Away and Anywhere (II)
Το πρωί με το που άρχισε να σηκώνεται ο ήλιος αρχίσαμε και εμείς δειλά δειλά να βγαίνουμε απο τα σκεπάσματα. […]
Το πρωί με το που άρχισε να σηκώνεται ο ήλιος αρχίσαμε και εμείς δειλά δειλά να βγαίνουμε απο τα σκεπάσματα. Αφου ήπιαμε το καφεδάκι στην βεράντα ξεκινήσαμε να φοράμε στολές, μπότες, θώρακες και γενικότερα όλο τον εξοπλισμό του Robocop. Βγήκαμε στην αυλή, τα δύο πράσινα τερατάκια μας περίμεναν εκεί υπομονετικά όλη νύχτα και τώρα μας έκλειναν το μάτι σαν να μας έλεγαν “Are you ready to rock n roll?”. Καβαλήσαμε και ξεκινήσαμε να βγούμε στο δρόμο.
Μετά απο την απαραίτητη στάση στο τοπικό βενζινάδικο για μερικά λίτρα δυναμωτικού ζωμού μιας και θα τα ξεπατώναμε τα τερατάκια και θα διψάγανε, χωθήκαμε αριστερά σε ένα χωματόδρομο. Έφυγε ο κολλητός μπροστά μιας και την είχε ξανακάνει την διαδρομή ως ένα σημείο και ξοπίσω εγώ. Φλαταδούρα για πολλά μέτρα, τα μοτέρ να λυσομανάνε με τετάρτες καρφωμένες και να βγάζουν έναν ήχο λες και παίζαν οι Slayer το Reign in blood. Ανοιχτές στροφές πότε ανηφορικές και πότε κατρακύλα. Στις στροφές να με τρώει το χεράκι μου και στο τελείωμα τους να το τσιτώνω το γκάζι και δώστου να ντριφτάρει το Klx. Μετά απο κανα εικοσάλεπτο αρχίζω να βλέπω μακριά κάτι κορδέλες. Τι διάολο λέω οι απόκριες ήταν πρίν ενα μήνα αλλά και πιο πρόσφατες να ήταν τι δουλειά έχουν εδώ στη μέση του πουθενά. Όσο πλησιάζαμε όλο και άλλαζα γνώμη. Μπα, τίποτε ουρές απο χαρταετούς θα είναι. Όταν πλέον ήμασταν στα 10 μέτρα το μυστήριο λύθηκε. “Είναι κορδέλες απο την διαδρομή του Attica Cup, που έγινε την περασμένη βδομάδα. Το ψήνεις να την κάνουμε;” είπε ο κολλητός. Όλο ενθουσιασμό εγώ του έγνεψα θετικά. Πού να ‘ξερα.
Μπαίνουμε λοιπόν δειλά δειλά στην διαδρομή. Στην αρχή τα πράγματα ήταν εύκολα με βατό χωματόδρομο και μικρές κλειστές στροφούλες, σιγά σιγά άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους όλο και περισσότερες πέτρες, όλο και μεγαλύτερες μέχρι που φτάσαμε σε κάτι κατσάβραχα. Πρώτες- δευτέρες και να πηγαίνουμε κούτσα – κούτσα μέχρι που φτάνουμε σε ένα σημείο και δεν βλέπω να συνεχίζεται η διαδρομή. Φύσικά όταν έφτασα στην άκρη είδα οτι μια χαρά συνεχιζόταν, απλά να μωρέ, πώς να το πω θα έπρεπε να κατέβουμε μια κατηφόρα φούλ στο κοτρώνι με μια κλίση ας πούμε 40 μοίρες! “‘Ετσι και γίνει τίποτα εδω πάνω, δεν θα βρούν ούτε τα κοκκαλάκια μας”, φώναξα στον κολλητό. “Έλα ρε, μη μασάς θα το βγάλουμε”, αποκρίθηκε εκείνος. “Καμιά οδική με ελικόπτερο να ρθεί να μας σηκώσει με γάντζο ξέρουμε;”, ξαναφώναξα γελώντας. Αφού γελάσαμε με την ψυχή μας πήραμε βαθιά ανάσα και ξεκινήσαμε το κατέβασμα. Πρώτος ξεκίνησε ο κολλητός και είδα οτι όντως τσούκου -τσούκου κατεβαίναμε.
Μετά απο αυτό ξανάπλωσε λίγο η διαδρομή, έπειτα ξαναμπήκαμε σε κάτι κλειστά μονοπάτια, μετά σε κάτι ωραία γρήγορα χωμάτινα στροφιλίκια και λίγο πρίν ολοκληρώσουμε την διαδρομή, μπήκαμε σε ένα λούκι. Εκεί πραγματικά θα έχανα 4-5 κιλά ιδρώτα. Έχουμε και λέμε: λούκι στενό, ανηφορικό, γύρω στα τρία μέτρα με στροφή 180 μοίρες όπου συνεχίζεται σε λούκι και με ακόμα μεγαλύτερη ανηφόρα. Ξεκίνησε πρώτος το ανέβασμα ο κολλητός. Καρύδωσε το γκάζι μπας και πάρει φόρα, έβγαλε ένα σύννεφο καπνού απο την εξάτμιση αλλά μόλις έφτασε να πάρει την στροφή δεν είχε χώρο ώστε να στρίψει μαζί με την μηχανή μέσα στο λούκι, οπότε η ανηφόρα έγινε κατηφόρα και τον πέταξε πίσω. Μια, δυο, τρεις την βρήκε την τεχνική και το πέρασε με το kdx να ξερογκαζιάζει όλο καμάρι. “Πρέπει να δώσεις αρκετό γκάζι ώστε να πάρεις καλή φόρα σε αυτά τα λιγοστά μέτρα, μόλις φτάσεις στην στροφή θέλει να σηκωθείς όρθιος με τα πόδια σου να πατάνε αριστερά και δεξιά στο λούκι ώστε το μηχανάκι να μην έχει βάρος πάνω του, να δώσεις γκάζι και να το στρίψεις ελαφρά και αφού στρίψει να πηδήξεις πάνω του να δώσεις γκάζι για να ανέβεις την ανηφόρα και να φύγεις” αναφώνησε ο κολλητός. Χίλιες φορές να με βάζανε να έλυνα εξίσωση τρίτου βαθμού, σκέφτηκα. Εκεί βέβαια που ‘χαμε φτάσει δεν είχα και πολλές επιλογές, εκτός αν το βράδυ ήθελα να κοιμηθώ αγκαλιά με καμιά αλεπού ή κανένα τσακάλι. ΟΧΙ!
Ξεκίνησα λοιπόν να παίρνω φόρα. Πρώτη προσπάθεια απλά με πήρε πίσω και παραλίγο να γκρεμοτσακιστώ. Δεύτερη προσπάθεια δεν… τρίτη προσπάθεια δεν… τέταρτη… πέμπτη… όγδοη (άρχισε να καπνίζει το ψυγείο του klx)… ένατη. Κάπου εκεί είχε αρχίσει να με πιάνει τρέμουλο από την ένταση. Οπότε απλά ξεκαβάλησα και έκατσα κατάχαμα να πάρω ανάσες και να πιω νεράκι. Στη συνέχεια ανάψαμε και ένα τσιγαράκι, έτσι γιατί όταν είσαι fit δεν κρύβεται. Αφού χαλάρωσα και σωματικά αλλά και ψυχικά καβάλησα το τερατάκι μου και άρχισα πάλι τις προσπάθειες. Όταν ένοιωσα την πίσω ρόδα να ξεκολλάει και να είναι έτοιμη να ανέβει την ανηφόρα, πήδηξα με τόση δύναμη πάνω στη σέλα και άνοιξα το γκάζι λες και μόλις είχα βγεί απο μπούκα σε τράπεζα και τρέχανε απο πίσω μου τα όργανα! Ο κολλητός να φωνάζει “Ναι ρε φίλεεεεε, μπράβοοο, έεεετσι…” να βαράει παλαμάκια λές και είχα βγεί πρωταθλητής στο πανελλήνιο πρωτάθλημα και εγώ να ‘χω ρίξει ένα χαμόγελο λες και είχα κερδίσει στο τζόκερ!
Αφού βγήκαμε πάλι στο δρόμο είπαμε να κάνουμε μια τελευταία στάση σε μια κοντινή παραλία να κάνουμε ένα τσιγάρο και γενικώς να πάρουμε μια ανάσα. “Kαλά ήταν σήμερα” είπε ο κολλητός. “Mόνο καλά; Σούπερ ήταν!” – αφού δε μείναμε σε κανα γκρέμι να μας ψάχνουν ακόμα, σκέφτηκα απο μέσα μου γελώντας. Μείναμε για λίγη ώρα εκεί να συζητάμε, να χαζεύουμε την θάλασσα και πού και πού να ρίχνουμε καμία κλεφτή ματιά στα μηχανάκια μας που τα είχαμε παρκάρει ακριβώς δίπλα στο κύμα να δροσίζονται. “Πείνασα” είπα κάποια στιγμή. “Και εγώ, πάμε πρός το σπίτι;” αναφώνησε ο κολλητός. “Πάμε, ναι” αποκρίθηκα.
Και έτσι σαν άλλοι Δον κιχώτης και Σάντσο Πάντσα ξεκινήσαμε για τον δρόμο της επιστροφής.
(Το πρώτο μέρος εδώ)