Ένας εκκολαπτόμενος καμικάζι στη Φολέγανδρο (ΙI)
…αναρωτιόμουν γιατί τόσο καιρό αντιπαθούσα τις μηχανές και δεν είχα δοκιμάσει ποτέ να καβαλήσω μια, αφού είναι τόσο τέλεια και δώστου να ανοίγω το γκάζι και να σηκώνεται χώμα και δώστου να μοσχοβολάει λαδίλα παντού και ξαφνικά όλα μοιάζαν ιδανικά. Μέχρι που…
Το επόμενο πρωί αφού κάναμε το πρωινό μας μπάνιο καβαλήσαμε τη μηχανή και ξεχυθήκαμε προς αναζήτηση παραλίας για να στήσουμε. Μετά απο πολλές ανηφόρες και άλλες τόσες κατηφόρες, ύστερα απο κουβέντα με διάφορους περαστικούς και έπειτα απο ένα καφεδάκι στον όρμο της Αγκάλης βρεθήκαμε να στήνουμε στην διπλανή παραλία.
Οι μέρες περνούσαν, το μαύρισμα γινόταν εντονότερο και οι βόλτες με το kdx δεν είχαν τελειωμό. Μια μέρα λοιπόν μου λέει ο κολλητός έτσι στο άσχετο «Θες να σου μάθω να οδηγείς;». Nαι αμέ», πλάκα θα ‘χει σκέφτηκα απο μέσα μου και εξάλλου κάθε τι καινούριο σε εκείνη την ηλικία σε γέμιζε με ενθουσιασμό. Εντάξει και μερικά χρόνια πιο μετά, ε και λίγο πιο μετά, οκ, οκ μέχρι και σήμερα λοιπόν.
Πήγαμε λοιπόν σε μια χωμάτινη αλάνα κοντά στη χώρα. Ο κολλητός μου έδειξε τα βασικά τύπου εδώ ειναι ο συμπλέκτης, από εδώ αλλάζεις ταχύτητες κλπ. «Ρίξε μια μανιβελιά για να πάρει μπρός», είπε. Ξεκινάω και εγώ τα ντράγκα ντρούγκα με το πόδι να κλωτσάω όπως είχα δει σε κάτι παλιές βιντεοκασσέτες με τον Γαρδέλη και τον Ντούζο, μάταια όμως. «Όχι έτσι ρε, αντρίκιες μανιβελιές θέλει», μου ‘γνεψε ο κολλητός. Ε, μια δυο πέντε δέκα, εδέησε και πήρε μπρος το τέρας. Πατάω συμπλέκτη, βάζω πρώτη, πάω να ξεκινήσω και γκντούπ σβήνει. «Θέλει απαλά να αφήνεις το συμπλέκτη και το ίδιο απαλά να δίνεις γκάζι ρε συ, όπως στο αυτοκίνητο», είπε ο κολλητός. Ξανάμανα μανιβελιές, ξανάμανα να περνάνε απ΄το μυαλό μου εικόνες με Γαρδέλη και σία, μια δύο τρείς και ξαναματαπήρε μπροστά το μοτόρι.
Κάπου εκεί θες η υπερπροσπάθεια, θες το καταμεσήμερο με τον ήλιο να μας βαράει αλύπητα στο κεφάλι, άρχισα να κουράζομαι. Όλα αυτά βέβαια μέχρι που ξεκίνησα να τσουλάω την μηχανή και να ακούω αυτό το χαρακτηριστικό γκαααααααααααααν γκαααααν. Δειλά δειλά άρχισα να πηγαίνω πάνω κάτω την αλάνα με πρώτη. «Άντε βάλε και δευτέρα τώρα, θα το διαλύσεις» φώναξε γελώντας ο κολλητός. Πάτησα συμπλέκτη και με το πόδι έσπρωξα λίγο το λεβιεδάκι προς τα πάνω ώσπου ακούστηκε ένα κλάκ. «Έβαλααα» αναφώνησα και άνοιξα το γκάζι. Τώρα με περισσότερη αυτοπεποίθηση ανεβοκατέβαινα την αλάνα μόνο με Δευτέρα κάτι το οποίο αν κρίνω απο τον κολλητό που δεν φώναζε μάλλον ήταν καλό. Ένοιωθα υπέροχα και αναρωτιόμουν γιατί τόσο καιρό αντιπαθούσα τις μηχανές και δεν είχα δοκιμάσει ποτέ να καβαλήσω μια, αφού είναι τόσο τέλεια και δώστου να ανοίγω το γκάζι και να σηκώνεται χώμα και δώστου να μοσχοβολάει λαδίλα παντού και ξαφνικά όλα μοιάζαν ιδανικά. Μέχρι που έπρεπε να βρώ την νεκρά για να σταματήσω αλλά μάταια. «Mίσο τσικ πάνω είναι» να φωνάζει ο κολλητός και δώστου να γυρνάω γύρω γύρω εγώ φωνάζοντας «Δε μπαίνει η νεκρά ρε φίλεεεε», «δεν την βρίσκωωωωω» και ξανάμανα γύρω γύρω και δώστου να σηκώνεται το χώμα ωσπου σε μια τελευταία προσπάθεια νόμιζα οτι την βρήκα αλλά το γκντούπ και το απότομο σβήσιμο στο σταμάτημα έδειξαν πως δεν. Ο ενθουσιασμός μου φυσικά δεν πτοήθηκε καθόλου παρόλα αυτά, μια βουτίτσα στην θάλασσα να χαλαρώσω την ήθελα, οπότε κατηφορήσαμε προς παραλία μεριά.
Τα μαθήματα στην αλάνα συνεχίστηκαν για μια δυο ακόμη φορές και μια μέρα ενώ ήμασταν στην Αγκάλη λέω στον κολλητό «να το οδηγήσω εδω στο πάρκινγκ λίγο;», «δεν θες να το πας στην ευθεία στον δρόμο επάνω;». To μάτι μου άστραψε και γυάλισε ταυτόχρονα. Η λέξη που βγήκε απο το στόμα μου ήταν μια και ξεκάθαρη, «θέλω!». Φόρεσα το εντουράδικο κράνος, έριξα μανιβελιά (αυτή την φορά πήρε με την πρώτη) και άρχισα να ανεβαίνω την ανηφόρα για να βγώ στον δρόμο. Ο δρόμος ξεπρόβαλε μπροστά μου, σταμάτησα έλεγξα την κυκλοφορία και με μια οικειότητα λες και το ήξερα από χρόνια του κάρφωσα μια πρώτη και έφυγα λες και με κυνήγαγε κανείς. Πρώτη, δευτέρα, γκααααααααν, τρίτη, τετάρτη γκάααααααν ο αέρας να φυσάει το τιμόνι να μου τραβάει τα χέρια σε κάθε αλλαγή ταχύτητας και απο μέσα μου να θέλει να βγεί μια κραυγή τύπου «πίσω και σας έφαγα ρε μούτρα!». Aναστροφή σε κάποιο σημείο του δρόμου (γιατί αν συνέχιζα έτσι θα έφτανα σε άλλο χωριό) και πίσω. Η αίσθηση ακριβώς ίδια με του πηγαιμού και τώρα με ακόμα μεγαλύτερη άνεση. Όταν έφτασα πίσω στην Αγκάλη απο την χαρά και τον ενθουσιασμό μου δεν μπορούσα να μιλήσω. «Λέγε ρε πώς ήτανε; Όλα καλά;», μουγκοθόδωρος εγώ έχοντας αυτό το χαμόγελο της επιτυχίας και κάπου εκεί θα ξεκίναγε το ταξίδι με εμένα και τα δίτροχα.
Στον Κ. Που πρόσφατα του έκλεψαν το Kdx.
(Το πρώτο μέρος εδώ)