Δημήτρης Γληνός | Ο δάσκαλος και η λευτεριά της σκέψης του | Ελάτε να βοηθήσουμε τα παιδιά

Αποσπάσματα κειμένων του Δ. Γληνού από την περίοδο 1932 – 1936 στον «Ριζοσπάστη» και στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», καθώς και ένα μικρό απόσπασμα από τη Διακήρυξη του Εκπαιδευτικού Ομίλου μετά τη διάσπασή του το 1927.

Το ΚΚΕ τιμά τον κομμουνιστή διανοούμενο Δημήτρη Γληνό με αφορμή τα 80 χρόνια από τον θάνατό του, με μια μεγάλη εκδήλωση που διοργανώνουν το Τμήμα Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ και οι Τομεακές Οργανώσεις Εκπαιδευτικών και Πανεπιστημίων – Ερευνας της ΚΟ Αττικής.

Η εκδήλωση θα γίνει την Τετάρτη 20 Δεκέμβρη στις 18.30, στην έδρα της ΚΕ του Κόμματος (λεωφ. Ηρακλείου 145).

Θα μιλήσει ο ΓΓ της ΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας.

Παρεμβάσεις θα κάνουν ο Θοδωρής Κωτσαντής, Γραμματέας του ΚΣ της ΚΝΕ, ο Δημήτρης Κοιλάκος, μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ, και ο Βασίλης Μόσχος, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ.

Το ΚΚΕ δεν σταμάτησε ποτέ να θυμάται και να τιμά τον μεγάλο δάσκαλο Δημήτρη Γληνό. Στο πλαίσιο αυτό, είναι πολλές δεκάδες τα αφιερώματα έχει κάνει και ο «Ριζοσπάστης» στο πρόσωπό του, οι αναδημοσιεύσεις άρθρων και αποσπασμάτων από έργα του, τα κείμενα και οι μελέτες άλλων πνευματικών ανθρώπων για τον Γληνό.

Πιο πρόσφατες είναι οι αναδημοσιεύσεις αποσπασμάτων από το άρθρο του «Ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά στους νέους» («Ριζοσπάστης» 24/8/2016, σελ. 10) και από την εργασία του «Πνευματικές μορφές της αντίδρασης» («Ριζοσπάστης» 22/8/2018, σελ. 12), ενώ πιο παλιά, από τις 28/10/2001 ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε σε πολλές συνέχειες το έργο του Γληνού «Η τριλογία του πολέμου – Οι μονόλογοι του ερημίτη της Σαντορίνης», που γράφτηκε μεν παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι σκέψεις του όμως παραμένουν επίκαιρες και προσφέρουν και σύγχρονα διδάγματα.

Σήμερα, με αφορμή τη μεγάλη εκδήλωση στη μνήμη του, ο «Ριζοσπάστης» σταχυολογεί αποσπάσματα κειμένων του Δ. Γληνού από την περίοδο 1932 – 1936 στον «Ριζοσπάστη» και στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», καθώς και ένα μικρό απόσπασμα από τη Διακήρυξη του Εκπαιδευτικού Ομίλου μετά τη διάσπασή του το 1927.

Το γλωσσικό ζήτημα

Εχουμε πει ότι βασικός σταθμός για τον Δ. Γληνό είναι η ένταξή του στο αστικό ρεύμα του δημοτικισμού και η ενασχόλησή του με το γλωσσικό ζήτημα. Στο συγκεκριμένο άρθρο, στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» τον Μάη του 1934, ο Γληνός μιλάει πια για το γλωσσικό ζήτημα έχοντας πάρει ξεκάθαρη θέση με την πρωτοπορία της εργατικής τάξης, με τους κομμουνιστές.

***

Βασικός όρος για τη δημιουργία της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι το ξύπνημα της λαϊκής συνείδησης. Ολο το κοινωνικό σώμα πρέπει να πάρει μέρος συνειδητά στο χτίσιμο της νέας κοινωνίας. Το ξύπνημα της συνείδησης στις μάζες είναι αδύνατο αν δεν χρησιμοποιηθεί για όργανο ολάκερης της πνευματικής ζωής η γλώσσα που μιλάει ο λαός.

(…)

Οι δυο πηγές που θα μας δώσουνε τη γλωσσική φόρμα, που σ’ αυτή θ’ αποκρυσταλλώνουμε τον σοσιαλιστικό πολιτισμό μας, θα είναι η κοινή γλώσσα, που μιλάν οι Ελληνες εργάτες και αγρότες, και η λογοτεχνική γλώσσα, που βασισμένη στον προφορικό λόγο του λαού και στο δημοτικό τραγούδι, διαμορφώθηκε από τον Σολωμό ίσαμε τον Ψυχάρη και τον Βάρναλη.

(…)

Η εξέλιξη γρήγορα έδειξε πως ο δημοτικισμός ο ίδιος δεν έχει μέσα του κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο, παρά το περιεχόμενό του το δίνει η κοινωνική τοποθέτηση του κάθε δημοτικιστή. Ετσι χρεοκόπησε ολότελα ο δημοτικισμός σαν ιδανικό εθνικοκοινωνικό. Και μόνο στις ημέρες μας, όπου οι αστοί διανοούμενοι έχασαν τα νερά τους και κοιτάζουν ν’ αρπαχτούν απ’ οποιοδήποτε ζωηρόχρωμο φλάμπουρο για να κρύψουνε τη γύμνια τους ή να σκεπάσουνε το ένα και μόνο ιδανικό που τους απόμεινε, τον φασισμό, βρέθηκε ένας «παλαίμαχος» ιδεολογικός ακροβάτης, ο κ. Σπύρος Μελάς, για να υψώσει τάχα τον δημοτικισμό σε λάβαρο αναγέννησης, από τις σελίδες του περιοδικού «Ιδέα». Και ο ίδιος όμως κατάλαβε γρήγορα πόσο έγινε γελοίος και δεν έδωκε καμιά συνέχεια στην ηρωική χειρονομία του.

Και τώρα γεννιέται το ερώτημα. Σε ποια θέση βρίσκεται το γλωσσικό ζήτημα ύστερ’ από τη χρεοκοπία του αστικού δημοτικισμού και πότε θα λυθεί; Απ’ όσα είπαμε βγαίνει νομίζω καθαρά η ακόλουθη διαπίστωση.

Η αστική τάξη δεν έχει πια σήμερα καμιά διάθεση να λύσει το γλωσσικό ζήτημα. Απεναντίας, όσο γίνεται πιο συνειδητό και πιο ξεκάθαρο πως η λύση του γλωσσικού ζητήματος είναι βασικός όρος για το ξύπνημα της συνείδησης των μαζών, η αστική τάξη έχει κάθε συμφέρον να θολώσει τα νερά και να χαλάσει και κείνο ακόμη που έγινε πρωτύτερα με την καλλιέργεια της λαϊκής γλώσσας από τη λογοτεχνία. Δηλαδή όχι μόνο δε θέλει να λύσει το γλωσσικό ζήτημα, παρά θέλει να του δώσει μια στραβή λύση, για να δυσκολέψει τον δρόμο της πνευματικής απολύτρωσης του εργαζόμενου λαού.

Ο δάσκαλος και η λευτεριά της σκέψης του

Το 1927 ο Δ. Γληνός συντάσσει τη Διακήρυξη του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μετά τη διάσπασή του και την επικράτηση των ριζοσπαστικών δυνάμεων σε αυτόν, με επικεφαλής τον ίδιο τον Γληνό.

Το παρακάτω απόσπασμα από τη Διακήρυξη, για τον δάσκαλο και την ελευθερία της σκέψης του, είναι χαρακτηριστικό της διαπάλης που αναπτύχθηκε στον Εκπαιδευτικό Ομιλο, όπου η συντηρητική μερίδα υποστήριζε την απολίτικη Παιδεία, ενώ η ριζοσπαστική πλευρά και ο Γληνός έδειξαν πως οι θιασώτες της απολίτικης Παιδείας στην ουσία υποστηρίζουν την Παιδεία της κυρίαρχης τάξης και ότι η εκπαιδευτική αλλαγή προϋποθέτει κοινωνική – πολιτική αλλαγή.

***

Ο δάσκαλος, έλεγαν (σ.σ. οι συντηρητικοί), ούτε μπορεί ούτε είναι σωστό να δεχτεί αντιλήψεις που τον βγάζουν έξω από το έργο του, τον κάνουν πολιτικό.

Η επαγγελματική μάλιστα αντίληψη του δασκάλου για τη σχέση του με το κράτος, να θεωρεί δηλαδή ο δάσκαλος το κράτος για εργοδότη του και τον εαυτό του για εργάτη, αφαιρεί τον καθαρά ιδεολογικό χαρακτήρα αυτής της σχέσης. Ο δάσκαλος παύει να είναι ιεροφάντης μιας υψηλής κοινωνικής λειτουργίας και γίνεται ένας μισθωτός, ένας εργάτης με συμφέροντα αντίθετα με τον εργοδότη του.

Το βαθύτερο νόημα της επιχειρηματολογίας αυτής ήταν πως ο δάσκαλος δεν θα μπορεί να είναι μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου αν γίνει σωματείο προοδευτικό, όπως τον θέλουν οι ριζοσπαστικοί, και ακόμα περισσότερο πως το κράτος έχει το δικαίωμα να εμποδίσει με τη βία και να τιμωρήσει τον δάσκαλο που θα ήθελε να είναι μέλος ενός τέτοιου σωματείου.

Ετσι, συμπληρώνοντας την αντιδραστική τους μεταστροφή, τα συντηρητικά μέλη του Ομίλου έφτασαν να δεχτούν και να υψώσουν την κρατική βια φόβητρο και εμπόδιο στην ελεύτερη σκέψη.

Γι’ αυτό, ήταν ανάγκη να τονιστεί πια και μέσα στις προγραμματικές αρχές του Ομίλου το δικαίωμα του δασκάλου πρώτα – πρώτα να στοχάζεται και να έχει γνώμη για τα εκπαιδευτικά ζητήματα, μα και ακόμα τη γνώμη του αυτή να την ανακοινώνει στους συναδέρφους του και να συνεργάζεται μαζί τους για να διαφωτίσει την κοινωνία γι’ αυτά. Γιατί ο δάσκαλος δε γίνεται ποτέ πολιτικός με το να σκέφτεται πώς θα καλυτερέψει η παιδεία και να ζητάει να φωτίσει και τους άλλους, έτσι που η σκέψη του να γίνει αναγνωρισμένη πράξη ή κατάσταση. Ετσι μόνο εκτελεί σωστά το χρέος του απέναντι και στο κράτος και στην κοινωνία. Η αντίθετη αντίληψη ίσα ίσα είναι εκείνη που κάνει τον δάσκαλο ένα απλό και άψυχο μισθωτό όργανο, του αφαιρεί την κυριότερη προϋπόθεση της προσωπικότητας, δηλαδή τη λεύτερη σκέψη και τον κάνει από ιεροφάντη μιας κοινωνικής λειτουργίας έναν απλό πνευματικό προλετάριο, που δουλεύει μηχανικά για να κερδίσει ένα κομμάτι ψωμί.

Και ούτε είναι διαφορετικό το αποτέλεσμα, αν πει κανένας πως έχει το δικαίωμα να στοχάζεται λεύτερα ο δάσκαλος, όμως δεν έχει το δικαίωμα ν’ ανακοινώνει σε άλλους τη γνώμη του και να συνεργάζεται μαζί τους για να αλλάξει την πραγματικότητα. Πώς θα αφαιρέσουμε από τον δάσκαλο το δικαίωμα αυτό, που έχει κάθε άνθρωπος και κάθε μέλος της κοινωνίας;

Μπορεί βέβαια η βία της άρχουσας τάξης να πνίγει το δικαίωμα αυτό. Το κράτος όμως, που γίνεται όργανο αυτής της βίας, πώς θα δικαιολογηθεί; Αν όπως λέει αντιπροσωπεύει το σύνολο, τότε δεν έχει το δικαίωμα να καταπνίγει τη γνώμη της μειονότητας, που μπορεί με τον καιρό να γίνει και πλειονότητα. Αν ομολογήσει ότι είναι κράτος βίας, τότε θα του αντιταχτεί δικαιωματικά μια άλλη οποιαδήποτε βία, μικρή ή μεγάλη. Ο δάσκαλος, που θα υποχρεωθεί να καταπνίγει τη σκέψη του, θα γίνει διπλά σκλάβος και ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος πια να μορφώσει τους άλλους, ή θα γίνει ένας κρυφός επαναστάτης γεμάτος πίκρα και μίσος, που θα περιμένει τη στιγμή για να τινάξει στον αέρα το καθεστώς που του αφαιρεί ολότελα τον ανθρωπισμό του.

Συνομιλία μ’ έναν ακαδημαϊκό

Τον Φλεβάρη του 1936 ο Δ. Γληνός γράφει στον «Ριζοσπάστη» το «Πιστοποιητικό της βαρβαρότητας», ένα άρθρο για την κατάντια της Ακαδημίας και των άλλων πνευματικών ιδρυμάτων. Τον επόμενο μήνα, με αφορμή τη συνάντησή του με έναν ακαδημαϊκό, γράφει πάλι επιφυλλίδα στην εφημερίδα με τη συζήτησή τους, αφού έχει δημοσιεύσει το «Πιστοποιητικό» κι εδώ είναι ένα απόσπασμα:

***

Το παίρνεις σε αστεία αυτό που σου λέω, γιατί δε φαντάζεσαι πόσο είσαι ένοχος, προσωπικά ένοχος και συ και πολλοί άλλοι σαν και σένα, για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στον τόπο μας. Εσύ το λες και το πιστεύεις κιόλας πως είσαι φιλελεύθερο πνεύμα και κρυφοκαμαρώνεις γι’ αυτό. Μιλάς με συγκίνηση στα μαθήματά σου και γράφεις στα βιβλία σου για τους ιερούς αγώνες που έγιναν ως τώρα μέσα στην ανθρωπότητα για τη λευτεριά της σκέψης, για το σπάσιμο της πνευματικής σκλαβιάς. Και λες κάθε βράδυ στον εαυτό σου και στη συνείδησή του πως έκαμες το χρέος σου και κοιμάσαι ήσυχος. Στο μεταξύ, εκεί μέσα στο Πανεπιστήμιο που διδάσκεις, ξέρεις τι κατάσταση έχει δημιουργηθεί: Δίπλα σε κάθε σχεδόν φοιτητή, κάθεται και ένας χαφιές, που πολλές φορές είναι κι αυτός φοιτητής, και πληρώνεται με τα αργύρια της προδοσίας για να κατασκοπεύει και να προδίνει τους συναδέλφους του και μεθαύριο θα γίνει «επιστήμονας» και «καθοδηγητής» της κοινωνίας. Η πρυτανεία συνεργάζεται με την Ειδική Ασφάλεια και το δηλώνει στη δημοσιότητα αυτό και το αναφέρει μ’ εγκαύχηση στον πρυτανικό της λόγο, σαν κατόρθωμα, χωρίς ντροπή.

Συνάδελφοί σου κυνηγάνε τα παιδιά με λύσσα για τα φρονήματά τους τα κοινωνικά ή τα πολιτικά ή τα επιστημονικά και τα διώχνουν από το Πανεπιστήμιο. Ενας φοιτητής για που θα τολμούσε καν να κάνει νύξη στον καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας για διαλεκτικό ματεριαλισμό, θα ήτανε σβησμένος από το πρόσωπο της Γης. Γιατί ο κύριος καθηγητής θα έστελνε το όνομά του στην Ειδική Ασφάλεια και θα έκαμε το παν για να διώξει τον φοιτητή από το Πανεπιστήμιο. Το πανεπιστημιακό άσυλο καταπατήθηκε και συ πολλές φορές, χωρίς ίσως να το ξέρεις, κάνεις μάθημα σε ακροατήριο, όπου περισσότεροι είναι οι αστυφύλακες από τους φοιτητές.

Και μόλα ταύτα εσύ, αγαπητέ φίλε, το φιλελεύθερο πνεύμα, που μισεί κάθε πνευματική τυραννία, κοιμάσαι ήσυχος κάθε βράδυ και ικανοποιημένος. Εκαμες και κοσμήτορας, έκαμες και συγκλητικός μέσα σε όλη αυτή τη φοβερή κατάσταση και δε διαμαρτυρήθηκες ποτές και δεν κίνησες ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι για να σταματήσει το κακό. Και νομίζεις πως δεν είσαι ένοχος;

– Μα τι θέλεις, αγαπητέ μου, να κάμει ένας άνθρωπος;

– Να ορθώσεις το ανάστημά σου, την ηθική σου προσωπικότητα, το πνευματικό του κύρος και να διαμαρτυρηθείς. Να κάμεις το χρέος σου απέναντι σ’ αυτά που ισχυρίζεσαι πως πιστεύεις. Και μόνος σου αν το ‘κανες αυτό, θα είχε τεράστια σημασία. Μα δεν είσαι μόνος. Αν είσαστε μέσα στο Πανεπιστήμιο εκατό καθηγητές, οι μισοί τουλάχιστον είναι σαν και σένα. Ο καθένας χωριστά στις ιδιωτικές τους ομιλίες σου μιλάνε για τη μεριά της επιστήμης, για τη λευτεριά της σκέψης και της έρευνας, και πιστεύουνε κι αυτοί πως είναι φιλελεύθεροι άνθρωποι και μισούνε πάνω απ’ όλα την τυραννία την πνευματική. Και υπάρχουνε ακόμα και άλλοι, που προχωρούν ακόμα περισσότερο, συμπαθούνε θετικά τις σημερινές επαναστατικές ιδέες, πιστεύουνε πως είναι σοσιαλιστές ή και μαρξιστές. Και όμως, όλοι κάνουν αυτά που κάνεις και συ. Σιωπούν από δουλοπρέπεια και δειλία. Και δικαιολογούνται όπως εσύ. «Τι να σου κάμω ένας άνθρωπος;». Στο χέρι σας είναι να πάψετε να είστε «ένας». Αρκεί να συνεννοηθείτε αναμεταξύ σας και να ενωθείτε. Το ότι δεν κάνετε τίποτα απολύτως εσείς οι φιλελεύθεροι για να σταματήσετε τη σημερινή ατιμωτική κατάσταση, είναι βαρύ, πολύ βαρύ σημάδι για σας. Γιατί δεν πιστεύετε ειλικρινά στην πνευματική λευτεριά ή δεν τολμάτε από δειλία να την υπερασπιστείτε. `Η ψεύτες ή άναντροι. Ποιο από τα δύο σας αρέσει; Γι’ αυτό δεν έκανα καμιά εξαίρεση και στο «πιστοποιητικό της βαρβαρότητας» που σας χάρισα όλων των ακαδημαϊκών.

Ελάτε να βοηθήσουμε τα παιδιά

Αρθρο του Δ. Γληνού στα τέλη του 1932 στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», με υπέρτιτλο «Ενα γράμμα σε όσους νιώθουν και πονούν».

***

Απ’ όλους τους κυνηγημένους και τους απόκληρους τα τραγικότερα θύματα είναι τα παιδιά. Το παιδί του προλετάριου, το παιδί του φτωχού αγρότη, το εργαζόμενο παιδί, το παιδί του βιοπαλαιστή ήτανε πάντα σε θέση σκληρή και μειονεκτική. Μα τώρα έγινε πια η μοίρα του αβάσταχτη. Η φτωχή μάνα, που είναι υποχρεωμένη να δουλεύει από την αυγή ως τη νύχτα μακριά από το σπίτι της, αφήνει τα παιδιά της ολημερίς στο έλεος του δρόμου, του διαβάτη και της γειτόνισσας, τ’ αφήνει να κυλιούνται στη λάσπη και στο χώμα για να τους φέρει το βράδυ λίγο ψωμί, χωρίς να προφταίνει και χωρίς να μπορεί ούτε μια ματιά να τους ρίξει, σκοτωμένη καθώς είναι από την κούραση.

Κι αν η μάνα μένει στο σπίτι, πού να προφτάσει ο πατέρας ν’ αντικρίσει το έξοδο για τα παιδιά με το μικρό του μεροκάματο; Κι αν δεν έχει δουλειά ούτε η μάνα ούτε ο πατέρας, γιατί είναι άεργος ή απεργός; Ξυπολυσιά και αρρώστια και πείνα και κρύο και ακαθαρσία και αμορφωσιά και βούρκος και βάσανα σωματικά και κόλαση ψυχική, είναι η μοίρα των φτωχών παιδιών. Διπλή και τριπλή εκμετάλλεψη, ξύλο και εξαθλίωση και εξαχρείωση γεμάτη είναι η ζωή του εργαζόμενου παιδιού. Το πικρότερο κατακάθι της προλεταριακής δυστυχίας αυτά το πίνουν, το μαρτυρικό στεφάνι αυτά το φορούν. Τα φτωχά παιδιά είναι των σκλάβων οι σκλάβοι, των πεινασμένων οι πεινασμένοι, των παγωμένων οι παγωμένοι, των άρρωστων οι άρρωστοι, των απόκληρων οι απόκληροι. Αυτά μπαίνουνε στην κόλαση με το πρώτο αντίκρισμα της ζωής. Την ηλικία της χαράς, της ξενοιασιάς και του γέλιου αυτά δεν τη γνωρίζουν.

Απέναντι στην απέραντη τούτη τραγωδία, που πλημμυρίζει τα σκοτεινά υπόγεια και τις υγρές αυλές μέσα στις πολιτείες, τα χαμόσπιτα των συνοικισμών και τις καλύβες της αγροτιάς σ’ όλη τη χώρα, η βοήθεια που η επίσημη και ιδιωτική φιλανθρωπία καταπιάνεται να δώσει δεν είναι ούτε σαν σταγόνα νερού σε φλογισμένο καμίνι. Τα ελατήριά της άλλωστε δεν είναι καθαρά. Για να υπάρχει, της χρειάζεται να υπάρχουνε θύματα. Ο φτωχός εργαζόμενος λαός που είναι το θύμα, και τα παιδιά του που είναι διπλά θύματα, πρέπει να ζητήσουνε και να βρούνε τη βοήθεια και την απολύτρωση από τον ίδιο τον εαυτό τους.

Δεν πρέπει να περιμένουν τη σωτηρία τους από την άλλη πλευρά. Και του πιο αδύνατου η δύναμη διπλασιάζεται, όταν ενώσει τη λιγοστή του μπόρεση με την προσπάθεια των συντρόφων του. Οταν ο εργάτης, ο αγρότης, ο φτωχός εργαζόμενος λαός νιώσει μιαν ολοκληρωτική αλληλεγγύη να τον ενώνει με όλους τους συντρόφους του στη δυστυχία και μέσα στα σύνορα της χώρας κι όξω απ’ αυτή σ’ όλες τις χώρες της Γης, και όταν κινηθεί ομόψυχα κι ολόψυχα να βοηθήσει τον εαυτό του και τους άλλους, τότε θα βρει τον δρόμο της ανακούφισης και της σωτηρίας. Αλληλεγγύη των δυστυχισμένων! Να το σύνθημα μιας καινούργιας δράσης, που μπορεί να φέρει τα πιο χειροπιαστά αποτελέσματα. Αλληλεγγύη οργανωμένη, ενεργητική, ζωντανή, θετική και έμπραχτη, είναι ο πρώτος όρος της σωτηρίας. (…)

Αλληλεγγύη και ενότητα. Και μαζί με τον εργαζόμενο φτωχό λαό πρέπει να βαδίσουν όσοι νιώθουν τον εαυτό τους αλληλέγγυο με κείνους, που αγωνίζονται για την απολύτρωση, όσοι νιώθουν κι όσοι πονούν. (…) Ο αγώνας για τα δικαιώματα του παιδιού του εργαζόμενου λαού είναι ένας ευγενικός αγώνας.

Ας έρθουνε μαζί μας, όσοι θέλουνε να προσφέρουνε και τις πιο μικρές υπηρεσίες στο μεγάλο τούτο έργο.

 

Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 16-17 Δεκέμβρη 2023

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: