Κι εμείς πότε θα αφήσουμε τα κοκαλάκια μας στην Έβορα;
Το μεγαλύτερο μυστικό της Έβορα είναι η αίσθηση οικειότητας που σου γεννάει, σαν φίλος από τα παλιά, αλλά και υπόσχεση από το μέλλον συνάμα.
Η Έβορα είναι από αυτά τα μέρη που νομίζεις ότι βγαίνουν “εύκολα”, μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις πόσο τα αδίκησες στριμώχνοντάς τα σε μονοήμερη εκδρομή. Όταν όμως οι μέρες είναι λίγες, ο πειρασμός για μια εξόρμηση με βάση τη Λισαβόνα δε φεύγει μέχρι να ενδώσεις. Σταθμός Οριέντε λοιπόν, ο μεγαλύτερος της χώρας, κάπου εκεί στα τέλη του Φλεβάρη, πριν το γνωστό τραγικό γεγονός που ψυχολογικά και μόνο θα απέτρεπε να πάρω τραίνο οπουδήποτε στον κόσμο, εκτός ίσως από καμιά Ιαπωνία (αλήθεια, μας ζήτησαν άραγε και τεχνογνωσία για τα τραίνα τους, αφότου τους ανοίξαμε τα μάτια για την ψηφιακή διακυβέρνηση;). Η θετική μου ως τώρα εμπειρία με τα αρκετά προσιτά και αξιόπιστα τραίνα στην Πορτογαλία επιβεβαιώθηκε, με την απρόσκοπτη διαδρομή μιάμισης ώρας. Το δωρεάν wifi αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμο, καθώς πίσω από τα ομολογουμένως βρώμικα τζάμια η διαδρομή ήταν αρκετά αδιάφορη.
O σταθμός θυμίζει έντονα εκείνον της Χαλκίδας, με την εξαίρεση των τοίχων που είναι επενδεδυμένοι με σκηνές από την ιστορία της χώρας, με το χαρακτηριστικό άσπρο-μπλε πλακάκι που συναγωνίζεται σε “πορτογαλικότητα” μόνο τον μπακαλιάρο. Από τα πρώτα πράγματα που πρόσεξα στην Έβορα, καθώς έπαιρνα τον κατά βάση ευθύ δρόμο προς το ιστορικό κέντρο, ήταν η σχετική απουσία πολυχρωμίας σε σχέση με τη Λισαβόνα ή τις πόλεις της βόρειας Πορτογαλίας που έχω επισκεφτεί. Το λευκό κυριαρχεί, ίσως για να αντανακλά το φως που είναι τόσο αμείλικτο κυρίως στους καλοκαιρινούς μήνες. Η έλλειψη συντήρησης πολλών οικιών είναι αρκετά εμφανής, προσδίδοντας στην ιστορική πρωτεύουσα της κοιλάδας του Αλεντέζου (πέραν του Τάγου δηλαδή, στα πορτογαλικά) μια πατίνα ξεπεσμένης αρχόντισσας, ακόμα πιο έντονη από την ήδη αρκετά συνηθισμένη ντεκαντάνς που χαρακτηρίζει την δυτική εσχατιά της Ιβηρικής. Κάποιοι κακεντρεχείς θα πούνε φυσικά πως για όλα αυτά ευθύνεται ότι η πόλη παραμένει μια “τελευταία σοβιετία” με κομμουνιστή δήμαρχο, σε μια εποχή που το -ταλανιζόμενο από τις πολιτικές του αμαρτίες- ΠΚΚ βλέπει την εκλογική του επιρροή να συρρικνώνεται ακόμα και σε αλλοτινά κόκκινα κάστρα του όπως η επαρχία του Αλεντέζου, βαμμένη στο αίμα αγροτικών κι εργατικών αγώνων τον 20ό αιώνα. Σε μια πρώτη ματιά πάντως, τα μνημεία σύγχρονης ιστορίας που κυριαρχούν στο αστικό τοπίο καμία σχέση δεν έχουν με αυτή την παράδοση. Ο λόγος για το πανύψηλο γλυπτό πεσόντων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως όμως για το μνημείο των ντόπιων πολεμιστών που χάθηκαν στους πολυετείς αποικιακούς πολέμους της Πορτογαλίας, που αποτέλεσαν και αρχή του τέλους για το ίδιο το δικτατορικό καθεστώς που επί σχεδόν μισό αιώνα κυριαρχούσε στη χώρα, ως το 1974 και την Επανάσταση των Γαρυφάλλων.
Για τη σημερινή δημοτική αρχή ολοκληρωμένη άποψη δε δυνάμεθα να έχουμε, πάντως τα περιστρεφόμενα παγκάκια στην πλατεία Largo da Porta da Moura (ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα, που λέει κι ένα αρχαίο ανέκδοτο) είναι μια εφεύρεση που δεν ξέραμε πόσο την είχαμε ανάγκη.
Η δεύτερη μεγαλύτερη πλατεία της πόλης έχει και αξιοθέατα με την πιο συμβατική έννοια του όρου, μια σφαιρική κρήνη του 16ου αιώνα, την σε εμμανουηλινό στιλ (ένα sui generis ντόπιο κράμα γοτθικής κι αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής, που πήρε το όνομά του από τον Πορτογάλο βασιλιά Μανουήλ Α’) οικία του ποιητή της ίδιας περιόδου Garcia de Resende και τη μικρή, αλλά τρισχαριτωμένη οικία Cordovil, με αραβικές, γοτθικές και αναγεννησιακές επιρροές. Παρά τις χάρες της, η πλατεία δε θα κρατήσει για πολύ το βιαστικό ημερήσιο επισκέπτη, καθώς ήδη διακρίνονται πίσω της οι πύργοι του καθεδρικού της Έβορα, τραβώντας πρώτα το βλέμμα και μετά αναπόφευκτα το βήμα στην κατεύθυνση του ναού, λίγα μόλις λεπτά μακριά.
O καθεδρικός της Έβορα είναι κυριολεκτικά μοναδικός στο είδος του, αφού αποτελεί το μεγαλύτερο ναό ρωμανογοτθικού στιλ σε ολόκληρη την Πορτογαλία. Οι διαστάσεις του είναι πραγματικά επιβλητικές, με την πρόσοψη να “μυρίζει” Μεσαίωνα. Το εσωτερικό του είναι ένα αμάλγαμα χρονικών περιόδων, στο οποίο ξεχωρίζει το ιβηρικού τύπου εκκλησιαστικό όργανο του 15ου αιώνα, καθώς και το γοτθικό παρεκκλήσι με τον τύμβο του ιδρυτή του ναού αρχιεπίσκοπο Δον Πέδρο. Πραγματικά αξέχαστη όμως είναι η θέα από τους πύργους του καθεδρικού, στους οποίους οδηγεί μια στριφογυριστή σκάλα, η στενότερη που έχω ανέβει στη ζωή μου, με απίστευτα μικρά σκαλοπάτια, πραγματική δοκιμασία για όποιον έχει και την παραμικρή υποψία κλειστοφοβίας. Η ίδια η αρχιτεκτονική των πύργων και του καμπαναριού είναι πολύ ενδιαφέρουσα, την παράσταση όμως κλέβει η υπέροχη θέα στην πόλη και τα γύρω χωριά της περιοχής του Αλεντέζου (ονομασία, που παρά τη φαινομικενικά αραβική ετυμολογία της, σημαίνει απλά “πέρα από τον Τάγο” στα πορτογαλικά).
Λίγα μέτρα πιο πέρα υψώνεται το σήμα κατατεθέν της πόλης, ο ναός της Ντιάνας (η θεά Άρτεμις στο ρωμαϊκό πάνθεον), που δεν ήταν της Ντιάνας, αλλά ποτέ δεν αφήνουμε την ιστορική πραγματικότητα να χαλάσει ένα καλό brand name. Ο αυτοκράτωρ Αύγουστος, προς τιμήν του οποίου είχε στην πραγματικότητα ανεγερθεί ο ναός, δε θα χαιρόταν καθόλου αν μάθαινε πως το όνομά του περιέπεσε σε τέτοια λήθη, δεδομένου ότι σε τούτη την άγρια δυτική εσχατιά της ρωμαϊκής επικράτειας οι ναοί δεν ξεφύτρωναν ακριβώς σα μανιτάρια, εξού κι αυτός είναι ο μοναδικός σωζόμενος σε όλη τη χώρα. Ο κορινθιακού ρυθμού ναός από τοπικό μάρμαρο καταστράφηκε τον 5ο αιώνα από γερμανικές επιδρομές, τα υπολείμματά του ωστόσο ενσωματώθηκαν αυτούσια σε μεσαιωνικό κτίριο, το οποίο από το 14ο αι. ως το 1836 στέγασε ένα χασάπικο κι αργότερα αναστηλώθηκε, μετατρεπόμενο γρήγορα στο πιο αναγνωρίσιμο σημείο της Έβορα. Λίγο παραδίπλα βρίσκεται ο “Κήπος της Ντιάνα”, με το στάνταρ άγαλμα κάποιου τοπικού ευεργέτη, σαν αυτά που υπάρχουν παντού διάσπαρτα στη γηραιά μας ήπειρο, καθώς κι ένα σιντριβάνι μινιμαλιστικής αισθητικής, για το οποίο τοπική ξεναγός που τυχαία πέτυχα με το γκρουπ της είχε μια ενδιαφέρουσα ιστορία να πει. Πιο συγκεκριμένα, το ανέφερε ως έργο Ιάπωνα καλλιτέχνη προς τιμήν της ιαπωνο-πορτογαλικής φιλίας, με δεδομένο ότι οι Λουζιτανοί θαλασσοπόροι ήταν οι πρώτοι ευρωπαίοι που έφτασαν στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου το 1543, ιδρύοντας το Ναγκασάκι. Αυτό που ξεχωρίζει ωστόσο είναι η θέα από το πάρκο, που φτάνει οριακά μέχρι το μακρινό ρωμαϊκό υδραγωγείο, άλλο ένα απομεινάρι της αυτοκρατορικής γοητείας της Έβορας.
Η κεντρική πλατεία με το σιντριβανάκι της, είναι αρκετά χαριτωμένη, χωρίς να έχει κάτι το αξέχαστο, ενώ τα μαγαζιά πάνω της εκπέμπουν μια ενοχλητική τουριστίλα και καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο από όσο θα έπρεπε. Ο ναός του Σάντου Αντάου χρονολογείται το 16ο αιώνα και έχει δωρεάν είσοδο, εννοώ αν καταφέρετε να μπείτε, γιατί τα σπαστά – λόγω ενδιάμεσης λειτουργίας – ωράρια του δεν μοιάζουν να τηρούνται… ευλαβικά.
Μικρό το κακό όμως γιατί ούτε δέκα λεπτά μετά συναντάς το πιο ιδιαίτερο μνημείο της Έβορα, αν και όχι ακριβώς μοναδικό σε πορτογαλικό ή και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο λόγος για την Capela dos Ossos, το παρεκκλήσι των Οστών δηλαδή. Κι επειδή παρεκκλήσι χωρίς εκκλησία δε νοείται, μην ξεχάσετε πρώτα να επισκεφθείτε τον ίδιο το ναό του Αγίου Φραγκίσκου, ο οποίος ιδρύθηκε το 1224 από -τι έκπληξη- Φραγκισκανούς μοναχούς από τη Γαλικία, στη σημερινή βόρεια Ισπανία, όπου ομιλείται μια τοπική γλώσσα συγγενική προς τα πορτογαλικά. Εκτός από ένα αρκετά ενδιαφέροντα εσωτερικό διάκοσμο, ο ναός διαθέτει παρακείμενο μουσειολογικό πυρήνα, με έργα θρησκευτικής τέχνης από την εποχή της άνθισης των Φραγκισκανών, που, όπως όλα τα μοναστικά τάγματα, διαλύθηκαν στην Πορτογαλία το 1834. Η συλλογή θεωρώ ότι είναι αρκετά αντιπροσωπευτική της θρησκευτικής ζωγραφικής και γλυπτικής τέχνης στη χώρα, της οποίας οι αφελείς, γλυκερές και συχνά τεχνικά αδέξιες μορφές χρειάζονται την πένα ενός Σαραμάγκου για να αναδειχθεί η κρυμμένη ομορφιά τους. Για όσους όμως δεν έχουν διαβάσει το “Ταξίδι στην Πορτογαλία” του μεγάλου νομπελίστα, που τόσο εκστασιαζόταν με τις στρογγυλοπρόσωπες Μαντόνες και τους στιβαρούς Σεβαστιανούς των επαρχιακών εκκλησιών της χώρας του, η σύγκριση με σύγχρονα έργα της ιταλικής και φλαμανδικής αναγέννησης είναι αναπόφευκτη και καταλυτική.
Με τούτα και με κείνα φτάνει η ώρα για την είσοδο στο ίδιο το παρεκκλήσι, την οποία κοσμεί τεράστια επιγραφή στα πορτογαλικά προς τον επισκέπτη “Εμείς τα κόκαλα που εδώ βρισκόμαστε, περιμένουμε τα δικά σας”. Αυτό, για όσους αμφέβαλλαν πως οι Φραγκισκανοί μοναχοί του 17ου αιώνα διέθεταν (μαύρο) χιούμορ. Η ιδέα για ένα παρεκκλήσι με εσωτερικό διάκοσμο και αρχιτεκτονικά στοιχεία από ανθρώπινα οστά, βασίστηκε στην ανάγκη να εξοικονομηθεί χώρος από τα συνεχώς εκτεινόμενα νεκροταφεία γύρω από το ναό του Αγίου Φραγκίσκου. Μη γνωρίζοντας οι Φραγκισκανοί πως γίνονταν από τους πρωτοπόρους της ανακύκλωσης και της βιώσιμης (το ότι μιλάμε για πεθαμένους δεν την κάνει λιγότερο βιώσιμη, δε θέλω κιχ επ’ αυτού) ανάπτυξης, αποφάσισαν να ξεθάψουν κάπου 5000 οστά, αντρών, γυναικών και παιδιών και να τα εντάξουν στους τοίχους και τις κολώνες του παρεκκλησίου. Πέρα από τη μακάβρια ομορφιά του χώρου, εντύπωση προκαλεί το μικρό μέγεθος των περισσότερων κρανίων, δείγμα της περιορισμένης σωματικής διάπλασης του ντόπιου πληθυσμού, λόγω χρόνιου υποσιτισμού και πολλαπλών ασθενειών από την παιδική ηλικία, για όσους τυχερούς δηλαδή κατόρθωναν και την ξεπερνούσαν. Το ταβάνι κοσμούν μεταγενέστερες νωπογραφίες (1810) με σκηνές από τη Βίβλο και τα Πάθη του Ιησού.
Βγαίνοντας από το παρεκκλήσι, αντικρίζει κανείς το σύγχρονο μωσαϊκό (από πλακάκι φυσικά) του αρχιτέκτονα Σίζα Βιέιρα, που απεικονίζει ένα ζευγάρι να παίζει με τα παιδιά του, μια εικόνα ζωής ως αντίστιξη στην τόσο γλαφυρή υπόμνηση του ζόφου και της ανθρώπινης φθαρτότητας που μόλις αφήσαμε πίσω μας. Η επίσκεψη ολοκληρώνεται με την περιδιάβαση στη συλλογή Canha da Silva, όπως λεγόταν το ζεύγος συλλεκτών …φατνών. Ναι, καλά διαβάσετε ο εν λόγω υποστράτηγος και η σύζυγός του είχαν πάθος με τις φάτνες κάθε είδους και προέλευσης, στις οποίες κατά τα φαινόμενα προστίθενται συνεχώς καινούριες, όπως η κάτωθι, που μοιάζει με γιγαντιαίο χριστουγεννιάτικο Playmobil:
Η επίσκεψη ολοκληρώνεται σε αίθουσα όπου εκτίθενται ζωγραφικά έργα μαθητών από όλο τον κόσμο, που απεικόνιζαν μνημεία της Έβορα.
Εννοείται φυσικά πως μετά από τόσες ισχυρές δόσεις τέχνης και ιστορίας, το στομάχι άρχισε να ζητάει ηχηρά τα δικαιώματά του. Η προσπάθεια εξεύρεσης τραπεζιού σε ένα από τα τόσο χαρακτηριστικά στην Πορτογαλία μισοσκότεινα, στενά και συχνά ημιυπόγεια κουτούκια (tascas), στέφθηκε αρχικά από αποτυχία, με αποτέλεσμα να καταλήξω κάπου όπου το εξαιρετικό κόκκινο κρασί (για το οποίο φημίζεται η περιοχή εξάλλου) και το φιλικότατο προσωπικό, δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τη σχετική μετριότητα του φαγητού. Ο ουρανίσκος όμως δεν έμελλε να μείνει για πολύ απογοητευμένος, αφού, μετά από αρκετό περπάτημα πάλι προς την άλλη άκρη του ιστορικού κέντρου, σε μια απόμερη ανηφόρα, με περίμενε το ζαχαροπλαστείο Pastelaria Conventual και πιο συγκεκριμένα το διασημότερο γλυκό της πόλης, Pão de Rala. Όπως τα περισσότερα γλυκά στη χώρα, γεννήθηκε σε κάποιο μοναστήρι ως μια πανδαισία ζάχαρης και αυγών, ειδικά κρόκων, καθότι τα ασπράδια κατά την παράδοση χρησιμοποιούνταν για να γίνονται πιο “ατσαλάκωτα” τα ιερατικά άμφια. Έχοντας μαύρη ζώνη ως γλυκατζού, δύσκολα εντυπωσιάζομαι πλέον, αλλά εδώ ο συνδυασμός τραγανής επιφάνειας και υγρής εσωτερικής ζύμης, η ιδιαίτερη “ινώδης” υφή και κυρίως το μεθυστικό άρωμα εσπεριδοειδών, με έκαναν σοβαρά να σκεφτώ ότι μόλις είχα δοκιμάσει ένα από τα καλύτερα γλυκά της ζωής μου.
Tι κι αν στενοχωρήθηκα που δεν κατάφερα να δω τη μεσαιωνική γοητεία της πόλης με νυχτερινό φωτισμό, ο δρόμος της επιστροφής για την πρωτεύουσα με βρήκε τόσο γεμάτη από γεύσεις και εικόνες, που απάλυναν κάθε αίσθηση εκκρεμότητας. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι το μεγαλύτερο μυστικό της Έβορα είναι η αίσθηση οικειότητας που σου γεννάει, σαν φίλος από τα παλιά, αλλά και υπόσχεση από το μέλλον συνάμα.