Οι αντιθέσεις της Εκπαίδευσης στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία και το έργο των εκπαιδευτικών
Στον βαθμό που η ενασχόληση με την επιστημονική γνώση καθίσταται κρίσιμο στοιχείο της υλικής παραγωγής και η δημιουργικότητα των εργαζομένων καθοριστικός παράγοντας εξέλιξής της, οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας λειτουργούν ολοένα και περισσότερο ως εμπόδιο της κοινωνικής προόδου, με την υπέρβασή τους να αποτελεί ιστορικό ζητούμενο και αναγκαιότητα.
Η ενίσχυση του γνωσιακού – διανοητικού περιεχομένου της εργασίας καθιστά την οργανωμένη, συστηματική και μακροχρόνια εκπαίδευση θεμελιώδη οδό διαμόρφωσης των εργασιακών ικανοτήτων των σύγχρονων εργαζομένων. Διαρκώς αυξανόμενο τμήμα τους θα πρέπει να κατέχει εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις και νοητικές – γνωστικές ικανότητες.
Βεβαίως, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η τάση αυτή δεν αφορά στον ίδιο βαθμό όλες τις περιοχές του πλανήτη και ότι παγκοσμίως κυρίαρχη παραμένει η μερικώς ειδικευμένη και συνεπώς στοιχειωδώς εκπαιδευμένη εργατική δύναμη, με σημαντικό ακόμη τον όγκο της ανειδίκευτης εργασίας.
Αναφορικά με τη μετατροπή της επιστήμης σε παραγωγική δύναμη και την τάση διανοητικοποίησης της εργασιακής δραστηριότητας θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δημιουργεί μιαν εξόχως αντιφατική κατάσταση για τις σχέσεις κεφαλαίου – εργασίας.
Η διανοητική εργασία (επιστημονική, διευθυντική – σχεδιαστική, καλλιτεχνική, παιδαγωγική) και η αποτελεσματικότητά της συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία και ανάπτυξη της νόησης και συνείδησης των εργαζομένων, με την καλλιέργεια και αποκάλυψη της δημιουργικότητάς τους, ουσιαστικά με την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Την ίδια στιγμή, θεμελιώδης επιδίωξη του κεφαλαίου είναι η διασφάλιση της υποταγής των μισθωτών εργαζομένων, συμπεριλαμβανόμενων των φορέων της διανοητικής εργασίας, στα συμφέροντά του, στην παραγωγή του μέγιστου κέρδους.
Συνακόλουθα η κεφαλαιοκρατική κοινωνία προσκρούει σε μια ανυπέρβλητη αντίθεση: Από τη μια πλευρά θα πρέπει να εκπαιδεύσει δημιουργικούς εργαζόμενους, φορείς επιστημονικών γνώσεων, διανοητικών και καλλιτεχνικών ικανοτήτων, από την άλλη θα πρέπει να τους υποτάξει σε καθεστώς εκμετάλλευσης με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του.
Αφετέρου θα πρέπει να τους προετοιμάζει για την υπαγωγή τους στο σύστημα της μισθωτής εργασίας, ως φορείς γνώσεων και ικανοτήτων περιορισμένων στα όρια της εμπορεύσιμης «εργατικής δύναμης». Ζητούμενο συνεπώς καθίσταται να εκπαιδευτούν οι εργαζόμενοι με τρόπο ώστε να υπηρετήσουν πειθαρχημένα τα συμφέροντα των αφεντικών, εντασσόμενοι σε έναν ιεραρχικό κεφαλαιοκρατικό καταμερισμό εργασίας.
Γι’ αυτό και στα εκπαιδευτικά συστήματα της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας οι άνθρωποι αποκτούν επιστημονικές γνώσεις, ενώ συνάμα παραμένουν ημιμαθείς. Η μόρφωσή τους κατακερματίζεται, η γνώση των φυσικών φαινομένων διαχωρίζεται από τη γνώση – κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων, η ικανότητα χρήσης της επιστήμης διαχωρίζεται από την ικανότητα φιλοσοφικού αναστοχασμού επί αυτής και κατανόησης των ιστορικο – κοινωνικών καθορισμών της, η καλλιέργεια ορθολογικής σκέψης σε επιμέρους πεδία συμβαδίζει με ευρεία διάδοση ανορθολογικών αντιλήψεων αναφορικά με τα γενικά χαρακτηριστικά της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Κοντολογίς, τα εκπαιδευτικά συστήματα διαμορφώνουν στους μελλοντικούς εργαζόμενους συγκεκριμένες χειριστικές ικανότητες, στερώντας τους συνάμα την ικανότητα να στοχάζονται τη θέση τους στην κοινωνία, τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους, να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως ενεργό υποκείμενο της κοινωνικής ζωής.
Εξόχως αντιφατική είναι και η θέση των εκπαιδευτικών στους σύγχρονους εκπαιδευτικούς θεσμούς, δεδομένης της εφαρμογής πολιτικών που υπονομεύουν τις συνθήκες υλοποίησης του έργου τους. Το τελευταίο, στις διδακτικές και παιδαγωγικές του διαστάσεις, αποκτά κομβική σημασία ακριβώς όταν καθίσταται αναγκαία η συστηματική εκπαίδευση των εργαζομένων ως φορέων επιστημονικών γνώσεων και νοητικών – γνωστικών ικανοτήτων.
Για τον σκοπό αυτό διαμέσου του εκπαιδευτικού έργου καλλιεργούνται συστηματικά οι νοητικές ικανότητες των νέων ανθρώπων, ώστε να μπορούν να κινούνται από τα δεδομένα της αισθητήριας γνώσης στην εννοιακή – θεωρητική και συμβολική – καλλιτεχνική σύλληψη και αναπαράσταση της πραγματικότητας. Να μάθουν με άλλα λόγια να σκέπτονται. Τοιουτοτρόπως, για να θυμηθούμε τον Λεβ Βιγκότσκι, οι εκπαιδευτικοί συμβάλλουν αποφασιστικά στη δημιουργία δυνατοτήτων μάθησης, διαμορφώνουν τις ζώνες εγγύτερης ανάπτυξης των μαθητών και μαθητριών, τις προοπτικές και κατευθύνσεις μόρφωσής τους.
Πέραν αυτών, το έργο των εκπαιδευτικών είναι κρίσιμο στην παιδαγωγική του διάσταση, δεδομένου ότι συνεισφέρει στην καλλιέργεια μαθησιακού ενδιαφέροντος, χωρίς το οποίο δεν προκύπτει αυτόβουλη μαθησιακή δραστηριότητα, αυθεντική προσπάθεια για την κατάκτηση της διδασκόμενης γνώσης. Η καλλιέργεια μαθησιακού ενδιαφέροντος συνάπτεται με τη διαμόρφωση στάσης ζωής, αρχών και ιδανικών, τα οποία συγκροτούν το βαθύτερο νόημα της μαθησιακής προσπάθειας. Εν προκειμένω, το έργο των εκπαιδευτικών συντελεί στην ευρύτερη διαμόρφωση της συνείδησης και προσωπικότητας των μαθητών και μαθητριών.
Μπορούμε συνεπώς να συμπεράνουμε ότι οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν ακριβώς ως προσωπικότητες και, προκειμένου να διδάσκουν αποτελεσματικά, θα πρέπει να αναπτύσσονται ολόπλευρα ως προσωπικότητες.
Δέον να επισημανθεί ότι στην περίπτωσή τους οι κρίσιμοι πόροι (πληροφορίες, γνώσεις, δημιουργικές ιδέες) για την αποτελεσματική υλοποίηση και βελτίωση του έργου τους προκύπτουν όχι από κάποιο συμβατικό χρόνο εργασίας, αλλά από όλες τις δημιουργικές στιγμές της κοινωνικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή η συμβατική διάκριση μεταξύ εργάσιμου και ελευθέρου χρόνου χάνει την ουσιαστική σημασία της. Συνακόλουθα, για την αποτελεσματικότητα και βελτίωση του έργου των εκπαιδευτικών χρειάζεται οι συνθήκες εργασίας και ζωής να είναι οι βέλτιστες για την ανάπτυξή τους ως προσωπικοτήτων.
Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να εργάζονται με όρους δημιουργικής αυτοπραγμάτωσης, δυνατότητας δηλαδή να αποκαλύπτουν και να καλλιεργούν τον πλούτο της προσωπικότητάς τους, κάτι που προϋποθέτει ένα συναισθηματικά ευνοϊκό, υποστηρικτικό και βεβαίως συνεργατικό εργασιακό περιβάλλον.
Θα πρέπει να βιώνουν ικανοποίηση – συναισθηματική, νοητική, ηθική – από το ίδιο το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Η ικανοποίηση των εκπαιδευτικών από το έργο τους συνιστά εκ των ων ουκ άνευ όρο δημιουργικής υλοποίησής του, μιας και η δημιουργικότητα των ανθρώπων αποκαλύπτεται, όταν βρίσκουν ευνοϊκές συνθήκες, αλλά και ισχυρό νόημα για την αποκάλυψή της.
Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη παίζει η υπαγωγή των εκπαιδευτικών σε διαδικασίες αξιολόγησης, οι οποίες αποτελούν κομβικό μοχλό της συνολικής καπιταλιστικής μετάλλαξης της δημόσιας εκπαίδευσης, της μετατροπής των σχολείων σε αυτόνομες μονάδες οι οποίες υποχρεούνται μόνες τους να αναζητούν τους απαραίτητους για τη λειτουργία τους πόρους.
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου σε συνάρτηση με την αξιολόγηση των σχολείων εισάγει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εκπαιδευτικών, τους διασπά και τους αποξενώνει. Αυξάνει τις ευθύνες τους για ευρύ φάσμα ζητημάτων που αφορούν τη λειτουργία των σχολείων, ενοχοποιώντας τους για τα προβλήματα της εκπαίδευσης, ενώ συνάμα αποστρέφει την προσοχή από τα κρίσιμα οικονομικά – ταξικά αίτιά τους, από τις ευθύνες των αστικών κυβερνήσεων για τις πολιτικές που εφαρμόζουν.
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου εισάγει στην εκπαίδευση κατεξοχήν καπιταλιστικές μεθόδους ελέγχου των εργαζομένων. Εδράζεται στην ταξική αντίληψη των αφεντικών ότι οι εργαζόμενοι, προκειμένου να είναι παραγωγικοί, θα πρέπει να βρίσκονται υπό διαρκή επιτήρηση, εξαναγκασμό και επισφάλεια των συνθηκών εργασίας και ζωής. Οι πρακτικές αξιολόγησης σε συνάρτηση με την ευρύτερη καπιταλιστική μετάλλαξη της δημόσιας εκπαίδευσης προκαλούν μαζικά στους εκπαιδευτικούς άγχος, ψυχική εξάντληση, γρήγορη αποχώρηση από το επάγγελμα, υποχώρηση σε τακτικές προσποίησης και προβολής επιδόσεων, κομφορμισμό.
Δεδομένου ότι το έργο των εκπαιδευτικών συγκροτεί τις προϋποθέσεις και προοπτικές μάθησης των μαθητών και μαθητριών, οι κυρίαρχες πολιτικές διαχείρισής του επενεργούν καταστροφικά σε αυτό, με αρνητικές συνέπειες για την εκπαίδευση των νέων ανθρώπων.
Θα λέγαμε, εν κατακλείδι, ότι στον βαθμό που η ενασχόληση με την επιστημονική γνώση καθίσταται κρίσιμο στοιχείο της υλικής παραγωγής και η δημιουργικότητα των εργαζομένων καθοριστικός παράγοντας εξέλιξής της, οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας λειτουργούν ολοένα και περισσότερο ως εμπόδιο της κοινωνικής προόδου, με την υπέρβασή τους να αποτελεί ιστορικό ζητούμενο και αναγκαιότητα.
Φωτογραφία: Aris Oikonomou / SOOC