Away and Anywhere (I)

Η ιδέα έπεσε μεσοβδόμαδα. «Πάμε το σαββατοκύριακο στο εξοχικό μου να αράξουμε και να κάνουμε και καμιά εντουράδα;». Εννοείται πως δεν θα έχανα τέτοια ευκαιρία με τίποτα. Σαββατοκύριακο μακριά απο όλους και όλα με την μηχανή μου να οργώνει τις ασφάλτους και τα βουνά, τον κολλητό, μπριζολίδια στα κάρβουνα και παγωμένες μπυρίτσες. Βέβαια το πριονάκι μου δεν προοριζόταν για ταξίδια στην Εθνική Οδό…

Η ιδέα έπεσε μεσοβδόμαδα. «Πάμε το σαββατοκύριακο στο εξοχικό μου να αράξουμε και να κάνουμε και καμιά εντουράδα;». Εννοείται πως δεν θα έχανα τέτοια ευκαιρία με τίποτα. Σαββατοκύριακο μακριά απο όλους και όλα με την μηχανή μου να οργώνει τις ασφάλτους και τα βουνά, τον κολλητό, μπριζολίδια στα κάρβουνα και παγωμένες μπυρίτσες. Βέβαια το πριονάκι μου δεν προοριζόταν για ταξίδια στην Εθνική Οδό και πώς να προορίζεται αφού με το ζόρι είχε βγάλει άδεια για τον δρόμο. Αν αναρωτιέσαι για τι πράγμα μιλάω, φυσικά και μιλάω για ένα Kawasaki Klx300R του 1998! Οπότε εκεί είχα έναν ενδοιασμό ο οποίος εξαφανίστηκε μέσα σε μερικά λεπτά έχοντας δημιουργήσει όλες αυτές τις όμορφες εικόνες στο μυαλό μου.

Έτσι, Παρασκευή μεσημεράκι φόρτωσα το σακίδιό μου στην πλάτη, καβάλησα το μοτόρι και πήγα από το σπίτι του κολλητού για να ξεκινήσουμε παρέα. Αφού απαντήσαμε στις ερωτήσεις του περίεργου γείτονα (πρώην μηχανόβιου), τον χαιρετήσαμε, καβαλικέψαμε τα πράσινα άτια μας και ξεκινήσαμε για την Εθνική. Μια μπροστά ο κολλητός με την διχρονολαδιέρα του και εκεί που δεν άντεχα άλλο το ντουμάνι, με δύο μπράααπ μπράαααααπ του γκαζιού τον προσπέρναγα και ακολουθούσε εκείνος. Συχνά ανεβοκατεβάσματα σε ταχύτητες για να μην πάρω τις βαλβίδες ή κανά πιστόνι στο χέρι και όλα κύλαγαν ομαλά. Μέχρι που άρχισε να βραδιάζει και να γίνονται τα πρώτα ντου απο μυγάκια. «Εεε σταμάτα» φώναξα στον κολλητό. «Τι έγινε;» μου απάντησε. «Κάτσε να βάλω την μάσκα γιατί η μούρη μου έχει γίνει ψηφιδωτό απο νεκρά μυγάκια». Βλέπεις, πού λεφτά για δύο κράνη οπότε χειμώνα καλοκαίρι με το εντουράδικο. Αφού κάναμε και ένα τσιγάρο εκεί στον παράδρομο της Εθνικής, φόρεσα και την μάσκα και ξεκινήσαμε. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει μέσα στην θάλασσα και σε λίγο θα πλησιάζαμε στην πόλη πριν το εξοχικό, όπου θα παίρναμε και προμήθειες για το σαββατοκύριακο. Όντως, μετά απο κανα εικοσάλεπτο μπήκαμε στην πόλη. Ψωνίσαμε τα απαραίτητα απο το σουπερμάρκετ και συνεχίσαμε. Εδώ που τα λέμε, όχι ακριβώς τα απαραίτητα, μιας και στην πρώτη φουρκέτα που συναντήσαμε στο βουνό βρέθηκα να προσπαθώ να στρίψω χωρίς να ακουμπήσει κάτω η σακούλα του σούπερμαρκετ – η οποία κρεμότανε στο τιμόνι. Ναι, δεν είχαν χωρέσει όλα τα πράγματα στο σακίδιο.

Away and Anywhere (I)

Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και οι δυο μας βρεθήκαμε να παίρνουμε τη μια στροφή μετά την άλλη μέσα στο βουνό. Ο κολλητός τον ήξερε απέξω και ανακατωτά τον δρόμο οπότε ήταν καλός «λαγός» και εγώ αντίστοιχα καλή «σκούπα» (γέλια). Σε αρκετές στιγμές παραλίγο να τον χάσω κιόλας. Είχα και αυτά τα καντηλάκια για φώτα στο Klx, οπότε δυσκολευόμουν ανά φάσεις. Κάποια στιγμή μπήκαμε και σε ένα χωματόδρομο, αλλά ευτυχώς ήταν τα μερικά μέτρα χώματος τα οποία οδηγούσαν στην είσοδο του σπιτιού. Ξαρματωθήκαμε όσα κουβαλάγαμε, ανοίξαμε απο μια μπύρα και βγήκαμε στην αυλή να ανάψουμε φωτιά για να ψήσουμε τις μπριζόλες που είχαμε πάρει.

Άναψα τσιγάρο κι έπειτα πήρα βαθιά ανάσα. Το πεύκο γέμισε τα πνευμόνια μου, η επόμενη κίνηση ήταν να κοιτάξω τον ουρανό που έλαμπε παρέα με τα άστρα του. Ζωή στην εξοχή, σκέφτηκα και ανακάτωσα τα κάρβουνα στην φωτιά. Ο κολλητός απο μέσα είχε βρει μια κασέτα John Lee Hooker και την είχε πετάξει στο κασετόφωνο, η φωτιά ήθελε λίγη ώρα ακόμα για να γίνει, οπότε συνέχισα να απολαμβάνω την ηρεμία της βραδιάς και το τσιγάρο μου.

Αφού ψήσαμε τις μπριζόλες με την τσίκνα να είναι τόσο έντονη λες και θα βγει κάποια black metal μπάντα για live και αφού βγάλαμε και τις αντίστοιχες black metal φωτογραφίες (είμαστε σούργελα, το ξέρω) πέσαμε με τα μούτρα στο φαΐ δίχως αύριο και μερικά λεπτά αργότερα θα πέφταμε σαν τούβλα ο καθένας στο κρεβάτι του. Θες το ταξίδι, θες το φαΐ, θες οι μπύρες, θες ότι είχαμε πρωινό ξύπνημα λόγω εντουράδας, τα μάτια μας έκλειναν με συνοπτικές διαδικασίες.

(συνεχίζεται…)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: