Σεμίνα Διγενή: Επαναστατικό σήμερα είναι η καλοσύνη – Γύρω από την έννοια «αριστερά» έχει γίνει μαζική λαθροχειρία

“Δεν δέχομαι πως το πέρασμα του χρόνου είναι μια αντίστροφη μέτρηση, το βλέπω σαν μια σειρά από νικηφόρα 24ωρα που άξιζαν να τα ζήσω. Το να ξέρεις, πάντως, να μεγαλώνεις, αισθάνομαι πως είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της τέχνης της ζωής.”

Για τα παιδικά της χρόνια, τη δημοσιογραφία, τη συγγραφή, τη συστράτευση με το ΚΚΕ και πολλά άλλα μιλάει η Σεμίνα Διγενή, υποψήφια βουλευτής του Κόμματος στον Νότιο Τομέα της Αθήνας, σε συνέντευξή της στη «Lifo», στον δημοσιογράφο Γιάννη Πανταζόπουλο, στη στήλη Η ΑΘΗΝΑΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ, στην οποία αναλυτικά σημειώνει:

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε διάφορες γειτονιές στην «καρδιά» της Αθήνας. Αυτό που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια ήταν η αίσθηση και η ένταση της ζωής των νομάδων. Όλο φεύγαμε, μετακομίζαμε, αλλάζαμε σπίτια, κάθε τόσο συσκευάζαμε κούτες, γεμίζαμε βαλίτσες και μπαούλα για μια νέα γειτονιά. Πότε σε κάποιο υπόγειο, πότε σε καμιά ετοιμόρροπη μονοκατοικία, άλλοτε σε κάποιο δυάρι εργατικής πολυκατοικίας και άλλοτε σε ένα δωμάτιο μιας αυλής. Κάπως έτσι συνέχεια έχανα τους φίλους μου, διότι εκεί που τους έβρισκα εκεί και τους εγκατέλειπα, ενώ τους είχα υποσχεθεί πως δεν θα χωρίζαμε ποτέ. Η μόνιμη δικαιολογία που άκουγα, βέβαια, ήταν ότι «αλλάζουμε σπίτια για να μη βαριόμαστε». Γύρω στην ηλικία των δώδεκα άρχισε να μ’ εκνευρίζει όλη αυτή η κατάσταση. Η αλήθεια ήταν ότι τελικά μας έκαναν εξώσεις λόγω μιας μόνιμης δυσπραγίας που εμπόδιζε την καταβολή των ενοικίων. Υπήρχαν μεγάλα διαστήματα που ο μπαμπάς έφευγε και χανόταν, αλλά και όταν έμενε μαζί μας, το τελευταίο που τον απασχολούσε ήταν να καταβληθεί το ενοίκιο. Πάντα είχε άλλες προτεραιότητες. Έτσι, μέσα απ’ αυτές τις «περιοδείες», αυτή την πανάρχαια μέθοδο ανθρώπινης επιβίωσης, γνώρισα τις γειτονιές του Βοτανικού, της Ακαδημίας Πλάτωνος, του Αγίου Παντελεήμονα, του Ρέντη, του Κολωνού, του Γκαζιού, της Αχαρνών και του Κεραμεικού.

Μεγάλωσα με το όνειρο να έχω κάποτε ένα δικό μου σπίτι, που να μην ντρέπομαι γι’ αυτό και από το οποίο να μη με διώξουν ποτέ. Αυτό επιτέλους συνέβη το 1995, μετά από είκοσι χρόνια σκληρής δουλειάς και μια καλή μεταγραφή. Από τους γονείς μου έχω να θυμάμαι πολλά. Η μαμά μου με έμαθε να έχω συμπόνια για τους αδύναμους και να βοηθάω όσο μπορώ αυτούς που έχουν ανάγκη. Με εκπαίδευσε, όμως, και να αντέχω στις κακουχίες, σχεδόν με όρους καταδρομέα. Ο μπαμπάς μου με έριχνε στα βαθιά, απαιτώντας να μάθω επί τόπου κολύμπι. Προσπάθησε να με κάνει σκληρή και ατρόμητη. Υπήρχε όμως και η γιαγιά Σοφία από την Πόλη, που μας βοηθούσε οικονομικά, καθαρίζοντας σπίτια και διηγούνταν συναρπαστικά παραμύθια βασισμένα σε σενάρια που επινοούσε η ίδια, ανάλογα με αυτά που μου συνέβαιναν. Αυτή ακόνισε τη φαντασία μου. Χάρη σε αυτήν από τότε δεν σταμάτησα να στήνω καινούργιες σκηνοθεσίες, νέους ρόλους, νέους ήρωες αλλά και αποδράσεις, κάθε φορά που τα έβρισκα σκούρα.

Ξεκίνησα, μαθήτρια ακόμη, να συνεργάζομαι με τα περιοδικά «Γυναίκα» και «Φαντάζιο», μετά από ένα πρώτο βραβείο μου σε μαθητικό διαγωνισμό. Το βραβείο μού το έδωσε ο σπουδαίος Αντώνης Σαμαράκης. Πήγα ως μαθητευόμενη ελεύθερη ρεπόρτερ στην «Ελευθεροτυπία», ύστερα από μεσολάβηση του οικογενειακού μας φίλου Αλέκου Παναγούλη, και στον εκδότη της, Κίτσο Τεγόπουλο. Έφυγα από το σπίτι μου στα δεκαοκτώ μου και με τον πρώτο μου μισθό από την «Ελευθεροτυπία» νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, πάνω από το «Ζίνα», που τότε ήταν σινεμά. Η περιουσία μου ήταν κάποια ρούχα, πολλά βιβλία, τα βασικά έπιπλα, 2-3 κολόνιες, τεύχη του «Panderma» (και λίγο μετά του «Αμφί»), συν δυο μικρά έργα τέχνης. Από εκείνη την ηρωική εποχή της δημοσιογραφίας, όπου όλα φαίνονταν δυνατά, δεν ξεχνώ τους δασκάλους μου, Φιλιππόπουλο, Φυντανίδη, Θεοχαράτο, Κομίνη, Σκούρα, Απέργη, Γρηγοριάδη. Κρατάω τα σκιρτήματα των πρώτων επιτυχιών, τις πρώτες διεθνείς αποκλειστικότητες με τον Καντάφι, με τους αρχηγούς του IRA και άλλες, τις πρώτες μεγάλες δημοσιογραφικές αποστολές, όλα αυτά σε μια Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, που έβραζε από γεγονότα.

Ζούσα με ελάχιστα χρήματα και πολλά όνειρα. Ήμουν σίγουρη πως θα άλλαζα τον κόσμο. Ήμουν οργανωμένη στην ΚΝΕ, πήγαινα σχεδόν κάθε βράδυ θέατρο και σινεμά, έγραφα ποιήματα και η καθημερινότητά μου, λόγω εφημερίδας, περιλάμβανε επαφές με τα ιερά τέρατα της εποχής. Συνάντησα μυθικά πρόσωπα που μου έδειξαν σύμπαντα που δεν φανταζόμουν. Άκουγα να μιλούν ο Ρίτσος, η Διδώ Σωτηρίου, η Ειρήνη Παπά, η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Δημήτρης Χορν, ο Ηλιού, ο Χειμωνάς, ο Μάνος Χατζιδάκις, και μάθαινα τα Ελληνικά από την αρχή. Καταλάβαινα τι σημαίνουν γενναιοδωρία, ταπεινότητα, ευγένεια ψυχής, αλλά και ωκεανοί γνώσεων και εμπειριών. Συζητούσα με τον Φλωράκη, τον Θεοδωράκη, την Μελίνα, τον Βούλγαρη, τον Καμπανέλλη, τον Αγγελόπουλο, την Γώγου, την Παΐζη, τον Λοΐζο, την Έλλη Αλεξίου, τον Κούνδουρο, τον Μιχάλη Κατσαρό, κι ένιωθα σαν να τέλειωνα σε μια νύχτα πολλά πανεπιστήμια. Βράδια ολόκληρα στο DADA στα Εξάρχεια με Σκούρτη, Τσικληρόπουλο, Ευθυμιάδη, Νίκο Καρούζο, Π. Κοροβέση, Λεωνίδα Χρηστάκη και γλέντια στον Τσιτσάνη με Τσαρούχη, Παναγούλη, Κατράκη, Καρέζη, Καζάκο.

Κρατάω πάντα μια συγκεκριμένη «οδηγία» από τον καθένα που αγάπησα. Από τον Χορν, να μη χάνω το χιούμορ και στα πιο δύσκολα. Ο Γκάσμαν έλεγε να εμπιστεύομαι τα νέα παιδιά. Η Βουγιουκλάκη, να είμαι πεισματάρα μέχρι να πετύχω όσα θέλω. Ο Χατζιδάκις, να διαβάζω προτού μιλήσω. Ο Τσαρούχης, ν’ αγαπάω το ρεμπέτικο. Ο Φλωράκης, να μη φοβάμαι κανέναν. Ο Καντάφι (αυτόν δεν τον αγάπησα), να μην εμπιστεύομαι τους δημοσιογράφους. Ο Ρίτσος, να μην επιτρέπω την αδικία. Ο Φρέντυ Γερμανός, να μην αφήνω περιθώριο στον τηλεθεατή ν’ αλλάξει κανάλι. Τα παιδιά του Τσε Γκεβάρα, να μην ξεχνάω πως ο κόσμος πρέπει ν’ αλλάξει. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, να μη χαθώ σε σκοτάδια. Η Μελίνα, να το εννοώ όταν γελάω. Η Μπέλλου, να μην αφήσω κανέναν κερατά να μ’ εξουσιάσει. Και η Δανδουλάκη, να μην παίρνω ποτέ τα κιλά που χάνω.

Η δημοσιογραφία, εκτός όλων των άλλων, λειτουργεί για μένα και ως ελιξίριο νεότητας, είναι το μαγικό φίλτρο της συνεχούς ανανέωσης, το κλειδί που με έβαζε, και με βάζει, σε νέους κόσμους. Ένα ατέλειωτο ταξίδι στην ελευθερία, στην περιπέτεια, στην αμφισβήτηση και στη γνώση. Έχω τη γνώμη πως κάθε στιγμή είναι καλή για να είναι κάποιος δημοσιογράφος, ειδικά αν είναι ανήσυχος, περίεργος, του αρέσει η έρευνα, επειδή πάντα υπάρχουν πράγματα που πρέπει να αποκαλυφθούν. Αρκεί, βέβαια, να έχει τον νου του στις Σειρήνες που καραδοκούν σε κάθε νέο κόσμο που συναντάει. Χρειάζονται συνεχείς εσωτερικοί ανασχηματισμοί για να μην μπλέξει κάποιος στη λάθος πλευρά. Συναυλίες, διαδηλώσεις, σχέδια, έρωτες, συγκρούσεις, πολιτικές ανακατατάξεις, δολοφονίες, ταραχές, πάθη.

Τα διακεκαυμένα τελευταία χρόνια των ’70s. Εκεί, προς το τέλος τους, αποφασίζω να τα παρατήσω όλα και να φύγω στην Ιταλία. Πρώτα Σχολή Ηλεκτρονικής Δημοσιογραφίας στη Ρώμη και μετά Πολιτικές Επιστήμες στη Σιένα. Δύσκολα χρόνια. Δίνω ανταποκρίσεις στα περιοδικά «Φαντάζιο» και «Γυναίκα» και στην εφημερίδα «Εξόρμηση». Μπαίνω στην Ένωση Ξένων Ανταποκριτών, τη Stampa Estera, συνεργάζομαι με την εφημερίδα «Avanti». Γνωρίζω τον Φεντερίκο Φελίνι, τον Ούγκο Τονιάτσι, τη Μίνα, τον Μπερλιγκουέρ, την Ορνέλα Βανόνι, τον Τσελεντάνο, τον Παβαρότι, παίρνω συνέντευξη από τον Βιτόριο Γκάσμαν, τον Αντρέ Σεγκόβια, τον Μπετίνο Κράξι, την Μαριάντζελα Μελάτο, τον Τζανκάρλο Μπενίνι, τον Χέλμουτ Μπέργκερ, την Λίνα Βερτμίλερ. Η αμοιβή για όλες αυτές τις συνεντεύξεις είναι σχεδόν συμβολική. Συγκατοικώ με την συμφοιτήτρια Μαρία, στην Όστια, και μοιραζόμαστε πανίνι και πανετόνε. Το καλοκαίρι του ’81 μου τηλεφωνεί ο Γιώργος Γεννηματάς και, έχοντας τη βεβαιότητα ότι το ΠΑΣΟΚ θα γίνει κυβέρνηση, μου προτείνει να επιστρέψω στην Ελλάδα και να δουλέψω στην τηλεόραση. Κάνω ότι το σκέφτομαι, ψελλίζω ότι δεν γίνεται να διακόψω τις σπουδές μου, αλλά μέσα μου κάνω πάρτι. Ωραία ιδέα.

Σήμερα υπάρχουν στιγμές που νιώθω πως ζούμε κάτι μεταξύ ταινίας και αρχαίας τραγωδίας, του «Μetropolis» του Φριτς Λανγκ και του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου. Από τη μια, μέσα σ’ εκείνο το προφητικό δοκίμιο για την τεχνολογική πρόοδο, τον εξελιγμένο παράδεισο που απολαμβάνουν οι λίγοι, τον τέλειο κόσμο που λειτουργεί από τον μόχθο των εργατών στα έγκατα της γης, οι οποίοι χειρίζονται τις μηχανές, ώστε όλα να λειτουργούν άψογα στην επιφάνεια. Από την άλλη, δίπλα σ’ εκείνον τον Τιτάνα, τον ήρωα – σύμβολο της αντίστασης και της προόδου, που μάλλον μας ευλόγησε και μας καταράστηκε ταυτόχρονα. Κληρονομήσαμε το αντάρτικο πνεύμα του Προμηθέα, το πείσμα για δικαιοσύνη, τη δίψα για φως, την ελεύθερη βούληση και την αμφισβήτηση της εξουσίας. Ως έξτρα μπόνους, όμως, χρεωθήκαμε κάρφωμα σε άγριο βράχο και ταξίδι στα Τάρταρα. Είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία που κάποιος ουρλιάζει: «Είμαι ρεαλιστής, ζητώ το αδύνατο».

Χρόνια τώρα αγωνιζόμαστε όλοι να επιβιώσουμε μέσα σε έναν καταιγισμό δυσάρεστων εξελίξεων, με κάθε φράση του Αισχύλου να αντανακλά στο σήμερα. Ο κόσμος που ξέραμε, σιγά σιγά, χάνεται. Ζούμε καθημερινές καταρρεύσεις και διαψεύσεις. Μόνο συνειδητοποιημένοι, οργανωμένοι και αποφασισμένοι μπορούμε να καταφέρουμε κάτι. Αν απαιτούμε έναν δίκαιο κόσμο, χρειαζόμαστε κι ένα σύστημα που θα έχει κέντρο του τον άνθρωπο και όχι το κέρδος. Διεθνώς τα πάντα ανακατατάσσονται, οι ανταγωνισμοί οξύνονται, βεβαιότητες καταρρέουν, κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει. Όμως εμπιστεύομαι και πιστεύω στους ανθρώπους, αλλιώς η ζωή γίνεται αδύνατη, έλεγε ο Τσέχοφ. Και τους πιστεύω, και ελπίζω σ’ αυτούς.

Τα χρόνια που εργαζόμουν στην τηλεόραση έζησα μέσα σε χιλιάδες ζωές άλλων, χάνοντας κομμάτια της δικής μου. Δούλεψα πολύ και σκληρά. Αμέτρητες ώρες εκπομπών, χιλιάδες πρόσωπα και ξενύχτια στα στούντιο και στο μοντάζ. Όσοι δούλεψαν μαζί μου ξέρουν από πρώτο χέρι ότι όσους συνεργάτες κι αν είχα, μου άρεσε να κάνω στο τέλος τα πάντα. Εννοώ και τη σκηνοθεσία και το μοντάζ. Έκανα ζωή τη δουλειά μου. Έφευγαν το βράδυ από το γραφείο και όταν επέστρεφαν το πρωί ήμουν ακόμη εκεί. Κάποιες φορές, μάλλον άξιζε και τον κόπο. Συναντήθηκα με σπουδαία πλάσματα, έγιναν κάποιες ωραίες δουλειές. Αν και τώρα σκέφτομαι πως η ζωή περνούσε δίπλα μου εκείνη την εποχή κι εγώ την αγνοούσα ‒ μέγα σφάλμα.

Αν γύριζα τον χρόνο πίσω και ξαναέμπαινα στο τούνελ της, θα αφιέρωνα περισσότερο χρόνο στην προστασία του εαυτού μου. Δεν θα του επέτρεπα να δουλεύει δεκαοκτώ και είκοσι ώρες την ημέρα, δεν θα τον άφηνα να πιστεύει σε φίλους μιας χρήσης και δεν θα του στερούσα τόσες ώρες από την οικογένειά του. Μου έδωσε πολλά και μεγάλα δώρα η τηλεόραση, μόνο που όλα πληρώθηκαν, τελικά, πανάκριβα. Στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης όλοι κάναμε λάθη. Ήταν αχαρτογράφητη περιοχή, ένα καινούργιο άγνωστο παιχνίδι με γρίφους αντί κανόνες, γεμάτο παγίδες, με μεγαλύτερη αυτή της τηλεθέασης. Οι εκπομπές μου τότε άγγιζαν το 70%. Στο όνομα τέτοιων αριθμών έγιναν χοντράδες και υπήρξαν παρατράγουδα, κακογουστιές.

Κάποιοι αντιληφθήκαμε τα λάθη και στην πορεία κάπως τα διορθώσαμε, κάποιοι, βλέποντάς τα να αποδίδουν, έχτισαν καριέρες πάνω σ’ αυτά. Καριέρες ανθρωποφαγίας που διαρκούν ακόμη. Στην τηλεόραση μπήκα με ψυχολογία Χριστόφορου Κολόμβου, εξερευνούσα τα πάντα, αντιμετώπιζα κάθε στιγμή με παιδικό ενθουσιασμό, πάθος αλλά και ευθύνη. Έκανα ό,τι μπορούσα για να κάνω καλά τη δουλειά μου. Λάθη συνέβησαν, γιατί δουλεύοντας νυχθημερόν, με διαλυμένες αντοχές, υπήρξαν στιγμές που δεν μπορούσα να σκεφτώ ψύχραιμα. Όμως αυτά τα λάθη κατέληξαν να είναι πολύτιμα. Με δίδαξαν όσα ούτε ξέρει ούτε μπορεί να διδάξει η επιτυχία. Κάθε στραβοπάτημα βοήθησε να πάω γειωμένη, ισορροπημένη και υποψιασμένη παρακάτω. Οι αποτυχίες είναι ένα πολύτιμο GPS.

Σήμερα, παρακολουθώντας τη νέα γενιά ρεπόρτερ και παρουσιαστών, βρίσκω πως είναι ηρωική σε μεγάλο βαθμό. Σέβομαι όλα αυτά τα νέα παιδιά των δελτίων ειδήσεων που ξημεροβραδιάζονται στο ρεπορτάζ, σε άγριες συνθήκες και με χαμηλές αμοιβές. Πολλά έχουν τσαγανό, γνώσεις, δυνατότητες, ταλέντο και μιλούν καλά ελληνικά. Όμως, ενώ τα καμαρώνω, λυπάμαι πολύ που σταδιοδρομούν σε τόσο δύσκολα χρόνια, προσπαθώντας να επιβιώσουν σε συνθήκες απανωτών κρίσεων. Μακάρι να αντέξουν. Το κεφάλαιο «τηλεόραση», πάντως, το έχω κλείσει οριστικά από το 2009, όταν αποφάσισα να αποχωρήσω.

Ένιωθα το τηλεοπτικό τοπίο να αλλάζει εκεί γύρω στο 2007-2008. Δεν είχε πια η τηλεόραση το οξυγόνο που χρειαζόμουν για να υπάρξω και δεν ήξερα (κι ούτε είχα πια διάθεση) να αποκωδικοποιήσω τη νέα εποχή που ξημέρωνε στα ΜΜΕ. Η τηλεοπτική γη δεν μου φαινόταν εύφορη, ένιωθα πως περιπλανιόμουν άσκοπα σε μια άγονη γραμμή και η νομάς μέσα μου φώναξε να φύγουμε, να ψάξουμε άλλο τόπο. Άλλωστε ό,τι ήταν να εξερευνηθεί από εμένα εξερευνήθηκε, όσα χρόνια έπρεπε να κατατεθούν σε στούντιο, μοντάζ και συνεντεύξεις κατατέθηκαν. Είκοσι επτά χρόνια περιπλάνησης ήταν αρκετά. Τα είδα όλα, και στις σουίτες και στα μπουντρούμια του τηλεοπτικού Gotham City. Έπρεπε να γυρίσω σπίτι μου. Έτσι το 2009 δραπέτευσα και ξεκίνησα από το μηδέν στο διαδίκτυο. Και δέκα χρόνια μετά, πάλι απ’ την αρχή, νέα περιπέτεια, η συγγραφή. Μια ζωή restart. Έχω μάλιστα στις αποσκευές μου κι ένα ρεκόρ. Νομίζω πως είμαι η μοναδική δημοσιογράφος που δεν εμφανίστηκε ποτέ στην τηλεόραση ως καλεσμένη για συνέντευξη ή δηλώσεις. Ήταν μια απόφαση που πήρα το 1982 και την τηρώ μέχρι σήμερα.

Γράφοντας βιβλία, όχι μόνο ανακάλυψα άγνωστες περιοχές του εαυτού μου αλλά τακτοποίησα μέσα μου και εκκρεμότητες χρόνων, ενώ κάποια παλιά τραύματα παρατηρώ πως με το γράψιμο, σιγά σιγά, επουλώνονται. Ποτέ δεν είπα ότι πέτυχα κάτι. Δεν ξέρω να εξηγήσω τι ακριβώς σημαίνει επιτυχία, δεν έχω ιδέα πώς ερμηνεύεται η ευτυχία. Μάλιστα στο βιβλίο μου Οι Απείθαρχοι υπάρχει και σχετικό κεφάλαιο που το επιβεβαιώνει. Έχει τίτλο «Παντελώς ανέτοιμη για ευτυχία» και υπογραμμίζονται σ’ αυτό η αμηχανία και η συστολή με τις οποίες υποδεχόμουν όσα στην πορεία μου έμοιαζαν με επιτυχία. «Πάσχω από χρόνιο σύνδρομο προληπτικής απώθησης της ευτυχίας. Δεν ξέρω να τη διαχειριστώ, δεν είμαι σίγουρη πως μπορώ να την αντέξω. Δεν ξέρω, ακόμη, αν έχω να πληρώσω το αντίτιμό της. Μέχρι να γίνει ο ήλιος σούπερ νόβα θα βασανίζομαι από τον φόβο μιας ξαφνικής ευτυχίας και από έλλειψη αυτοεκτίμησης». Δυστυχώς δεν αλλάζει αυτή η πτυχή του χαρακτήρα μου. Σχεδόν πάντα αντιμετωπίζω με ναυτία ό,τι καλό μου συμβαίνει. Σαν να μην το αξίζω, σαν να μου πέφτει πολύ για τα μέτρα μου. Πιο οικείες αισθάνομαι τις δυσκολίες και τις ανηφόρες, ακόμη και τις στενοχώριες. Στις στιγμές ευτυχίας παραλύω και κάνω πάντα ένα ζαλισμένο βήμα όπισθεν. Νιώθω να παθαίνω λοιμώξεις του ανώτερου συναισθηματικού.

Ξέρετε, ένας κομμουνιστής σήμερα ορίζεται όπως οριζόταν πάντα. Νομίζω πως ο Ναζίμ Χικμέτ το λέει ωραία σ ένα ποίημά του: «Είμαι κομμουνιστής. Είμαι αγάπη απ’ την κορφή ως τα νύχια, αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ». Στην εφηβεία μου το ΚΚΕ με έμαθε να ονειρεύομαι έναν καλύτερο και δίκαιο κόσμο. Κατάλαβα ότι σ’ αυτόν τον τόπο δεν υπήρξε κατάκτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών που να μη συνδέεται με τους αγώνες του. Έγιναν ήρωές μου οι ήρωές του. Με έμαθε να αγωνίζομαι κι αυτό του το χρωστάω και θα προσπαθώ μια ζωή να του το ανταποδώσω. Γύρω από την έννοια «αριστερά» η αλήθεια είναι πως έχει γίνει μαζική λαθροχειρία. Είδαμε και τη «γιαλαντζί» αριστερά, που προέκυψε στην πράξη δεξιότερη της δεξιάς, ψηφίζοντας μνημόνια και αντιλαϊκά νομοσχέδια, συνεργαζόμενη με ακροδεξιούς και ζητιανεύοντας ψήφους ναζιστών. Τα πράγματα είναι απλά και έχει σημασία να κρίνονται στην πράξη. Ή είσαι με τα μονοπώλια, τους ομίλους, τους τραπεζίτες και τις διεθνείς συμμαχίες τους ή είσαι με τον εργάτη, τον αγρότη, τον επαγγελματία, με τα συμφέροντα του λαού. Αυτό καταλαβαίνω εγώ για αριστερά.

Βιώνουμε την απροκάλυπτη επίθεση των δυνατών στους αδύναμους, σε όλα τα μέτωπα, φτωχοποιούνται ολόκληροι κλάδοι, στήνονται «πράσινες» μπίζνες που θυσιάζουν το περιβάλλον ψυχρά στα επιχειρηματικά συμφέροντα, εμπλεκόμαστε σε πολέμους. Όλο και πιο πολλοί γύρω μας οι άνεργοι, οι ξεσπιτωμένοι, οι άνθρωποι που χάνουν τη ζωή τους στις δουλειές τους ή στις μετακινήσεις τους, όλο και πιο πολλές οι ζωές που τινάζονται στον αέρα, όλο και πιο ελαστικές οι μορφές απασχόλησης, όλο και πιο συχνά τα νέα αντιεργατικά μέτρα, όλο και περισσότεροι αυτοί που πλήττονται από την απληστία και τη βιαιότητα της δεξιάς. Δημιουργήθηκε μέγα όρυγμα μεταξύ των δύο κόσμων και ο καθένας μας, ανάλογα με την ταξική του υπόσταση, θα πρέπει να τοποθετηθεί. Ή στη δεξιά πλευρά της αλόγιστης οικονομικής ανάπτυξης, του κέρδους και της ανισότητας, ή στην αριστερή πλευρά της αλληλεγγύης, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Ουγκό είχε πει: «Το Δίκαιο δεν είναι Κολοσσός της Ρόδου, να στηρίζεται σε δυο όχθες». Για να κερδίζει ο λαός πρέπει να χάνει το κεφάλαιο. Το ΚΚΕ είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να κάνει την υπέρβαση.

Στην Αθήνα αγαπάω τον τρόπο της να είναι κόλαση και παράδεισος μαζί. Τριγυρνάω συχνά στις γειτονιές όπου μεγάλωσα στον Βοτανικό, την Ακαδημία Πλάτωνος, τα Εξάρχεια. Ζω όμως και μεγάλους έρωτες με την Καισαριανή, την Καλλιθέα, τον Βύρωνα, ανακαλύπτω τον Άλιμο, το Παλαιό Φάληρο, την Ηλιούπολη, ψάχνω την ιστορία τους, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σημάδεψαν αυτές τις γειτονιές. Μ’ έναν τρόπο, δηλαδή, επαναλαμβάνω αυτό που έκανα όταν ήμουν μαθήτρια Γ’ Δημοτικού και πήγαινα με τα πόδια από το σχολείο μου, στην πλατεία Κουμουνδούρου, στην οδό Ερμού, όπου ήταν το κατάστημα του μπαμπά. Κανείς εκεί δεν με πρόσεχε, κανείς δεν ρωτούσε πώς τα πήγα στο σχολείο ή τι διάβασμα είχα για την επομένη, γι’ αυτό κι εγώ πάντα έφευγα και πήγαινα βόλτα. Κάθε απόγευμα το ίδιο. Μόνη μου. Περπατούσα ώρες και χάζευα τα πάντα σ’ αυτήν τη φαντασμαγορική –στα μάτια μου– γειτονιά, δηλαδή σε όλη τη μαγική περιοχή από την Πανδρόσου και την Αθηνάς μέχρι την Πειραιώς και την Αγίου Κωνσταντίνου.

Τρελαινόμουν, όπως και τώρα, που κάνω ακριβώς το ίδιο, να παρατηρώ τα πολύχρωμα παλιατζίδικα στο Γιουσουρούμ, τον κόσμο που έτρωγε με όρεξη στα μαγειρεία τριγύρω, τους φούρνους που πουλούσαν κουλούρια και πάντα μύριζαν ωραία. Ν’ ακούω τα λαϊκά που αντιλαλούσαν από τα τσαγκαράδικα, τα μπακάλικα και τα μηχανουργεία της Παπανικολή, τους δυνατούς διαλόγους των οικοδόμων με τα αυτοσχέδια εφημεριδένια καπελάκια και των φωνακλάδων πωλητών στη λαϊκή αγορά, να χαιρετάω τις όμορφες κυρίες με τα φανταχτερά ρούχα στις εισόδους κάποιων σπιτιών μ’ ένα κόκκινο φωτάκι στην Ευριπίδου (γνωριζόμασταν με όλες και πάντα με ρωτούσαν πώς πάει το σχολείο). Δεν χορταίνεται η Αθήνα.

Θεωρώ ότι επαναστατικό σήμερα είναι η καλοσύνη. Πάντα αυτή ήταν και πάντα αυτή θα είναι η αρετή των δυνατών ανθρώπων. Η μεγαλύτερη ελληνική παθογένεια πιστεύω πως είναι η έλλειψη ιστορικής μνήμης. Νομίζω πως έχουμε χρέος να διατηρήσουμε τη φλόγα της για να μη γίνει πυροτέχνημα. Άλλωστε πάντα ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης απέναντι στη λήθη. Αν έγραφα ΄τωρα ένα σύνθημα σε τοίχο θα ήταν το ίδιο που είχαμε γράψει κάποτε, στην είσοδο του γυμνασίου μας και που η απαίτησή του ισχύει ακόμη: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».

Μια πληγή που δεν θα κλείσει ποτέ είναι ο θάνατος της μητέρας μου. Επίσης, ακόμη με σημαδεύουν οι μυρωδιές. Συχνά θυμάμαι πρώτα τη μυρωδιά κάποιου και μετά το ποιος είναι. Κάποτε μέναμε σε μια εργατική πολυκατοικία στου Ρέντη, απέναντι από ένα γνωστό εργοστάσιο μπισκότων. Οι υπεύθυνοι εκεί μοίραζαν στη φτωχογειτονιά, γύρω από αυτό, τα μπισκότα που έσπαγαν και δεν τα χρησιμοποιούσαν στις συσκευασίες. Αυτό ήταν το πρωινό μου για πολύ καιρό. Έτσι, κάθε φορά που περνάω απ’ έξω, γίνομαι πάλι επτά χρονών και νιώθω εκείνη την ασφάλεια της αγκαλιάς της γιαγιάς μου, συνδυασμένη με τη μυρωδιά και τη γεύση των μπισκότων. Η μυρωδιά του γιασεμιού θα είναι πάντα η μαμά μου. Του πράσινου σαπουνιού, η γιαγιά μου. Της γόμας, το σχολείο. Της νικοτίνης, ο μπαμπάς μου. Του Channel 5, ο έρωτας. Του καφέ, η τηλεόραση. Του ταλκ, η κόρη μου. Της φρουτόκρεμας, ο γιος μου.

Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι ο ίδιος με του Αστερίξ και του Οβελίξ: μην πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μου. Όταν κάτι με κουράζει, με απογοητεύει ή με αρρωσταίνει, αυτομάτως η εφηβεία μέσα μου αντεπιτίθεται και τα διορθώνει όλα. Εξουδετερώνει και φόβους και χρόνια και ταυτότητες. Τροφοδοτεί μια ανεξάντλητη πηγή νεότητας, χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Εμπιστεύομαι τον Αϊνστάιν που έχει πει ότι «χρόνος δεν υπάρχει, είναι μια ανθρώπινη επινόηση και εξυπηρετεί μόνο ανθρώπινες ανάγκες». Δεν δέχομαι πως το πέρασμα του χρόνου είναι μια αντίστροφη μέτρηση, το βλέπω σαν μια σειρά από νικηφόρα 24ωρα που άξιζαν να τα ζήσω. Το να ξέρεις, πάντως, να μεγαλώνεις, αισθάνομαι πως είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της τέχνης της ζωής.

Η ζωή με δίδαξε πως τις εμπειρίες δεν τις δημιουργείς, πρέπει να τις υποστείς. Να τις πληρώσεις για να τις αποκτήσεις. Κι έχω πληρώσει καλά. Πάντα αποζητούσα μια ζωή με περιπέτειες, δράση, προσφορά και εκπλήξεις, να μην προλαβαίνω να πάρω ανάσα. Να δημιουργώ, να ταξιδεύω, να μαθαίνω τους ανθρώπους, να προσπαθώ να κάνω κάτι γι’ αυτούς. Το κατάφερα να ζω κάπως έτσι. Έκανα τον χρόνο χορηγό διαρκείας κι έμαθα πια να εντοπίζω πιο γρήγορα τα πολύτιμα και τα ουσιαστικά μπροστά μου και να τα αξιοποιώ.

902.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: