Στο μικρόκοσμο ενός φωταγωγού

Η γοητεία του να ζεις σε ένα διαμέρισμα κλειστό, ένα διαμέρισμα που βλέπει μόνο στο φωταγωγό, είναι ότι έχεις το δικαίωμα ανά πάσα ώρα και στιγμή να εισβάλλεις στη ζωή του άλλου – χωρίς αυτό όμως να αποκλείει και το γεγονός ότι μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο.

Η γοητεία του να ζεις σε ένα διαμέρισμα κλειστό, ένα διαμέρισμα που βλέπει μόνο στο φωταγωγό, είναι ότι έχεις το δικαίωμα ανά πάσα ώρα και στιγμή να εισβάλλεις στη ζωή του άλλου – χωρίς αυτό όμως να αποκλείει και το γεγονός ότι μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο.

Μπορώ να καταλάβω πότε η κυρία του τετάρτου της διπλανής πολυκατοικίας είναι χαρούμενη ή θλιμμένη, μόνο και μόνο από τον τρόπο που φουμάρει τον καπνό της. Μερικές φορές την ακούω πολύ νωρίς το πρωί ή πολύ αργά το βράδυ να κάθεται για ώρες στο μπαλκονάκι της με μόνη συντροφιά άλλοτε το τρανζιστοράκι κι άλλοτε τον ξερόβηχά της. Ειδικά τώρα με την άφιξη της άνοιξης την επισκέφθηκαν κι οι αλλεργίες της. Οπότε σε ανύποπτο χρόνο το φτέρνισμα είναι ικανό – δοθείσης και την ελλιπούς μόνωσης – να σε πετάξει από τον ύπνο σου.  

Ξέρω πότε το νεαρό και προσφάτως αφιχθέν ζευγάρι στον δεύτερο είναι τσακωμένο ή μονιασμένο. Φοιτητές, βλέπεις. Στα ντουζένια τους, βλέπεις. Πρώτη συγκατοίκηση. Βλέπεις. Συχνά όταν τσακώνονται το αγόρι βγαίνει στο μπαλκόνι και περνά ώρες ατελείωτες μπροστά σε μια οθόνη, κρύβοντας το θυμό του μέσα σε αμέτρητα pixels και ειδοποιήσεις. Το κορίτσι, πάλι, παίρνει τα καθαριστικά και κάνει το σπίτι λαμπίκο.

Η μεγαλοκοπέλα, πάλι, στο γειτονικό μπαλκόνι έχει μόνιμη λατρεία στις μπουγάδες. Κάθε μέρα βλέπεις διαφορετικά σεντόνια και μπλουζάκια να παρελαύνουν στα σχοινιά της και αρκετές φορές μερικά βολτάρουν και στα παρακάτω διαμερίσματα. Είναι τέτοια η μανία της να μη χρησιμοποιεί μανταλάκια, που ουκ ολίγες φορές τα ρούχα της αποδημούν προς άλλα μπαλκόνια.

Ελάχιστες είναι οι φορές που απόλυτη ησυχία, σχεδόν νεκρική σιγή, απλώνεται σε όλο τον φωταγωγό. Το χειμώνα είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα που οι πιο πολλοί κοιμούνται ένεκα της πρωινής δουλειάς, ενώ το καλοκαίρι είναι λίγο πριν την ανατολή του ήλιου, στιγμές πριν το απορριμματοφόρο σημάνει την έναρξη μιας καινούριας μέρας. Τότε που τρέμεις να ανοίξεις το παντζούρι – μην τυχόν και ξυπνήσεις την γάτα που κουρνιάζει στο περβάζι του παραθύρου.

Η καλύτερη εποχή όμως είναι το καλοκαίρι. Χωρίς αμφιβολία. Εκεί είναι που ξεγυμνώνεσαι παντελώς. Η ζέστη, αφόρητη ως είναι, σε αναγκάζει σε διάπλατα ανοιχτές μπαλκονόπορτες και κουρτίνες κι αυτομάτως γίνεσαι ένα με τα υπόλοιπα διαμερίσματα. Μοιάζει τότε ο φωταγωγός σαν ένα κοινόβιο. Οι όροι «ιδιωτικότητα», «αλληλοκατανόηση», «σεβασμός» χάνουν τη δυναμική τους και σταδιακά παύουν να υφίστανται. Έτσι, ο ξερόβηχας και τα σεντόνια του ενός γίνονται ξερόβηχας και σεντόνια του άλλου κι ο θυμός πολλές φορές με τη μορφή δεκάδων decibel μοιράζεται σε κάθε σπιτικό.

**

Τα κουτάκια στο φωταγωγό μέρα με τη μέρα μεγαλώνουν και υπακούουν στο μεγαλύτερο χρωματιστό κουτί που βγάζει φωνές και προστάζει.
Καλογυαλισμένα απ’ όλες τις πλευρές, παρελαύνουν ένα – ένα, βγάζοντας άναρθρες κραυγές και άναρχα σχήματα.
Τα κουτάκια στο φωταγωγό πλέον δεν κατοικούνται από ανθρώπους, μα από μηχανήματα.
Κι ακόμα ψάχνω για να βρω ποιος μας κινεί τα νήματα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: