Οι αγαπημένες μου διακοπές – Πέφτει η νύχτα στο Ποσείδι…
Μα δεν υπήρχε τίποτα άσχημο πια στην κατασκήνωση στο Ποσείδι; Προφανώς και υπήρχε. Ότι η ΠΚΣ έπαιρνε την καντίνα μόνο δύο βδομάδες και ο χρόνος έφευγε γρήγορα…
Οι αγαπημένες μας διακοπές δεν έχουν να κάνουν τόσο/μόνο με το μέρος, όσο κυρίως με την παρέα. Και η καλύτερη παρέα πολλές φορές έχει να κάνει με τη συγκυρία και την ηλικία μας. Δεν είναι απαραίτητα οι καλύτεροι φίλοι μας, η καλύτερη σχέση μας και γενικώς αυτοί που αγαπάμε περισσότερο, αλλά τα κατάλληλα άτομα την κατάλληλη στιγμή. Αν και… Έχεις, αλήθεια, πιο αγαπημένα πρόσωπα από τους συντρόφους σου;
Η κατασκήνωση του ΑΠΘ στην Καλάνδρα (ή μάλλον στο επίνειό της, το Ποσείδι, που νεκρώνει το χειμώνα, σαν μια θερινή πόλη-φάντασμα, βασικά όμως είναι σε ένα δασάκι ακριβώς μετά το Ποσείδι) είναι ένας φοιτητικός μύθος, όπου ισχύουν τα πάντα και τα αντίθετά τους, τα καλύτερα και τα χειρότερα μαζί, ένα ζωντανό μάθημα διαλεκτικής, γεμάτο αντιφάσεις.
Μπορείς πχ να πας αρχές Ιουλίου και να βρεις μια Μύκονο σε μικρογραφία, ή να πας τον Αύγουστο και να βρεις το τέλειο ησυχαστήριο -το Ποσείδι είναι ίσως το μοναδικό θέρετρο στην Ελλάδα που έχει πιο ανθρώπινες συνθήκες το Δεκαπενταύγουστο, από ό,τι στις αρχές Ιούλη. Εκεί θα περάσεις τις πιο γεμάτες διακοπές της ζωής σου, ενώ λιώνεις κολλημένος στο ίδιο μέρος, για δυο βδομάδες. Όχι με διαζευκτικό, ή το ένα το άλλο. Ταυτόχρονα.
Γιατί σε αντίθεση με το κλισέ, ό,τι συμβαίνει στο Ποσείδι, ΔΕ μένει ποτέ στο Ποσείδι. Ξεφεύγει από τα όριά του και γιγαντώνεται, γίνεται μύθος, γλυκιά ανάμνηση, θέμα συζήτησης τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Χαράζεται στο νου και σε ακολουθεί για πάντα, ευχή και κατάρα. Και ό,τι έχεις ακούσει για αυτό, ισχύει. Απλά στην πορεία μπορεί να έχουν μπει σε κάθε ιστορία, πέντε-έξι αρκούδες για εφέ και εντύπωση. Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς λίγη υπερβολή;
Ναι αλλά τι είναι τέλος πάντων αυτό το μαγικό μέρος; Τι εστί Ποσείδι, αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, απαλλαγμένο από την αχλή των φοιτητικών αναμνήσεων και της νοσταλγίας;
Το Ποσείδι είναι ένα πευκοδάσος δίπλα στη θάλασσα. Οπότε αυτομάτως είναι πολύ διαφορετικό από (σχεδόν) οτιδήποτε έχουν μάθει στους Αθηναίους φοιτητές οι Κυκλάδες, με εξασφαλισμένη δροσιά. Όταν έξω έχει καύσωνα με σαράντα βαθμούς, μέσα κάνει Ποσείδι. Δε θα σου προσφέρει κρυστάλλινες θάλασσες, σαν τα Κυκλαδονήσια, τα νερά όμως είναι τίμια και καθαρά. Και προπαντός ζεστά- για να καταλάβεις που οφείλει το όνομά του ο Θερμαϊκός, και ας βρίσκεται στο Βορρά, με τις χαμηλότερες θερμοκρασίες.
Συνεχίζουμε με άλλα αντικειμενικά χαρακτηριστικά. Υπάρχει μια Λέσχη με τρία γεύματα -εγώ τουλάχιστον τόσα πρόλαβα- για όσους λίγους καταφέρουν να ξυπνήσουν εγκαίρως για πρωινό, κατά τις εννιά -που για τα φοιτητικά δεδομένα είναι άγρια χαράματα, και ο μόνος λόγος να ξυπνήσεις είναι αν χτυπάει τη σκηνή σου ο ήλιος -που είναι κατόρθωμα με τόση σκιά- ή ένας ξάγρυπνος φίλος με πέτρες για να στη σπάσει. Είχε προσιτές τιμές για φοιτητικά βαλάντια, και αρκετά τραπεζοκαθίσματα, που κάθε ΠΣΚ μετακόμιζαν στην καντίνα της ΠΚΣ, για να μας τα πάρουν πάλι, και να τους τα ξαναπάρουμε κουβαλώντας τα εμείς, ώσπου αγανάκτησαν και τα έκαναν βιδωτά, για να μην μπορεί να τα πάρει κανείς.
Υπάρχει ένα Μίνι-Μάρκετ, που το βλέπαμε μεν καχύποπτα, ως αδιάψευστο μάρτυρα της προϊούσας εμπορευματοποίησης στο ΑΠΘ που θέλει τα πτυχία και τις διακοπές μας να γράφουν Κόκα-Κόλα, ήταν όμως πολύ χρήσιμο γιατί πουλούσε πχ σοκολατούχα γάλατα, που εμείς τα λέμε “κακάο” και οι Αθηνέζοι Μίλκο, γιατί δεν είχαν άλλες μάρκες -α, τους καημένους, δεν έχουν ντολμέν…- και η μόνη εναλλακτική ήταν το γάλα που διαφήμιζε ο Αλβέρτης –από εδώ, δύο Εντζόι– και ήταν τόσο χάλια, που απορείς γιατί το έβαζε.
Υπάρχει ένα άθλιο μπιτσόμπαρο, το οποίο ανακάλυψε τις Δυτικές Συνοικίες όταν έβγαλαν σουξέ (καλοκαιρινά ραντεβού πάνω στο σώμα σου), πολύ αργότερα από τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ, που τους έφερναν από το 00′. Και έζησε μάλλον την κορυφαία στιγμή του σε μια συναυλία που διοργάνωνε το ΑΠΘ, με Μικρούτσικο, Πασχαλίδη και Αντωνοπούλου, αν θυμάμαι καλά, όπου έγινε το αδιαχώρητο στην παραλία και ο κόσμος βουτούσε στη θάλασσα, πλατσουρίζοντας εκστασιασμένος υπό τους ήχους της Ρόζας, ενώ ζούσε το δικό του πάρτι στη Βουλιαγμένη.
Υπάρχει κι ένας φάρος, όπου πήγαινες, αν ήθελες απομόνωση από τα πλήθη ή απλώς να πάρεις το μονοπάτι περιμετρικά της κατασκήνωσης, για να παρακάμψεις το φράχτη και τον ενοχλητικό έλεγχο στην είσοδο, μπαίνοντας στο χώρο παραλιακά, για μια εμπειρία ζωής, πχ σαν τον πρώτο σου έρωτα. Δεν είσαι έρωτας εσύ, είσαι γοργόνα, είσαι θάλασσα, είσαι ένας φάρος σκοτεινός…
Κι υπάρχει τέλος η καντίνα, που την έπαιρναν κατά σειρά οι φοιτητικές παρατάξεις για ένα δεκαπενθήμερο η καθεμιά. Ξεκινούσε η ΔΑΠ, μόλις τελείωνε η εξεταστική του Ιουνίου, όπου γινόταν ο κακός χαμός, πέντε Δαπίτες έκαναν τα γκαρσόνια και τους έβγαινε ο πάτος, αλλά χέζονταν στο τάλιρο, με το συμπάθιο. Και όσα έβγαζαν, έμπαιναν στην τσέπη τους, ενώ ο αστικός μύθος λέει ότι ίσως να έβγαζαν καινούριο αυτοκίνητο με δουλειά λίγων ημερών, ειδικά αν έπεφτε η σεζόν μαζί με EURO και Μουντιάλ. (Ενώ εμάς το πιο ιδιαίτερο που μας έτυχε ήταν η Γένοβα με τον Τζουλιάνι και η επιστολή των “επτά” του ΝΑΡ στο Ρίζο, δεκατρία χρόνια έχουνε περάσει -θέλει δουλειά το μέτρο και μέτρο η δουλειά).
Το ίδιο έκαναν και οι Πασπίτες -απ’ τα χρόνια του Ανδρέα πάντα αγωνιστικά- αλλά με πολύ λιγότερο κόσμο, αρχές Αυγούστου, και λιγότερα χρήματα. Ενώ το τελευταίο δεκαπενθήμερο, που δεν πατούσε σχεδόν κανείς, την έπαιρνε θεωρητικά -βάση κατανομής από τη ΦΕΑΠΘ- η Ένωση Ανεξαρτήτων, που πρέπει να ήταν τοπικό ανέκδοτο του ΑΠΘ, με ημερομηνία λήξης.
Τα/η ΕΑΑΚ δε συμμετείχαν στη ΦΕΑΠΘ και δεν ήθελαν τη μοιρασιά για την καντίνα -άλλο ζήτημα αν θα μπορούσαν να την αναλάβουν ως ευθύνη, με ωράρια, υποχρεώσεις κτλ. Καμιά φορά έρχονταν όμως στην καντίνα για κάνα σουβλάκι -σουβλάκι από κρέας, όχι πουρουφάν- και μια στα τόσα μπορεί να άνοιγε καμιά ευχάριστη, καλοκαιρινή συζήτηση περί ειδίκευσης και Ενιαίας Ανώτατης Εκπαίδευσης. Αχ, ωραία χρόνια…
Μια χρονιά ερχόταν και ένας Ναρίτης οικοδόμος -σπάνιο είδος που τελεί πια υπό εξαφάνιση- με μπούκλες Χατζηπαναγή, λαϊκός άνθρωπος, που τον τραβούσε η ρετσίνα και η καλή μουσική, όπως το μέλι τις σοβιετικές αρκούδες. Έχασε όμως νωρίς τη μάχη με την επάρατο και τώρα η λαϊκή σκηνή στις “Αναιρέσεις” της Θεσσαλονίκης έχει τιμής ένεκεν το όνομά του: Γιώργος Ντόμπρος.
Αυτά γίνονταν το δεύτερο δεκαπενθήμερο που έπαιρνε η Πανσπουδαστική την καντίνα και φρόντιζε να κάνει τη διαφορά στην πράξη, με συναυλίες και εκδηλώσεις, με συνελεύσεις κατασκηνωτών, ακόμα και στις τιμές της καντίνας ή στην ποικιλία -μια χρονιά πχ ένας σύντροφος έφτιαχνε κρέπες!
Οργανωθείτε, μας έλεγαν. Θα συναντήσετε ένα ζεστό, συντροφικό περιβάλλον μας έλεγαν. Και όντως σφε, δεν υπάρχει τίποτα πιο ζεστό από μια ψησταριά στο φουλ μες στον Ιούλιο, όπου μαθαίνεις πώς ψηνόταν το σουβλάκι: με μπόλικο λεμόνι, για να πάρει χρώμα απέξω και να μη φαίνεται ωμό -το λεμόνι είναι βασική κι αναντικατάστατη νομοτέλεια του ψησίματος. Με δυο σφους να κρατάνε το ψωμάκι για αντίσταση, ενώ εσύ τραβάς το κρύο σουβλάκι για να βγει και να γίνει σάντουιτς -όσοι δε χρησιμοποιούν βορειοελλαδίτικη διάλεκτο, ας πάρουν βοήθεια κοινού για μετάφραση- και σκέφτεσαι από μέσα σου το ανέκδοτο: πόσοι σφοι χρειάζονται για να… Ναι αλλά στο τέλος των διακοπών και της ημέρας, δεν υπάρχει καλύτερη ανάμνηση από την περιπέτεια της καντίνας -μέχρι να σε βάλουν χρέωση στα σουβλάκια του Φεστιβάλ και να σου φύγει το σαγόνι: μα πώς ψήνουν χωρίς λεμόνι; Κι ας μάλωσες με τη σφισσα, που ήθελε να πάρει το σουβλάκι πριν την ώρα του, γιατί την πίεζαν οι παραγγελίες. Άστο κάτω αυτό, δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες. Ένα λεπτό πριν ωμό, ένα λεπτό μετά καμένο, τώρα είναι η ώρα.
Έχοντας αφήσει πίσω τις αντικειμενικές περιγραφές, περνάς στη σφαίρα του βιώματος και αναρωτιέσαι τι να χωρέσεις σε λίγες γραμμές.
Το φοιτητικό “Παλέρμο”, που για τις ανάγκες της περίστασης γινόταν “πέφτει η νύχτα στο Ποσείδι”. Κι είχε πάντα πλάκα να βγαίνει πάντα έξω από τον πρώτο γύρο κάποιος για πολιτικούς λόγους -πχ γιατί δεν είχε δώσει ακόμα βιογραφικό για την οργάνωση. Και μετά συνεχίζουμε να βρούμε το δολοφόνο με επιχειρήματα -το έκανε ο Ραμόν με την αξίνα.
Την απόπειρα για μπιτς-βόλεϊ, το καλοκαίρι που πήρε η Εθνική το EURO και είχε βγει ένα άθλιο μπιτάκι με την κραυγή του Χελάκη (σήκωσέ το), μα ήταν μουσική αυτό; Και ό,τι είχε αλλάξει ο κανονισμός, επιτρέποντας και χτυπήματα με τα πόδια για να βγει η άμυνα. Πρώτη πάσα, δεύτερο πλασέ, ύστατο διάβημα ο Ηλίας με ψαλίδι, η μπάλα στη θάλασσα. Ναι, το Πειρατικό! Ο Βάσκο ντε Γκάμα, ήταν Έλληνας… Ας το γυρίσουμε στην μπιρίμπα και το πινγκ-πονγκ -μέχρι να σπάσει το μπαλάκι.
Τα επιτραπέζια και τις πνευματικές ασχολίες που συμπλήρωναν τις αθλοπαιδιές. Το σκάκι, όπου δύο αρχάριοι σφοι -υπό την επήρεια του πρόσφατου Μουντιάλ στην Άπω Ανατολή- έκαναν έφοδο με τα άλογα, όπου το αριστερό ήταν ο Ρομπέρτο Κάρλος και το δεξί ο Καφού. Και το τάβλι, με έναν Κύπριο καλεσμένο της ΕΔΟΝ, που αν έφερνε πχ ασόδυο, χτυπούσε τρεις φορές το πούλι σα βατραχάκι, μετρώντας μία-μία τις θέσεις της ζαριάς, και απλώς ευχόσουν να μη φέρεις εξάρες.
Τις διεθνείς επαφές, την αλήστου μνήμης Νεανική Δράση για την Ειρήνη (ΝΔΕ) και την αντι-ιμπεριαλιστική εκδήλωση με τις νεολαίες από τα Βαλκάνια (αν και κάποιοι λίγοι συναγωνιστές έρχονταν απλά για διακοπές. Σαν το Ποσείδι δεν έχει). Και μια εκδήλωση με το συγγραφέα του βιβλίου “Στη γροθιά του Σούπερμαν” που έκανε κριτική στα στερεότυπα διαφόρων κόμικ, μέχρι που πήγε η κουβέντα στο Αστερίξ και το κοινό από κάτω αντέδρασε. Κάτω τα χέρια από το γαλατικό χωριό!
Το μουσικό πρόγραμμα της καντίνας, που είχε ροκ, μέταλ και διάφορα παρακλάδια του, εκτός από κάτι ντισκο-γλέντια στο τσακίρ κέφι. Σαν τη δισκοθήκη του 904, που είχε τα πάντα από 70’ς και 80’ς, μέχρι τη διάσπαση του 91′, και μετά ήταν σα να είχε πέσει ένας μετεωρίτης και να κατέστρεψε τη μουσική εξέλιξη -το οποίο δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, για τα μουσικά γούστα κάποιων συντρόφων. Όταν έρχονταν πολλοί σφοι με τα σι-ντι τους, το πρόγραμμα ήταν γεμάτο και ευχάριστο. Όταν πλησιάζαμε στο τέλος, οι επιλογές λιγόστευαν εκνευριστικά και η μέρα δεν πήγαινε καλά, αν δεν έβαζε ο Ντάρεκ πέντε φορές το Love Me Do των Beatles, προς εμπέδωση, γνώση και συμμόρφωση.
Το κρυφτούλι με τους ανθρωποκυνηγούς του ΑΠΘ που έψαχναν για… “λαθραίους κατασκηνωτές” που πήδηξαν το φράχτη. Και η ατάκα-πασπαρτού, που άνοιγε όλες τις πόρτες: είμαστε από την καντίνα, της ΠΚΣ! Τι ωραίο να βλέπεις το αφοπλισμένο βλέμμα τους.
Η μάχη-συντροφική άμιλλα με τους άλλους σφους για να προλάβεις ένα φύλλο του Ρίζου -τότε δεν είχαμε ίντερνετ, και ας ανεβαίνει εκεί από το 95′ το όργανο- που ερχόταν ειδική παραγγελία, 15 φύλλα, για 15 ημέρες.
Και το κυνήγι με τις καθαρίστριες, πότε θα πάνε στις τουαλέτες-ντουζιέρες, για να τις πετύχεις καθαρές. Και όμως, τα αγοράκια λέρωναν λιγότερο…
Πιώματα, φασώματα, σκηνές που κουνιούνταν ρυθμικά μες στο σκοτάδι στο αθόρυβο, θορυβώδεις συζητήσεις εντός σκηνής, που δεν έπρεπε να τις ακούσει κάποιος που στεκόταν ακριβώς απέξω, κυνηγητό γύρω από μικρά σκηνο-χωριά, μέχρι να σκοντάψει κάποιος σε πασσαλάκια ή να πέσει πάνω σε ένα σχοινί με μπουγάδα. Οι μικρές στιγμές που κάνουν την ευτυχία.
Μα τέλος πάντων, αντικειμενικά μιλώντας, δεν υπήρχε τίποτα άσχημο πια σε αυτό το Ποσείδι; Προφανώς και υπήρχαν διάφορα πράγματα που μπορούσαν να συμβούν. Να χαθούν ή να καταστραφούν πράγματα που έφερες για την καντίνα, να πήξεις στην κατασκήνωση αν είχαν φύγει οι πιο στενοί σου φίλοι, να κάνεις συγκρίσεις με άλλες χρονιές, που σου φαίνονταν καλύτερες, να θες να αλλάξεις παραστάσεις για να μη βλέπεις διαρκώς τα ίδια πρόσωπα.
Αλλά προφανώς και θέλεις να βλέπεις διαρκώς τους ίδιους, γιατί είναι σύντροφοί σου, και αλλιώς θα σου έλειπαν. Και βασικά, αντικειμενικά μιλώντας, το πιο αρνητικό στις διακοπές στο Ποσείδι, που για εμάς ήταν συνδεδεμένες με την Πανσπουδαστική και την καντίνα, ήταν πως κρατούσαν μόνο δύο εβδομάδες και οι μέρες τελείωναν πολύ γρήγορα…