Ωδή στις γιαγιάδες που ταξιδεύουν με πλοίο
Το ταξίδι στην Κρήτη είναι μια εμπειρία για όλες τις αισθήσεις. Το ταξίδι με πλοίο τις δοκιμάζει και τις εξασκεί όλες. Η αποθέωση των αισθήσεων είναι κάποιες γιαγιάδες που είναι πάντα εκεί μαζί σου στο ταξίδι, όπου μέρα και όποια εποχή και πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα αξιοθέατα του νησιού.
Το ταξίδι στην Κρήτη είναι μια εμπειρία για όλες τις αισθήσεις. Το ταξίδι με πλοίο τις δοκιμάζει και τις εξασκεί όλες. Είναι τρομερό. Η… τιμημένη ΑΝΕΚ κάνει τη διαδρομή σε εννιά μόλις ώρες, ενώ παλιότερα το ταξίδι έβγαινε σε έξι. Η πρόοδος είναι μια σχετική έννοια. Όσο μένεις μέσα, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να πεινάσεις, να διψάσεις και να αφήσεις λεφτά στην εταιρία, σε πολύ καλές (για το κέρδος της) τιμές. Μόνο κουβέρτες δεν πουλάνε ακόμα, για να αντιμετωπίσεις τις πολικές θερμοκρασίες στα σαλόνια και άλλους κλιματιζόμενους χώρους. Δεν ξέρω αν ξέρετε, αλλά η κρίση είναι ευκαιρία κι εδώ το κάνουν πράξη.
Η αποθέωση των αισθήσεων είναι κάποιες ηλικιωμένες κυρίες (“γριές” θα τις έλεγε κανείς άκομψα) που είναι πάντα εκεί μαζί σου στο ταξίδι, όποια μέρα και όποια εποχή και πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα αξιοθέατα του νησιού. Υπάρχουν φορές που πας νωρίς για να βρεις καρέκλα ή καναπέ. Όχι φίλε, είναι ΉΔΗ ΕΚΕΊ και σε περιμένουν, να παραδεχτείς την ήττα σου.
Τις βλέπεις γύρω σου με μπαστούνια και γύρω στις έξι βαλίτσες με τα βασικά -έχουν και άλλες δέκα στο αμάξι και δυο-τρεις στην κατάψυξη του πλοίου, για να βγει ο χειμώνας ή το καλοκαίρι, σε περίπτωση ναυαγίου. Λες μέσα σου, θα τις προσπεράσω και θα προλάβω να πιάσω πρώτος θέση. Και πάλι όχι. Στη θέα του καναπέ μεταλλάσσονται σε πούμα και τρως τη σκόνη τους. Αν παρ’ ελπίδα τις προλάβεις, θ’ ακούσεις τα σχολιανά σου για να κρατήσεις τη θέση σου. Αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια (να τις προλάβεις, όχι να τ’ ακούσεις).
Το καλό σενάριο είναι να πιάσεις μια ακρούλα στον καναπέ τους, δίπλα σε αυτές, δέκα μπουφάν, δύο σεντόνια και έναν τενεκέ λάδι. Καταλαβαίνεις σύντομα ότι δεν είναι καλό σενάριο. Αρχικά σε περνάνε από ανάκριση. Τίνος είσαι εσύ, παντρεμένος, ανύπαντρη, ναι/όχι και γιατί. Αν έχεις πατήσει τα 25, έχεις καλές ελπίδες για κατάθλιψη εν πλω και να αρχίσεις να ψάχνεις από πού να πέσεις στη θάλασσα ή ένα ράφι. Αλλά έχουν τη λύση και για αυτό. Ένα γιο, ανιψιό, κάποιον ξάδερφο, πολύ καλό παιδί, πενήντα χρονών (δηλαδή όχι ακριβώς παιδί) και με πολλή όρεξη να σε τεκνοποιήσει για να κάνει δικά του.
Οι πιο hi tech γιαγιάδες έχουν και smartphone με φωτογραφίες για να σου δείξει όλο το σόι. Αφού τελειώσει κι αυτό (μη γελιέσαι, δεν τελειώνει ποτέ, απλώς αλλάζει μορφή), βγάζουν να φάνε κατιτίς αυτές και τα παιδιά/εγγόνια που έχουν γύρω τους σα διμοιρία. Ξέρεις μωρέ, κάτι απλό, καμιά πίτα, κάνα τοστ, το αρνί που περίσσεψε, μια ντουζίνα αυγά, σαντουιτσάκια, φέτες μαρμελάδα, κάτι ελαφρύ μη μας πιάσει η θάλασσα. Η παιδική παχυσαρκία σας χαιρετά.
Σε κάποια φάση, κοιμούνται ή τους απορροφά κάποιο σίριαλ στην τηλεόραση και σωπαίνουν. Μέχρι να αρχίσει καβγάς τρικούβερτος και να ξεδιπλωθεί ένα πλέγμα αντιθέσεων, γιατί κάθε γιαγιά έχει τη δική της αγαπημένη σειρά κι είναι όλες τους στο πιο κρίσιμο σημείο. Τσακώνονται να αλλάξει κανάλι -που κανονικά δε γίνεται- μπλέκουν στον καβγά και το πλήρωμα, και ανάθεμα αν βλέπει κανείς τίποτα τελικά. Θα ρωτήσουν μετά όμως τη θεία Αμερσούδα να τους πει τι έγινε.
Μένει περίπου μιάμιση ώρα πριν την άφιξη κι ένα καραβάνι αρχίζει να μαζεύεται γεμάτο άγχος, προς την έξοδο, θυμίζοντας στρατηγούς πριν την απόβαση στη Νορμανδία. Ξεκινούν με όλα τα συμπράγκαλα, μπαστακώνονται μπροστά στην πόρτα και δε φαίνεται να προβληματίζονται για τους 52 βαθμούς θερμοκρασία και τον προορισμό που ίσα κι αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Έχω καταλήξει όμως πως αφήνουν το ολόγραμμά τους για την επόμενη φορά.
Μέχρι τότε λοιπόν… Καλό χειμώνα είπαμε;