσε να διανύσει την απόσταση από το σπίτι, την έπαιρνε το ρέμα. Πάω, την παίρνω, αλλά το τρακτέρ άρχισε να κάνει στροφές στους ιμάντες, δεν προχωρούσε. Δεν υπήρχε τίποτα, κανείς, είχαμε μόνο ο ένας τον άλλο. Οποιος είχε τρακτέρ έφευγε για την εκκλησία, αν δεν είχες έμενες σπίτι και περίμενες τι θα γίνει.
Ο πατέρας εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε σε καρέκλα στην εκκλησία, βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο. Ο,τι στεγνό ρούχο είχαν οι συγχωριανοί, το έβγαλαν και του το έδωσαν. Παίρναμε στο 112, στην Πυροσβεστική, την αστυνομία, δεν το σήκωνε κανείς. Χωρίς ρεύμα δεν μπορούσε να έχει οξυγόνο, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Δεν είχαμε τροφή.
Με το νερό να φτάνει μέχρι τον λαιμό, νεαρά παιδιά πήραν βάρκες και έκαναν διασώσεις, αφού οι περισσότεροι στο χωριό είναι μεγάλης ηλικίας. Την επόμενη μέρα το νερό είχε καλύψει τον προαύλιο χώρο της εκκλησίας και αποφασίσαμε να πάμε σε πιο ψηλά μέρη.
Εμείς πήγαμε σε ένα φιλικό πρόσωπο που είχε διώροφο στο κέντρο του χωριού. Φτάσαμε και ήμασταν περίπου 25 άτομα μέσα στο σπίτι. Χωρίς ρεύμα, χωρίς οξυγόνο. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε μόνο ένα ελικόπτερο, το οποίο απεγκλώβιζε όσους είχαν μείνει σπίτια τους. Μια μέρα μετά ήρθε ελικόπτερο και πήρε τον πατέρα και άλλους αρρώστους, που μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Καρδίτσας.
Το νοσοκομείο είχε φρακάρει. Εβαζαν τον κόσμο όπου χωρούσε, στο Καρδιολογικό κ.α. Γιατροί και νοσηλευτές έκαναν ό,τι μπορούσαν, ζητούσαν φάρμακα, γιατί υπάρχουν ελλείψεις.
Μια μέρα μετά (10/9) ο Κ. Κ. βγαίνει από το νοσοκομείο, όρθιος και καλά. Είχαμε προγραμματίσει μάλιστα να κάνουμε τη χημειοθεραπεία, αφού δεν είχε κάνει μεταστάσεις. Ρωτούσε με αγωνία πότε θα πάμε σπίτι μας, αδυνατούσε να πιστέψει πως ό,τι έφτιαξε επί 43 χρόνια, τούβλο – τούβλο, είναι πια θαμμένο στις λάσπες, ότι από τα ζωντανά δεν έμεινε τίποτα.
Η κατάστασή του επιδεινώθηκε ραγδαία και 10 ώρες μετά πέθανε.
Ακόμα και η κηδεία, μετ’ εμποδίων. Το νεκροταφείο είχε πλημμυρίσει, όλοι στο χωριό πέντε μέρες προσπαθούσαμε να βγάλουμε τη λάσπη και ο χώρος ξαναγέμιζε την ίδια στιγμή. Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να ζήσει παραπάνω. Ομως τέτοιες περιπτώσεις δεν λογίζονται ως “νεκροί από τις πλημμύρες”».
Οσο για τις περιβόητες αποζημιώσεις, μας απαντά: «Δεν έχουμε πάρει ένα ευρώ. Ακόμα και τα 6.000 ευρώ είναι κοροϊδία. Ισα για να έχεις κουζίνα και έναν καναπέ. Κανείς δεν είναι κοντά μας. 25 καμποχώρια πνίγηκαν και μόνο εθελοντές ήρθαν στο πλευρό μας. Ομως κι αυτό πόσο θα κρατήσει; Πού είναι ο σχεδιασμός από το κράτος, για πριν την πλημμύρα, για το τώρα, για το μετά που θα πέσει πείνα; Θα με “ταΐζει” με τα πενιχρά επιδόματα; Ποια ανάπτυξη θα έρθει και για ποιον; Τα χωράφια μας είναι ακατάλληλα για τη βαμβακοκαλλιέργεια, τα ζώα πνίγηκαν, τα μηχανήματα αχρηστεύτηκαν. Και πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή, αν και νιώθουμε ότι ζούμε στο 1870.
Ευτυχώς έχουμε ο ένας τον άλλο…».