«Πρώτη και τελευταία φορά»
Ήταν η πρώτη φορά που δεν πήγε στην πορεία του Πολυτεχνείου. Δοκίμασε αλλά δεν μπορούσε… τα πόδια βαριά, η ψυχή κυρίως κουρασμένη.
Ήταν η πρώτη φορά που δεν πήγε στην πορεία του Πολυτεχνείου. Δοκίμασε αλλά δεν μπορούσε… τα πόδια βαριά, η ψυχή κυρίως κουρασμένη.
Σαν χθες, ένας πιτσιρικάς που κρατούσε το μεγάλο χέρι του πατέρα του και τον κοιτούσε γεμάτος απορία και θαυμασμό να φωνάζει συνθήματα που τότε δεν τα πολυκαταλάβαινε. «Φονιάδες των Λαών», «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία». Τα κατάλαβε μεγαλώνοντας. Και τα φώναζε κι αυτός και όλοι οι Σύντροφοί του. Με τη γροθιά σφιγμένη και το κεφάλι ψηλά. Και ο πατέρας λίγο πιο πίσω να καμαρώνει που τα παιδιά του πήραν την δικιά τους θέση στον αγώνα για μια δίκαιη κοινωνία. Και να γελάει με τον πατέρα που του εξηγούσε ότι δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στο Πολυτεχνείο γιατί οι δύο «γνώριμοί» του, την είχαν στήσει και από τις δύο πλευρές του δρόμου και του χαμογελούσαν (με το ύφος της αγελάδας) όταν έκανε να βγει από την οικοδομή (κάνε τώρα την σκηνή στο μυαλό σου και προσπάθησε να μη γελάσεις με τον πατέρα να κατεβάζει ό,τι βρισιές μπορείς να φανταστείς). Ποτέ δεν έλειψε, ούτε κι όταν έκανε το στρατιωτικό του, εκεί που το έσκασε για να πάει στην πορεία της πόλης που υπηρετούσε.
Το πρωί είπε θα πάει και αυτή τη χρονιά. Δεν τα κατάφερε, δεν τον πήγαν τα πόδια του μέχρι εκεί. Έκατσε σε μια γωνιά ένα τετράγωνο πιο πέρα και κοιτούσε όσους αψήφησαν καιρό, μεθοδεύσεις, τρομοκρατία και βρέθηκαν για μία ακόμα χρονιά στους δρόμους της τιμής και του αγώνα. Ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας δεν ήταν εκεί, πήγε να βρει Συναγωνιστές και Συντρόφους φευγάτους από καιρό, για να πιούνε κανένα κρασάκι και να ξεκουραστεί για πρώτη φορά.
Τίναξε τα μαλλιά πίσω, σήκωσε τη γροθιά και ορκίστηκε «Πρώτη και τελευταία φορά». Του χρόνου εκεί, κρατώντας το χεράκι του γιου του…