Πυρκαγιές σε εργοστάσια ανακύκλωσης: Μια παγκόσμια «πανδημία» που προκαλεί ερωτήματα…
Είναι «αθώες» οι φωτιές και πόσο συνδέονται με την απόφαση της Κίνας να σταματήσει τις εισαγωγές υλικών προς ανακύκλωση από το 2018;
Την προηγούμενη Κυριακή, 27 Σεπτέμβρη, ένα ακόμα εργοστάσιο ανακύκλωσης έπιασε φωτιά, αυτήν τη φορά στη Νέα Ζωή στον Ασπρόπυργο, εκλύοντας τοξικούς καπνούς, που σε συνδυασμό με τη φωτιά στη χωματερή της Φυλής την ίδια ώρα «έπνιξαν» ολόκληρη τη Δυτική Αττική.
Το περιστατικό αυτό έρχεται να προστεθεί στις 13 ακόμα πυρκαγιές που έχουν σημειωθεί τους τελευταίους 20 μήνες σε Αττική, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις. Το πλήθος και η συχνότητα τέτοιων πυρκαγιών, όπως και το γεγονός ότι πολλές από αυτές ξέσπασαν βραδινές ώρες, αυξάνουν τα ερωτήματα για τα επιχειρηματικά συμφέροντα και τις σκοπιμότητες που μπορεί να κρύβονται από πίσω.
Πολύ περισσότερο που η έξαρση των πυρκαγιών σε εργοστάσια ανακύκλωσης τα τελευταία χρόνια δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. Αν και οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις αντιμετωπίζουν πάντα αυξημένο κίνδυνο για την εκδήλωση πυρκαγιών, λόγω της έλλειψης μέτρων προστασίας και των ανύπαρκτων ελέγχων από τις αρμόδιες αρχές, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια σημαντική αύξηση του αριθμού τους σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το δωδεκάμηνο πριν από τον Ιούλη του 2018, εκτιμάται ότι περίπου το 40% των εγκαταστάσεων απορριμμάτων και ανακύκλωσης αντιμετώπισαν περιστατικά πυρκαγιών. Είναι άραγε τυχαίο; Μια καλύτερη ματιά στη διεθνή αγορά των υλικών που ανακυκλώνονται, βοηθάει να απαντηθεί το ερώτημα…
Το «Εθνικό Ξίφος» της Κίνας
Η έξαρση των πυρκαγιών σε χώρους συγκέντρωσης και επεξεργασίας υλικών προς ανακύκλωση σχετίζεται χρονικά με την αλλαγή πολιτικής στην Κίνα, η κυβέρνηση της οποίας, ανακοινώνοντας την πολιτική «Εθνικό Ξίφος», στις 31 Δεκέμβρη του 2017, σταμάτησε σταδιακά να εισάγει τέτοιο υλικό.
Μέχρι τότε, η Κίνα αποτελούσε το κέντρο της παγκόσμιας αγοράς ανακύκλωσης εισάγοντας σταθερά τεράστιες ποσότητες ανακυκλώσιμων απορριμμάτων από κάθε γωνιά του πλανήτη, αξιοποιώντας τα τόσο ενεργειακά όσο και ως πρώτη ύλη για τη βιομηχανία της. Το 2016, η βιομηχανία της Κίνας εισήγαγε περίπου 7,3 εκατομμύρια τόνους πλαστικών απορριμμάτων, δηλαδή πάνω από το μισό των παγκόσμιων εξαγωγών.
Η αυξανόμενη ζήτηση ανακυκλώσιμων υλικών από την Κίνα τα προηγούμενα χρόνια έδωσε ώθηση στην ανακύκλωση στο δυτικό ημισφαίριο, που αναδείχτηκε σε κερδοφόρα επιχείρηση για μεγάλους ομίλους και στηρίχτηκε πολύμορφα από το κράτος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η «ενθάρρυνση» της ανακύκλωσης και στη χώρα μας, με καθοριστική εμπλοκή των δήμων.
Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της κερδοφορίας που κρύβεται πίσω από τα σκουπίδια, αρκεί να σκεφτεί ότι τα πλοία που μετέφεραν ανά την υφήλιο τεράστιες ποσότητες εμπορευμάτων από την Κίνα, επέστρεφαν στην αφετηρία τους φορτωμένα με υλικά προς ανακύκλωση από τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ!
Ολα αυτά μέχρι το 2018, οπότε οι εισαγωγές πλαστικών της Κίνας μειώθηκαν κατά 99%, ρίχνοντας κατακόρυφα τις τιμές του πλαστικού σκραπ, της χαμηλής ποιότητας χαρτιού, όπως και άλλων υλικών που επεξεργάζονταν και διαχώριζαν τα εργοστάσια ανακύκλωσης, κυρίως από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.
Βάρεσαν κανόνια…
Ενα χρόνο μετά την εισαγωγή της απαγόρευσης, στις αρχές του 2019, η Ευρωπαϊκή Περιβαλλοντική Υπηρεσία (European Environment Agency – EEA) δήλωσε ότι η ΕΕ εξάγει περίπου 150.000 τόνους πλαστικών απορριμμάτων το μήνα, περίπου τους μισούς σε σύγκριση με το 2015 και το 2016, όταν οι εξαγωγές κατευθύνονταν κυρίως προς την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ. Εκτιμούσε μάλιστα πως η απαγόρευση εισαγωγών της Κίνας θα οδηγήσει βραχυπρόθεσμα στην αύξηση της ταφής και καύσης απορριμμάτων καθώς μειώνεται η διεθνής αγορά ανακυκλώσιμων πλαστικών αποβλήτων.
Οι συνέπειες αυτής της στροφής της κινεζικής οικονομίας δεν άργησαν να αποτυπωθούν και στατιστικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Βιομηχανικής Ενωσης «Plastics Europe», το ποσοστό ανακύκλωσης για συλλεχθέντα πλαστικά απόβλητα ήταν μόλις 32,5% σε ολόκληρη την ΕΕ το 2018. Το 24,9% στάλθηκε σε χώρους υγειονομικής ταφής και το 42,6% χρησιμοποιήθηκε για ενεργειακή αξιοποίηση.
Οι εξελίξεις αυτές έφεραν μεγάλη κρίση στον τομέα της ανακύκλωσης, οδηγώντας σε χρεοκοπία μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου σε όλο τον κόσμο. Αν και έγινε προσπάθεια να κατευθυνθούν οι εξαγωγές σε άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως η Μαλαισία και το Βιετνάμ, αλλά και της Ανατολικής Ευρώπης, το μέγεθός τους δεν ήταν τέτοιο που να μπορεί να διατηρήσει τα ίδια ποσοστά κερδοφορίας για τους επιχειρηματίες των απορριμμάτων και της ανακύκλωσης.
Εύφλεκτο υλικό το κέρδος
Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την ελεύθερη πτώση της κερδοφορίας για το κεφάλαιο στην αγορά απορριμμάτων, έχει οδηγήσει σε μια χρόνια συγκέντρωση μεγάλης ποσότητας άχρηστων υλικών, που οι επιχειρήσεις δεν μπορούν ούτε να επεξεργαστούν και πλέον ούτε να πουλήσουν στο εξωτερικό ή στην Ελλάδα. Οι αποθήκες και οι αυλές των επιχειρηματιών της ανακύκλωσης έχουν γεμίσει ασφυκτικά, χωρίς να υπάρχει κάποιος κερδοφόρος τρόπος να τις αδειάσουν…
Είτε πρόκειται επομένως για αποτέλεσμα απαξίωσης και εγκληματικής αμέλειας, είτε για σχεδιασμένη ενέργεια (π.χ. για την είσπραξη κάποιας ασφάλειας, ή για την απαλλαγή από το κόστος αποθήκευσης του υλικού), οι φωτιές στις μονάδες ανακύκλωσης φαίνεται πως δεν είναι και τόσο «αθώες». Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται ότι οι μπίζνες με τα σκουπίδια, η εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των απορριμμάτων είναι αυτό που εκθέτει την υγεία του λαού και την ασφάλεια των εργαζομένων σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο.
Ίδια κατάσταση και στη χώρα μας
Στην Ελλάδα, υπάρχουν εταιρείες που ουσιαστικά έχουν κλείσει, αφήνοντας στις αυλές τους τεράστιες ποσότητες υλικών σε εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες. Αλά και σε εκείνες που συνεχίζουν να λειτουργούν, κυριαρχούν άθλιες συνθήκες, τόσο στα εργασιακά όσο και στην υγεία και την ασφάλεια. Πολλές από αυτές λειτουργούν χωρίς ουσιαστικά κανένα πρωτόκολλο ασφαλείας, με επικίνδυνα υλικά που τοποθετούνται σε ακατάλληλους χώρους κ.ο.κ., με σχεδόν πλήρη απουσία ελέγχων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης στα περίφημα Κέντρα Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ) αποτελεί η έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα μέσα στο καλοκαίρι ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ) για το ΚΔΑΥ στον Ασπρόπυργο, που είχε καεί το 2015. Στην έκθεση αναφέρεται πως η συγκεκριμένη επιχείρηση «είχε πολλαπλάσια παραγωγική δυναμικότητα από την αδειοδοτημένη, ενώ στον ακάλυπτο χώρο της εγκατάστασης και έξωθεν των ορίων της είχε δημιουργηθεί Χώρος Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Αποβλήτων, από τη μακροχρόνια απόθεση αδιάθετων δεματοποιημένων προϊόντων, σύμμεικτων αστικών στερεών και εν δυνάμει επικίνδυνων αποβλήτων».
Η εταιρεία που διαχειριζόταν το συγκεκριμένο ΚΔΑΥ «σύμφωνα με παλαιότερους ελέγχους διενεργούσε παράνομες διασυνοριακές μεταφορές αποβλήτων από την Ελλάδα στη Βουλγαρία». Επίσης, από την εξέταση σημαντικού αριθμού υποθέσεων διαπιστώθηκε ότι οι εν λόγω μονάδες, αν και παρουσιάζονται ως «φιλοπεριβαλλοντικές» και διέθεταν τις προβλεπόμενες άδειες και εγκρίσεις, λειτουργούσαν χωρίς να τηρούν τους εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους, με αποτέλεσμα τη ρύπανση του περιβάλλοντος και την πρόκληση συνεπειών στη δημόσια υγεία.
Οπως συνεχίζει η έκθεση, η μη τήρηση των περιβαλλοντικών όρων «θα μπορούσε να συνδεθεί με την εκδήλωση πυρκαγιάς στις εν λόγω εγκαταστάσεις»…
Περιβαλλοντικές … υποκρισίες
Μια από τις «συνέπειες» της αλλαγής πολιτικής από την Κίνα, ήταν να αυξηθεί η …περιβαλλοντική ευαισθησία των αμερικανικών και ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Στην ΕΕ, για παράδειγμα, ξεκίνησε εδώ και μερικά χρόνια ολόκληρη καμπάνια για να απαγορευτεί η χρήση προϊόντων που φτιάχνονται από πλαστικό και τα οποία εισάγονται κατά κανόνα από την Κίνα. Ο λόγος είναι να μη χαθεί άλλο έδαφος στον μεταξύ τους «εμπορικό πόλεμο», όπως τον αποκαλούν. Αφού τα κινεζικά μονοπώλια σταμάτησαν να αγοράζουν από την Ευρώπη πλαστικό προς ανακύκλωση, η ΕΕ κλείνει την αγορά της στα κινεζικά πλαστικά προϊόντα, πουλώντας στο λαό «φύκια για μεταξωτές κορδέλες» ότι ενδιαφέρεται τάχα για το περιβάλλον! Ενδεικτικό άλλωστε της υποκρισίας τους είναι και το γεγονός ότι προκλητικά «σημαδεύουν» τα καλαμάκια του καφέ και τις μπατονέτες, ως υπεύθυνους για τη ρύπανση των θαλασσών, αλλά δεν λένε κουβέντα για τον «νούμερο 1» ρυπαντή, που είναι το κεφάλαιο.