Μπακαλιάροι ανάμεσα σε πλακάκια – Φθινοπωρινές αναμνήσεις από τη Λισαβόνα

Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μια χώρα στη δυτική εσχατιά της Ευρώπης να αναδύει έναν τόσο “βαλκανικό” χαρακτήρα, με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό

Αναζητάτε το κάτι διαφορετικό στα ταξίδια σας; Θέλετε να ζήσετε εμπειρίες εξωτικές και πρωτοφανέρωτες και να έρθετε σε επαφή με άγνωστες κουλτούρες;

Τότε καλύτερα να μην πάτε ποτέ στη Λισαβόνα, τουλάχιστον όχι αν είστε ή ήσασταν μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας. Αν πάλι θέλετε να νιώσετε σαν στο σπίτι σας, ή ενίοτε σαν να μην φύγατε ποτέ από αυτό, η Πορτογαλία είναι ο επόμενος προορισμός που πρέπει να βάλετε στο bucket list σας, παραλλαγής Όμικρον (και λοιπού ελληνικού αλφαβήτου) επιτρεπούσης. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μια χώρα στη δυτική εσχατιά της Ευρώπης να αναδύει έναν τόσο “βαλκανικό” χαρακτήρα, με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό. Όπως σχολίαζε και ο Μώμος, που επίσης έχει επισκεφθεί την πόλη, αν η Πορτογαλία είχε περάσει σοσιαλισμό, κάποιοι θα μιλούσαν για τα δεινά που άφησε στη χώρα “ο κομμουνισμός”. Ακόμα κι αν ο μόνος σοσιαλισμός που γνώρισε η χώρα των μπακαλιάρων μετά το 1974 ήταν αυτός του αντίστοιχου ΠΑΣΟΚ, η κληρονομιά της Επανάστασης των Γαρυφάλλων άφησε ίχνη, που σταδιακά μοιάζουν να εξασθενούν ομολογουμένως, αυτού που οι εγχώριοι κατά φαντασίαν φιλελεύθεροι θα ονόμαζαν “ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς” ή και “τελευταία Σοβιετία της Ευρώπης”. Όπως για παράδειγμα τις συχνές απεργίες, ειδικότερα στα ΜΜΜ, και ακόμα ειδικότερα στο μετρό, που αποτέλεσαν έναν ακόμη καλό λόγο για περπάτημα, σε μια πόλη με ένα αρκετά “συμπαγές” ιστορικό κέντρο. Όταν μιλάμε φυσικά για περπάτημα στη Λισαβόνα, εννοούμε κατά βάση περπάτημα στις επτάλοφες ανηφοριές της, και κυρίως πάνω σε χαλίκι, συχνά με σχέδια, τις calçadas, που καθορίζουν το αστικό τοπίο και αποτελούν θανάσιμο εχθρό για πάσης φύσεως τακούνι, ακόμα και το πιο χαμηλό.

Το τραμ της Γκλόρια, το δεύτερο ίσως πιο διάσημο της πόλης μετά το “28”

Το περπάτημα βέβαια συνεχίζεται και στους ίδιους τους σταθμούς του μετρό, όπου οι κυλιόμενες σκάλες είναι σπάνιες και συνήθως εκτός λειτουργίας, εικόνα οικεία μεν και από τους καθ’ ημάς σταθμούς, αλλά σε εντονότερο βαθμό. Η συχνότητα των δρομολογίων είναι μέτρια, και πάλι σε αθηναϊκά επίπεδα, αλλά οι σταθμοί πιο σκοτεινοί και σε γενικές γραμμές μάλλον απεριποίητοι, με τη χαρακτηριστική μυρωδιά ούρων, που εμένα μου θύμισε εκείνη του βερολινέζικου μετρό. Όλοι όμως είναι διακοσμημένοι με το χαρακτηριστικό πορτογαλικό πλακάκι (azulejos), μια κληρονομιά των Αράβων της Ιβηρικής που είναι πανταχού παρούσα σε όλη τη χώρα, με χρώματα και σχέδια κάθε είδους.

Σταθμός μετρό Restauradores

Φτάνοντας στο σταθμό Intendende, η αίσθηση ότι έφτασες στο ηλεκτρικό της Βικτώριας είναι αναπόφευκτη:

Mια αίσθηση που συνεχίστηκε περπατώντας στη γειτονιά του Arroios, γεμάτη με μικρά μαγαζάκια ποικίλης εθνοτικής ταυτότητας, κολώνες με σκισμένες αφίσες και γόπες πεταμένες στο δρόμο, έξω από τα λοιπά δυτικοευρωπαϊκά ειωθότα. Όπως η Αθήνα και όλες οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις, η Λισαβόνα είναι ιδιαίτερα πολυπολιτισμική, με τον τόνο φυσικά να τον δίνουν νέοι και παλιοί μετανάστες, ιδίως Βραζιλιάνοι, αλλά και προερχόμενοι από τις πρώην αποικίες της πορτογαλόφωνης Αφρικής,  αρκετοί Ουκρανοί, ενώ σημαντικές είναι οι κοινότητες από χώρες της ινδικής χερσονήσου και γενικά της νοτιανατολικής Ασίας. Η Πορτογαλία έχει επαινεθεί πολλές φορές για την πολιτική ενσωμάτωσής της έναντι των μεταναστών, ειδικά για την απόφασή της πέρσι στο ξέσπασμα της πανδημίας, όταν χορήγησε προσωρινή άδεια παραμονής σε όλους όσους είχαν εκκρεμή αίτηση. Σε σχέση με τον πανευρωπαϊκό ακροδεξιό κανόνα (από τον οποίο η Ελλάδα φυσικά δεν ξεφεύγει, όταν δεν πρωταγωνιστεί κιόλας), οι έπαινοι αυτοί δεν είναι εντελώς αβάσιμοι, χωρίς όμως να αναιρούν και τη σκληρή ταξική πραγματικότητα: Μπορεί η πορτογαλική τηλεόραση να είναι γεμάτη διαφημίσεις “μεικτών” οικογενειών που απολαμβάνουν ανέμελα τη μαργαρίνη τους στο ευρύχωρο μπαλκόνι τους, η πραγματικότητα όμως θέλει τους μετανάστες να βρίσκονται μαζικά στις πιο κακοπληρωμένες δουλειές, ενώ τα πράγματα είναι χειρότερα στην ύπαιθρο, με τις τοπικές “Μανωλάδες” να έρχονται από καιρού εις καιρόν στην επικαιρότητα, μόνο και μόνο για να ξεχαστούν στον επόμενο τόνο.

Συνοικία Arroios

 

Μνημείο της τοπικής αρχής του Arroios για την Επανάσταση των Γαρυφάλλων

Ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις αυτήν που οι αρχαίοι αποκαλούσαν Ολισσιπώνα (και ναι, η Λισαβόνα είναι η δεύτερη αρχαιότερη πρωτεύουσα της γηραιάς ηπείρου, μετά – από – ξέρετε- ποια, γεγονός που όταν ανέφερα προκαλούσε πάντα τεράστια έκπληξη στους συνομιλητές μου) είναι φυσικά το περπάτημα, το οποίο, όπως ήδη σας προϊδέασα, δεν είναι ακριβώς εύκολη υπόθεση. Τα καλά νέα είναι ότι οι αποστάσεις του ιστορικού κέντρου δεν είναι τρομαχτικές και σε μια βδομάδα πολλά σημεία τα περνάς και τα ξαναπερνάς ακόμα κι αν δεν το έχεις βάλει σκοπό.

Τα περισσότερα κτίρια προέρχονται από την εποχή μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1755 -τον οποίο ακολούθησε πυρκαγιά από τα πεσμένα κεριά για τη γιορτή των Αγίων Πάντων και τσουνάμι μετά τα 9(!) ρίχτερ, που κατέστρεψε τα περισσότερα κτίρια της πόλης και στοίχισε τη ζωή ίσως και στο μισό πληθυσμό της Λισαβόνας. Το πρόγραμμα ανοικοδόμησης της πρωτεύουσας, αποτελεί έμπνευση του μαρκησίου του Πομπάλ, με πλατιές λεωφόρους και μεγάλες πλατείες, μία αφιερωμένη στον ίδιο και πλείστες όσες με γλυπτά ποικίλων βασιλιάδων στη χώρα με τα παλιότερα σύνορα της Ευρώπης.

Πλατεία Rossio, με το άγαλμα του Πέτρου Δ’, πρώτου αυτοκράτορα της ανεξάρτητης Βραζιλίας και για λίγο μονάρχης της Πορτογαλίας. Από τις ιστορικότερες πλατείες της πόλης και συχνός τόπος διαδηλώσεων.

Aπό τις “νέες” συνοικίες της πόλης, οι διασημότερες και τουριστικότερες είναι το Chiado και η Baixa. Σημείο αναφοράς στην πρώτη είναι το ιστορικό καφέ A Brasileira, με την Αρ ντεκώ διακόσμηση και το χάλκινο άγαλμα του διασημότερου θαμώνα του, Φερνάντο Πεσσόα, που πάντως προτιμούσε άλλο καφέ όσο ζούσε, ενώ στη δεύτερη δεσπόζει ο ανελκυστήρας της Σάντα Ζούστα, που αξίζει ωστόσο περισσότερο απέξω παρά για τη θέα που προσφέρει, την οποία εύκολα ξεπερνούν τα πάμπολλα – και δωρεάν- αγνάντια (miradouros).

Ανελκυστήρας της Σάντα Ζούστα

 

Τι με κοιτάς Πεσσόα μουδιασμένος…

Ακριβώς πάνω από τον ανελκυστήρα βρίσκεται το πιο γοητευτικό ερείπιο της πόλης, το γοτθικό μοναστήρι του Κάρμο, που διατηρήθηκε επί τούτου στην κατεστραμμένη από το σεισμό μορφή του, φιλοξενώντας σήμερα το αρχαιολογικό μουσείο της Λισαβόνας. Η υποβλητικότητα του χώρου αυξάνεται εκθετικά τη νύχτα όταν ανάβει ο φωτισμός, που υπογραμμίζει τη “στοιχειωμένη” κι απόκοσμη ομορφιά του λαβωμένου μνημείου.

Μονή του Κάρμο

Στον αντίποδα, η συνοικία της Αλφάμα, κάτι σαν την Πλάκα σε τουριστικό μέτρο σύγκρισης,  ανεπηρέαστη από το σεισμό, διατηρεί εκτός από την αραβική ονομασία της και τη μεσαιωνική δαιδαλώδη ρυμοτομία της. Κυριότερα μνημεία της περιοχής είναι η ο ρωμανογοτθικού ρυθμού καθεδρικός της πόλης, που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και των τεκτονικών πλακών από το 1147, και το κάστρο του Αγίου Γεωργίου, χτισμένο από τους Άραβες, που προσφέρει μια – με αντίτιμο αυτή τη φορά – υπέροχη πανοραμική όψη στην πόλη.

Θέα από το κάστρο του Αγίου Γεωργίου, στο κέντρο, τα ερείπια της μονής του Κάρμο

Στο χρονολογικό “ενδιάμεσο” βρίσκεται η γειτονιά του Bairro Alto, δημιουργήθηκε το 16ο αιώνα ως πρώτη απόπειρα αστικού σχεδιασμού στην πόλη, επιβίωσε επίσης του σεισμού και σήμερα αποτελεί τον “Ψυρρή” της Λισαβόνας, με άπειρα μπαράκια, εστιατόρια και κελάρια fado. Το θλιμμένο τραγούδι των ναυτικών και των ιερόδουλων που εδώ και ενάμιση αιώνα αποτελεί την “εθνική μουσική” των Πορτογάλων, γεννήθηκε όμως σε άλλη γειτονιά, αυτή της Mouraria (σωστά μαντέψατε ότι κι αυτή η ονομασία σχετίζεται με τους Άραβες), όπου βρίσκει κανείς μεταξύ άλλων και το διάσημο γκράφιτι αφιερωμένο στην ιστορία του είδους. Η street art είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη στη Λισαβόνα, και δυστυχώς ο χρόνος δεν επαρκούσε για να εντοπιστούν έστω κι ως κλάσμα όλα τα μικρά και μεγάλα αριστουργήματα, στα οποία διαρκώς προστίθενται και νέα.

Τα μουσεία της πόλης είναι πάρα πολλά για να χωρέσουν σε μια βδομάδα παραμονής, ακόμα και για “ταλιμπάν” του είδους όπως η υποφαινόμενη. Οι φιλότεχνοι χρωστούν στον εαυτό τους μια βόλτα στο μουσείο Calouste Goulbenkian, που βασίστηκε στις ιδιωτικές συλλογές του φερώνυμου αρχαιοκάπηλου ευπατρίδη αρμενικής καταγωγής, τις οποίες κληροδότησε στη χώρα όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της μυθιστορηματικής ζωής. Οι εραστές της λογοτεχνίας επιβάλλεται να περάσουν μια βόλτα από την Casa dos Bicos, ένα από τα λίγα παραλιακά κτίρια που επιβίωσαν του σεισμού και σήμερα αποτελεί έδρα του ιδρύματος Ζοσέ Σαραμάγκου. Η μόνιμη έκθεση δίνει μια γεύση από τη ζωή και το έργο του μεγάλου κομμουνιστή λογοτέχνη, που δεν περιορίζεται στο πασίγνωστο τσιτάτο για την “ιδιωτικοποίηση της πουτάνας μάνας”. Ξεχωριστό χρώμα χαρίζουν στην έκθεση οι τοίχοι με τις μεταφράσεις των βιβλίων σε δεκάδες γλώσσες, ανάμεσά τους και στα ελληνικά, όπως και προσωπικά αντικείμενα και σημειώσεις του λογοτέχνη, ακόμα κι ένα ξερό φύλλο δέντρο που ο ίδιος είχε κρατήσει.

Το Νόμπελ λογοτεχνίας του Ζοζέ Σαραμάγκου (1998)

 

Ξερό φύλλο που κράτησε στην ατζέντα του ο συγγραφέας

 

Μια από τις ελληνικές μεταφράσεις στην Casa dos Bicos

Ακόμα όμως κι αν δεν αγαπάτε καθόλου τα μουσεία, οπωσδήποτε δεν πρέπει να παραλείψετε από το πρόγραμμά σας μια επίσκεψη στις πρώην φυλακές πολιτικών κρατουμένων του Aljube, το οποίο το 2015 μετατράπηκε σε μουσείο “Αντίστασης και ελευθερίας”. Στις αίθουσές του δε θα αντικρύσετε μόνο αυθεντικά κελιά, φακέλους αντιφρονούντων (αυτοί που στην Ελλάδα κάηκαν το 1989), γραφεία ανακριτών και φωτογραφίες αντιστασιακών αντρών και γυναικών, όχι μόνο αλλά στην πλειονότητά τους κομμουνιστών, αλλά και εντυπωσιακά ταμπλό και οπτικοακουστικό υλικό, που φωτίζουν την εν πολλοίς άγνωστη πορτογαλική ιστορία του 20ού αιώνα, από την κατάργηση της μοναρχίας το 1910, ως την ανατροπή του διαδόχου του Σαλαζάρ Μαρσέλου Καετάνου με την Επανάσταση των Γαρυφάλλων.

Μουσείο Αντίστασης και Ελευθερίας

Φάκελος της κομμουνίστριας Ιβόν Κονσεϊσάου Ντίας Λοουρένσου, που πέρασε 7 χρόνια στα μπουντρούμια του καθεστώτος για τη δράση της. Χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή της δήλωνε πως είχε τόσο αποκοπεί από την πραγματικότητα μέσα στη φυλακή, που όταν βγήκε το 1964 δε γνώριζε ποιοι ήταν οι Μπιτλς.

Παρότι ολόκληρη μια τουριστοπαγίδα, η Σίντρα είναι ένας από τους κοντινούς προορισμούς που αξίζουν μια επίσκεψη. Το τραίνο από τον κεντρικό σταθμό του Ροσίο κάνει περίπου 40 λεπτά διαδρομή, περνώντας από λαϊκά προάστεια της Λισαβόνας, με όμοιες πολυόροφες, κακοσυντηρημένες πολυκατοικίες. Αν και είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος δήμος της χώρας, με σχεδόν 400.000 κατοίκους, δε “δείχνει” το μέγεθός της, ενώ το ιστορικό της κέντρο της μοιάζει με χωριό. Ένα βασιλικό χωριό βέβαια, κατάσπαρτο με θερινά ανάκτορα, κάστρα από την εποχή των Αράβων, μοναστήρια και πολλά ακόμα κτίρια ρομαντικής κυρίως αρχιτεκτονικής, που οδήγησαν στην ανακήρυξη της Σίντρα σε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Ουνέσκο. Μια μέρα είναι πολύ λίγη για να προλάβει κανείς όλα τα αξιοθέατα της πόλης, κάποια από τα οποία είναι αρκετά απομακρυσμένα και με τσουχτερές εισόδους, κι έτσι επισκεφτήκαμε “μόνο” το Palácio Nacional da Pena, ένα από τα “επτά θαύματα της Πορτογαλίας” .

Χτισμένο στα μέσα του 19ου αιώνα, πάνω στα ερείπια ενός παλιότερου μοναστηριού, ως θερινή κατοικία της πορτογαλικής βασιλικής οικογένειας, το παλάτι παραπέμπει κάπως σε Ντίσνεϊλαντ με τα ζωηρά του χρώματα και το οριακά κιτς πάντρεμα διαφορετικών αρχιτεκτονικών επιρροών. Η επίσκεψή στο εσωτερικό του αποκαλύπτει τις μικρόσωμες διαστάσεις των Πορτογάλων γαλαζοαίματων, με τα εν πολλοίς παιδικού μεγέθους έπιπλα, και πλήθος κεραμικών και πορσελάνης, ιδιαίτερα από τις αποικίες της άλλοτε κραταιής αυτοκρατορίας.

Βασιλική κλίνη-μινιατούρα

Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η αίθουσα του τηλεφώνου, που ως τελευταία λέξη της τεχνολογίας εκείνης της εποχής, δεν μπορούσε παρά να αποτελεί βασιλικό προνόμιο. Mετά την περιήγηση στο εσωτερικό, ετοιμαστείτε για αρκετά χιλιόμετρα στους βασιλικούς κήπους, ως το “σαλέ της κοντέσας”, ένα πραγματικά χαριτωμένο κτίριο, στο οποίο κατοικούσε η μοργανατική δεύτερη σύζυγος του βασιλιά Φερδινάνδου Β’ (εμπνευστή του ανακτόρου), η Γερμανοελβετίδα πρώην τραγουδίστρια της όπερας Ελίζε Χέντσλερ.

το Σαλέ της Κοντέσας

Μην ξεγελαστείτε όμως από τους χάρτες του πάρκου, που δείχνουν στάση για το hop on τουριστικό λεωφορείο στην έξοδο του σαλέ. Καθώς φαίνεται, η εταιρεία που τo εκμεταλλεύεται δεν κρίνει αρκετά κερδοφόρο το δρομολόγιο αυτό για τους εκτός σαιζόν μήνες, οπότε η μόνη επιλογή είναι να το κόψεις με τα πόδια πίσω στην κεντρική είσοδο, κάπου 3 χλμ στην άλλη άκρη. Εντός του ιστορικού κέντρου βρίσκεται το επίσης ενδιαφέρον Εθνικό Ανάκτορο της Σίντρα και λίγο πιο πέρα η νεογοτθική και μυστηριώδης Quinta de Regaleira, ίσως το γοητευτικότερο από τα μνημεία της πόλης. Κατά τα λοιπά, αν και λιγότερο ακριβή από ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν τόσο τουριστικό προορισμό, καλύτερα να μην πάτε αμύητοι για φαγητό, γιατί οι μεγάλες μερίδες δε συνοδεύονται απαραίτητα από ανάλογη ποιότητα.

Quinta de Regaleira Σίντρα

Μέσα στη Λισαβόνα πάντως δύσκολα το στομάχι μένει παραπονεμένο. Αρκεί να αποφύγει κανείς κάποιες εμφανείς τουριστοπαγίδες και να πάρει και μερικές συμβουλές από ντόπιους. Επίσης, μια και τα περισσότερα μαγαζιά και σίγουρα τα πιο αξιόλογα είναι μικρά σε στιλ κουτούκι, ακόμα και στην off season, μια μικρή (ή και μεγαλύτερη) αναμονή δεν αποκλείεται. Δεν είναι μόνο οι εκατοντάδες παραλλαγές του μπακαλιάρου, καμία από τις οποίες δε θυμίζει το άνοστο τηγανητό παρασκεύασμα που παστώνουμε στη σκορδαλιά κάθε 25η του Μάρτη. Δεν είναι τα μύδια που σου μιλάνε στο πιάτο και οι αφράτες γαρίδες, οι αχνιστές μπουγιαμπέσες σερβιρισμένες μέσα στην κατσαρόλα, ούτε οι σαρδέλες που δε δοκιμάσαμε και το φέρουμε βαρέως.

Bacalhau à Brás, ένας κλασικός τρόπος παρασκευής του αγαπημένου εδέσματος των Πορτογάλων

Αλλά και οι ζουμερές μπριζόλες και τα παχιά λουκάνικα, οι αρωματικές σούπες και τα υπέροχα και παντελώς άγνωστα στο εξωτερικό τυριά, έτσι ώστε και όσοι έχουν πιο στεριανά γαστρονομικά γούστα να μην μείνουν παραπονεμένοι. Mην παραξενευτείτε βέβαια, αν ακόμα και σε αμιγώς κρεατοφαγικά εστιατόρια, το ορεκτικό καλωσορίσματος (που όμως δεν είναι δωρεάν, έρχεται απρόσκλητο και αν δεν το θέλεις απλά ζητάς να το πάρουν πίσω) περιλαμβάνει κροκέτες μπακαλιάρου και τόνου. Οι μερίδες ως επί το πλείστον είναι γενναίες, αλλά για ό,τι δε χώρεσε στην πρώτη απόπειρα, μην ντραπείτε να ζητήσετε πακέτο, δε θα σας κοιτάξουν περίεργα. Για τα κρασιά καλύτερα να μιλήσουν οι γευσιγνώστες, εγώ μπορώ να πω μόνο ότι η εξαιρετική τους ποιότητα και οι σαφώς χαμηλότερες από ό,τι στην Ελλάδα τιμές δίνουν άλλη διάσταση στο “απολαύστε υπεύθυνα”. Απαραίτητη και η δοκιμή της “Ζινζίνια” (όχι, δεν είναι Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής), του παραδοσιακού λικέρ βύσσινου, που έλκει την καταγωγή του από το κοντινό χωριό Όβιδος. Σε κάποιες περιπτώσεις θα το βρείτε σε κουπάκι από σοκολάτα, προσομοιάζοντας γευστικά στα σοκολατάκια κονιάκ – μαρασκίνο που μας κερνούσαν οι γιαγιάδες μας στις γιορτές. Σε ό,τι αφορά τα γλυκά, η γκάμα μου φάνηκε λιγότερο εντυπωσιακή και σίγουρα όχι κάτι που θα συναρπάσει όσους δεν αγαπούν το αυγό σε όλες τις εκδοχές του. Η πιο αγαπημένη στους δυτικούς Ίβηρες είναι το pastel de nata, μια τάρτα με σφολιάτα και γέμιση κρέμας καψαλισμένης από πάνω, που παραπέμπει κάπως σε μπουγάτσα (στο πιο “αυγουλιδερό” όπως είπαμε), ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται με άχνη και κανέλα. Πωλούνται περίπου παντού, από εξειδικευμένα μαγαζιά, όπου λόγω συνεχούς παραγωγής είναι πιο πιθανό να τα πετύχετε φρέσκα και ζεστά, μέχρι καφετέριες, φούρνους και σούπερ μάρκετ, σε κατεψυγμένη και μη μορφή. Για τους μη πουρίστες, συνιστώ και την “αμαρτωλή” εκδοχή τους με επικάλυψη νουτέλας, αν την πετύχετε. Αξίζει επίσης μια στάση στο αυθεντικό εργαστήρι παραγωγής τους, στη συνοικία Μπελέμ, που υπάρχει από το 1837. Οι πρώτοι ιδιοκτήτες είχαν αγοράσει τη συνταγή από καλόγριες του παρακείμενου μοναστηριού των Ιερωνυμιτών, που είχε κλείσει λίγα χρόνια πριν, στον απόηχο της φιλελεύθερης και αντικληρικαλιστικής επανάστασης του 1820, στρέφοντας τις πρώην τρόφιμους αναγκαστικά σε άλλα βιοποριστικά μονοπάτια. Μέχρι σήμερα, pasteis de Belém επιτρέπεται να ονομάζονται μόνο όσα παρασκευάζονται και πωλούνται στο συγκεκριμένο εργαστήριο. Η περίπου 15λεπτη αναμονή για τραπέζι εύκολα μετατρέπεται σε πολύωρο ξεροστάλιασμα στο λιοπύρι τους καλοκαιρινούς μήνες.

O Μπακαλιάρος είχε τη δική του ιστορία και το κέντρο τεκμηρίωσής της…

Το Μπελέμ φυσικά δε φημίζεται μόνο για τα ταρτάκια-μπουγατσάκια του, αλλά και για δύο από τα εμβληματικότερα μνημεία της Λισαβόνας και της Πορτογαλίας συνολικά, τον Πύργο του Μπελέμ και το προαναφερθέν μοναστήρι των Ιερωνυμιτών. Το δεύτερο βρίσκεται στα 100 μ. περίπου από το εργαστήρια των pasteis, κι όπως υπενθυμίζει η διπλή αναμνηστική πλάκα στην είσοδό του, αποτέλεσε το σημείο υπογραφής της εισόδου της Πορτογαλίας στην ΕΕ το 1986, αλλά και της Συνθήκης της Λισαβόνας το 2007, που τόσα καλά επιδαψίλευσε στους λαούς του κοινού ευρωπαϊκού μας σπιτιού – not. To μοναστήρι, που πήρε έναν αιώνα να ολοκληρωθεί,  είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μανουηλινού στιλ, από το όνομα του μονάρχη Μανουήλ Α’, που έδωσε την εντολή για την ανέγερση, με στόχο oι μοναχοί να προσεύχονται για τη σωτηρία της ψυχής του ίδιου και την επιτυχία των θαλάσσιων αποστολών της Πορτογαλίας, που βρισκόταν στο απόγειο της δόξας και του πλούτου της. Το χρυσάφι των αποικιών επέτρεψε ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό αποτέλεσμα, καθώς το σύμπλεγμα μοιάζει σα φτιαγμένο από δαντέλα, όπου κάθε λεπτομέρεια είναι δουλεμένη στην εντέλεια, κανένας κίονας δε μοιάζει με τον άλλο και υστερογοτθικά στοιχεία συναντούν αναγεννησιακές νότες. Ανάμεσα σε άλλα, στο μοναστήρι βρίσκονται ο τάφος του Βάσκο ντα Γκάμα, που πρώτος έκανε τον περίπλου της Αφρικής καθώς και του Φερνάντο Πεσσόα, του γνωστότερου Πορτογάλου ποιητή τον 20ο αιώνα.

Μοναστήρι των Ιερωνύμων ή Ιερωνυμιτών

Από άποψη απόστασης, είναι πιο βολικό πριν τον Πύργο του Μπελέμ να περάσει κανείς πρώτα από το Μνημείο των Ανακαλύψεων, αφιερωμένο στους Πορτογάλους θαλασσοπόρους, που χρονολογείται από την εποχή της δικτατορίας του Σαλαζάρ, αφού εγκαινιάστηκε το 1960, έναν χρόνο πριν ξεκινήσει ο σκληρός αποικιακός πόλεμος κατά των απελευθερωτικών κινημάτων της πορτογαλόφωνης Αφρικής, που αποτέλεσε τελικά ταφόπλακα για το καθεστώς, αφού αποτέλεσε το βασικό έδαφος από όπου ξεπήδησε 13 χρόνια αργότερα, η Επανάσταση των Γαρυφάλλων, με κοιτίδα τον ίδιο το στρατό.

Μνημείο των Ανακαλύψεων

Από το μνημείο είναι εξαιρετική η θέα προς την εμβληματική γέφυρα της 25ης Απρίλη, τέως γέφυρα Σαλαζάρ, που ενώνει τη Λισαβόνα με την Αλμάδα (γενέτειρα του Λουίς Φίγκο) στην άλλη όχθη του Τάγου (Τέζου στα πορτογαλικά), υπό το βλέμμα του αγάλματος του Ιησού Λυτρωτή, (μιας ρέπλικας του διασημότερου αδελφού γλυπτού στο Ρίο ντε Τζανέιρο, που η δικτατορία εγκαινίασε το 1959 ως “ένδειξη ευχαριστίας” για τα δεινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που γλίτωσε η χώρα χάρη στην ουδετερότητα -στην πραγματικότητα καιροσκοπικό παλαντζάρισμα – που είχε επιλέξει ο Σαλαζάρ, όπως και ο έτερος τύραννος της Ιβηρικής, Φρανθίσκο Φράνκο). Οποιαδήποτε ομοιότητα με τις γέφυρες του Σαν Φραντσίσκο και του Όουκλαντ στην Καλιφόρνια είναι κάθε άλλο παρά συμπτωματική, καθώς η κατασκευή της ανατέθηκε στην ίδια ανάδοχο εταιρεία.  Μετά από ένα 15λεπτο χαλαρό περπάτημα φτάνει κανείς στον Πύργο του Μπελέμ, που είναι κλειστός επ’ αόριστον, αλλά έστω κι έτσι εκ των ων ουκ άνευ φόντο για σέλφι κάθε τουρίστα που (δε) σέβεται τον εαυτό του. Εμπνευστής του έργου για άλλη μια φορά ο Μανουήλ Α’, που ήθελε να ενισχύσει την οχύρωση της πόλης στις βόρειες όχθες του Τάγου. Σημείο αναφοράς για τους Πορτογάλους εξερευνητές, ο πύργος έχασε σταδιακά την αμυντική του λειτουργία, λειτουργώντας μεταξύ άλλων ως τελωνείο, φάρος και φυλακή.

Γέφυρα 25ς Απρίλη

 

Πύργος της Μπελέμ

Για να γυρίσουμε όμως στις γέφυρες, κάπως πιο “κρύα”, από εκείνη της 25ης Απρίλη, είναι η γέφυρα Βάσκο ντα Γκάμα, που εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη της Ευρώπης.

Δεσπόζει στη συνοικία “Πάρκο των Εθνών”, στη βορειανατολική εσχατιά της πόλης, που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της Expo 1998 και χαρακτηρίζεται από φουτουριστική αρχιτεκτονική, εντελώς διαφορετική από το υπόλοιπο αστικό τοπίο, καθώς παραπέμπει περισσότερο στο Ντουμπάι κι άλλες πρωτεύουσες του πετροδόλλαρου. Προσωπικά, περισσότερο από την ίδια τη συνοικία, μου φάνηκε πιο ενδιαφέρουσα η διαδρομή κατά μήκος της προκυμαίας, που οδηγεί βαθμιαία από τα απομεινάρια μιας αλλοτινής ανθούσας βιομηχανικής ζώνης στους “αλαζονικούς” ουρανοξύστες αυτού που κάποιοι επιμένουν να ονομάζουν “μετακαπιταλισμό”. Χρόνος για το τελεφερίκ και το γιγαντιαίο mall Βάσκο ντα Γκάμα (όπως ήδη θα καταλάβατε, οι Πορτογάλοι δεν είναι ακριβώς διακριτικοί σε ό,τι αφορά το καμάρι τους για τους εξερευνητές προγόνους τους) δεν υπήρχε, οπωσδήποτε όμως αξίζει να αφιερώσετε λίγες ώρες στο Ενυδρείο της Λισαβόνας (Ωκεανάριο, όπως το αποκαλούν οι ίδιοι), ακόμα κι αν δεν είστε γενικά φίλοι τέτοιων θε(α)μάτων. Το Ενυδρείο είναι οργανωμένο “γεωγραφικά” ανά ωκεανό και θάλασσα, από τη Μεσόγειο ως τον Ινδικό, προσφέροντας ένα συναρπαστικό και παράλληλα πραγματικά χαλαρωτικό πανόραμα των πιο ποικίλων μορφών ζωής κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ατυχέστατα, η φωτογραφική μου μηχανή επέλεξε να “πεθάνει” από μπαταρία ακριβώς κατά την αρχή της διαδρομής -που, εκτός από τις κλασικές ακαδημαϊκές πληροφορίες, είναι διάστικτη και από στίχους θαλασσινής θεματολογίας- περιορίζοντας αντικειμενικά τη φωτογραφική γκάμα σε ακραία πιξελιασμένες (sic) λήψεις από το κινητό.

Άποψη του εσωτερικό στο Ενυδρείο της Λισαβόνας, στο βάθος η γέφυρα Βάσκο ντα Γκάμα

Η ψυχή μιας χώρας ωστόσο δεν είναι τα αξιοθέατα της, ούτε καν το όνομά της, για να θυμηθούμε και το μακεδονόψυχο σύνθημα, πολλώ δε μάλλον όταν η ακριβής σημασία του όρου Πορτογαλία είναι το μάλλον αστείο -καίτοι ιστορικά απόλυτα ταιριαστό – “Λιμάνι-λιμάνι”, από το λατινικό Portus και το κέλτικο Cale, που σημαίνει… ναι και πάλι σωστά μαντέψατε, λιμάνι. Αυτό λοιπόν που δίνει πραγματικό χρώμα σε κάθε τόπο είναι οι άνθρωποί του. Οι Πορτογάλοι  έχουν κουλτούρα και ταμπεραμέντο που μοιάζει με το κλίμα τους, μεσογειακό με μια εσάνς ατλαντικής ψυχρότητας. Φιλικοί και ευγενείς, αλλά σαφώς λιγότερο φασαριόζοι από το υπόλοιπο παρεάκι των φωνακλάδων PIGS, και – παρότι οι ίδιοι θεωρούν εαυτούς καμικάζι της ασφάλτου – εξαιρετικά πολιτισμένοι οδηγοί, με ιερό σεβασμό στις διαβάσεις, όπου αρκεί η θέα ενός πεζού πριν ακόμα τη διασχίσει για να κοκκαλώσουν το όχημα. Πρόθυμοι να δώσουν οδηγίες και συμβουλές, στα ως επί το πλείστον καλά αγγλικά τους (καμία σχέση με τους Ίβηρες γείτονες, με τους οποίους πιστεύουν ότι τους ενώνει μια σχέση μίσους και πάθους, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια και με τέτοιες “κόντρες” απλά γελάμε), αλλά ακόμα περισσότερο όταν ακούν – ενίοτε με παιδική έκπληξη στα πρόσωπά τους – την γοητευτική, πλην δύστροπη ηχητικά γλώσσα τους από τουρίστες. Από την άλλη, δεν είναι ακριβώς οι άνθρωποι που θα ανοίξουν το φυλλοκάρδι τους με το καλημέρα, κάτι που ωστόσο σε απαλλάσσει από τη συχνά επίπλαστη επίδειξης οικειότητας που τόσο συνηθίζεται ανατολικά του Γιβραλτάρ.

Στη Λισαβόνα τα φανάρια είναι και οι διαβάσεις πεζών – σχεδόν – απαραβίαστες.

Δεν ξέρω αν σε μερικά χρόνια από τώρα, το αόρατο χέρι της τουριστικής – και όχι μόνο – αγοράς, σβήσει με ρεκτιφιέ την μελαγχολική ομορφιά ξεπεσμένης αρχόντισσας από τα σοκάκια της Λισαβόνας. Ξέρω όμως ότι στο ενδιάμεσο θέλω να έχω προλάβει να επιστρέψω.

Φιλοπερίεργος γλάρος στον Τάγο

Δείτε επίσης:

Το Gucci σφυροδρέπανο που φοράς – Ένα πρωί στην έδρα του ΚΚ Πορτογαλίας (ΦΩΤΟ)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: