“Στα 13 μου, με βίασε οικογενειακός φίλος” – Η γενναία εξομολόγηση του Σπύρου Γραμμένου, γιατί “για το θύμα η ιστορία δεν παραγράφεται ποτέ…”
Από την άχαρη, αν όχι χυδαία, συζήτηση για το διαβόητο «γιατί τώρα;» που ρωτούν διάφοροι χαρωποί παρατηρητές της κακοποίησης, αρχίσαμε σιγά-σιγά να καταλαβαίνουμε ότι η αξία κάθε μαρτυρίας είναι μοναδική, διότι με κάθε στόμα που ανοίγει, ένας ακόμη άνθρωπος απλώνει το χέρι και σηκώνεται.
Ο Σπύρος Γραμμένος προσέθεσε τη δική του προσωπική μαρτυρία για το περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης που υπέστη ως έφηβος από έναν οικογενειακό φίλο και στο οποίο μέχρι πρόσφατα δεν είχε δώσει καν όνομα, καθώς δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι επρόκειτο ουσιαστικά για βιασμό. Κάτι που συνειδητοποίησε, χάρη στη γενναία στάση της Μπεκατώρου και όσων άλλων μίλησαν, την επιμονή της ψυχολόγου του και μιλώντας με δικηγόρους.
Μιλάει τώρα, γιατί “με κάθε στόμα που ανοίγει, ένας ακόμα άνθρωπος απλώνει το χέρι και σηκώνεται”. Κι αυτό είναι από μόνο του επαρκής λόγος που απαντά στο ανόητο ερώτημα “γιατί τώρα;”, που θέτουν κάποιοι χαζοχαρούμενοι παρατηρητές της πραγματικότητας.
Ο Σπύρος Γραμμένος μίλησε επίσης στον Κ. Πουλή του Press Project, για τη γενναία στάση της μητέρας του, όταν της αποκάλυψε τι είχε γίνει, και για την κοινωνία που έχει αλλάξει και είναι πιο έτοιμη να ακούσει τέτοιες καταγγελίες, ενώ κλείνει με την εξής επιθυμία: Θέλω ο κόσμος να καθαρίσει και ο καθένας που έχει κάνει κάτι τέτοιο, να τιμωρηθεί, όπως του αξίζει.
Πάνω σε όλο αυτό που έχει συμβεί τον τελευταίο καιρό, νιώθω την ανάγκη να πω μια προσωπική ιστορία. Βρίσκω τη δύναμη μετά από 30 χρόνια να μιλήσω για αυτό. Βρίσκω τη δύναμη μετά από 30 χρόνια να πω κάτι που μου συνέβη που δημιούργησε πραγματικά μια μπάλα στο στήθος μου, η οποία έφυγε από μέσα μου πριν λίγες μέρες που κατάφερα να το πω στη μητέρα μου. Θέλω να ολοκληρωθεί όλο αυτό, γι’ αυτό θέλω να το πω δημόσια.
Έχω πέσει θύμα μιας τέτοιας κατάστασης, όπου ένας οικογενειακός φίλος, όταν ήμουν 13 ετών, με πολύ έξυπνο και ωραίο τρόπο με πήγε στο σπίτι του, με ξάπλωσε στο κρεβάτι, μου έκανε στοματικό και μετά ανέβηκε από πάνω μου και προσπάθησε να πηδηχτεί. Εγώ ή ήμουν μουδιασμένος εντελώς και δεν κατάλαβα αν συνέβη κάτι ή δεν είχα στύση, δεν ξέρω. Μετά μου είπε αρκετές φορές να πάω σπίτι του, όπου αρνήθηκα.
Πέρα από την προσωπική μου ιστορία, ο λόγος που θέλω να τα πω όλα αυτά, είναι γιατί ακούμε αυτή την ηλιθιότητα “γιατί δε μίλησε τότε το θύμα”. Εμένα πέρασαν πολλά χρόνια. Στα 35 μου μίλησα πρώτη φορά στην ψυχολόγο μου γι’ αυτό το θέμα. Συνέβη το καλοκαίρι του 1993. Μίλησα στην ψυχολόγο μου πριν έξι χρόνια, το έλεγα “αυτό το συμβάν”, δεν το είχα ονομάσει καν κάπως. Δεν μπορούσα να του δώσω την ταμπέλα που έχει κανονικά. Περνώντας τα χρόνια, η ψυχοθεραπεύτριά μου το ξανάφερε για να το συζητήσουμε, εγώ πέταγα δυο κουβέντες και άλλαζα θέμα κατευθείαν. Από το Νοέμβρη το συζητάμε ξανά πολύ έντονα.
Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους βγήκαν και μίλησαν. Ένιωσα ότι κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσω να φοβάμαι τον άνθρωπο που μου το έκανε. Δυστυχώς έχουν περάσει πολλά χρόνια και δεν μπορώ να τον κυνηγήσω νομικά, να πάω σε κάποιον δικαστή, γιατί για τον νόμο αυτό το αδίκημα παραγράφεται. Για το θύμα δεν παραγράφεται ποτέ. Και πρέπει τα άτομα που τους συμβαίνουν τέτοια πράγματα να το λένε -γιατί τις τελευταίες μέρες το έχω πει σε δέκα ανθρώπους και οι πέντε τουλάχιστον είχαν μια αντίστοιχη εμπειρία. Είναι πολύ μεγάλο ποσοστό…
Ήταν οικογενειακός φίλος. Ήταν ο άντρας μιας φίλης της μάνας μου αυτός ο άνθρωπος. Θέλω να πω στον κόσμο “μιλήστε. Μην τρομάζετε τα παιδιά σας”. Εγώ όταν το είπα στη μάνα μου, έφυγε ένα βάρος 30 χρόνων. Κάνω αυτό το βίντεο για να δείξω σε αυτόν τον άνθρωπο ότι δεν τον φοβάμαι. Όταν συνέβη αυτό με έκανε κατευθείαν να αισθανθώ συνένοχος. Τόσο συνένοχος που φοβόμουν μην το πει αυτός στους γονείς μου.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό, σκεφτόμουν ότι έφταιγα. Την πρώτη φορά που πήγα σπίτι του, μου έβαλε πορνό, μου έδωσε τσιγάρο και μου είπε να αυνανιστούμε. Πήγα και δεύτερη φορά, εκεί κατηγορώ τον εαυτό μου “Γιατί ξαναπήγα;”. Κατηγορούσα τον εαυτό μου για αυτό. Αυτός ο άνθρωπος ζει και έχει κανονικά τη ζωή του. Μπορεί να συνεχίζει να το κάνει και εγώ δεν μπορώ να τον καταγγείλω κάπου. Τον είδα φέτος το καλοκαίρι και τον χαιρέτησα αμήχανα. Θέλω δικαιοσύνη, αυτό απαιτώ. Εύχομαι να μην έχει πειράξει άλλον άνθρωπο. Μιλώντας με δικηγόρο έμαθα ότι είχα πέσει θύμα βιασμού. Παλεύω με κρίσεις πανικού.
Την πρώτη φορά που πήγα σπίτι του, έβαλε πορνό, μου έδωσε τσιγάρο και μου είπε να αυνανιστούμε. Πήγα και δεύτερη φορά, εκεί κατηγορώ τον εαυτό μου “Γιατί ξαναπήγα;”. Κατηγορούσα τον εαυτό μου για αυτό. Αυτός ο άνθρωπος ζει και έχει κανονικά τη ζωή του. Μπορεί να συνεχίζει να το κάνει και εγώ δεν μπορώ να τον καταγγείλω κάπου. Τον είδα φέτος το καλοκαίρι και τον χαιρέτησα αμήχανα. Θέλω δικαιοσύνη, αυτό απαιτώ. Εύχομαι να μην έχει πειράξει άλλον άνθρωπο. Μιλώντας με δικηγόρο έμαθα ότι είχα πέσει θύμα βιασμού. Παλεύω με κρίσεις πανικού.
Γιατί τώρα; Γιατί δεν του είχα δώσει όνομα. Ακούγοντας την Μπεκατώρου, συνειδητοποίησα ότι έχω πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Μιλώντας με δικηγόρο, μαθαίνω ότι έχω πέσει θύμα βιασμού. Πλέον το έχω ξορκίσει. Κάποτε δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι, ούτε και να μείνω μόνος μου. Τώρα, όπως μπορώ να βγω από το σπίτι, έτσι μπορώ να βγω και από το κλουβί που με έβαλε αυτή η κατάσταση.
Ένα από τα πράγματα που έχω συνειδητοποιήσει το τελευταίο διάστημα, μετά την αποκάλυψη της Σοφίας Μπεκατώρου, είναι ακριβώς η απεριόριστη δύναμη του παραδείγματος. Ότι για κάθε θύμα που μιλάει, υπάρχει άλλος ένας τραυματισμένος άνθρωπος που μπορεί για πρώτη φορά να βρει το θάρρος να μιλήσει και να ζητήσει δικαιοσύνη. Από την άχαρη, αν όχι χυδαία, συζήτηση για το διαβόητο «γιατί τώρα;» που ρωτούν διάφοροι χαρωποί παρατηρητές της κακοποίησης, αρχίσαμε σιγά-σιγά να καταλαβαίνουμε ότι η αξία κάθε μαρτυρίας είναι μοναδική, διότι με κάθε στόμα που ανοίγει, ένας ακόμη άνθρωπος απλώνει το χέρι και σηκώνεται.