Πάρε κι εσύ ένα κομμάτι τείχος του Βερολίνου, μπορείς
Όταν βέβαια ο Άδωνις Γεωργιάδης πουλούσε τα βιβλία με το κιλό στις εκπομπές του, κάποια ζώα δεν πιστεύανε στο επιχειρηματικό του δαιμόνιο.
Λένε πως αν ενώσεις όλα τα κομμάτια Τίμιου Ξύλου που βρίσκονται σε διάφορες εκκλησίες και μοναστήρια ανά τον κόσμο, μπορείς να φτιάξεις ένα σταυρό που φτάνει ως τη Ναζαρέτ. Τίποτε όμως μάλλον δεν μπορεί να συγκριθεί με τα θραύσματα τσιμέντου που πωλούνται ως «κομμάτια του τείχος» σε καταστήματα σουβενίρ του Βερολίνου. Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του τείχους, και παρά την τεράστια τουριστική ανάπτυξη που έχει γνωρίσει η γερμανική πρωτεύουσα την τελευταία ιδίως δεκαετία, τα κομμάτια φαίνεται πως, αντί να λιγοστεύουν, πολλαπλασιάζονται. Είναι μάλλον αρκετά σίγουρο πως και σε πενήντα χρόνια από τώρα, θα υπάρχουν ακόμα αρκετά κομμάτια για να καλύπτουν τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση.
Με ίχνη γκράφιτι ή χωρίς, μεγαλύτερα ή μικρότερα, τα κομμάτια αυτά πωλούνται σκέτα, «συσκευασμένα» σε διάφανο πλαστικό (δίνοντας μια νέα διάσταση στη θυμόσοφη έκφραση «πουλάμε την πορδή μας κονσέρβα»), σε μπουκάλια, ως μπρελόκ, ακόμα και ενσωματωμένα σε σελιδοδείκτες. Πραγματικά πρωτοποριακή όμως είναι η ιδέα που έχουν στο σουβενιράδικο ( sic) στο μουσείο του Checkpoint Charlie, που θεωρείται το μεγαλύτερο και πιο ενημερωμένο του είδους του στην πόλη, αν και στην πραγματικότητα είναι μάλλον απλώς υπερτιμημένο σε σχέση με τα παρακείμενα ομοειδή καταστήματα. Εκείνο όμως που ξεχωρίζει, είναι η δυνατότητα αγοράς θραυσμάτων του τείχους… με το κιλό, με την μικρότερη ταρίφα να ξεκινάει από τα 9,95 ευρώ για 1 ως 25 γραμμάρια και μπορεί να φτάσει ως τα 29,95 για 200 γραμμάρια. Όταν βέβαια ο Άδωνις Γεωργιάδης πουλούσε τα βιβλία με το κιλό στις εκπομπές του, κάποια ζώα δεν πιστεύανε στο επιχειρηματικό του δαιμόνιο.
Μιλώντας με παλιούς Βερολινέζους, μπορεί να ξέρει κανείς ότι η εμπορευματοποίηση των θραυσμάτων ξεκίνησε πρακτικά σχεδόν από την πρώτη στιγμή που έπεσε το τείχος, με Ανατολικοβερολινέζους να πουλάνε στους δυτικούς ομοεθνείς τους και στους λιγοστούς τότε τουρίστες μεγαλούτσικα κομμάτια σε τιμές περί τα 10 ευρώ σήμερα. Μια μάλλον καλή επένδυση, αφού μπορεί κανείς να υποθέσει ότι πολλά από τα σουβενίρ που κατασκευάστηκαν στη συνέχεια προέρχονται από τέτοιες αγοραπωλησίες, αλλά φυσικά κι από τις συλλογές ανθρώπων που εξαρχής είχαν φυλάξει για προσωπικό αναμνηστικό κάποιο κομμάτι. Όσο περνάν τα χρόνια βέβαια, η καλύτερη προσέγγιση σε ό,τι αφορά την αυθεντικότητα των θραυσμάτων είναι το «πίστευε και μη ερεύνα». Το μόνο σίγουρο πάντως, για να παραφράσω και μια γνωστή ρήση του Λένιν που μάλλον δεν είπε ποτέ ο ίδιος, είναι ότι οι καπιταλιστές θα μας πουλήσουν και το σκοινί με το οποίο μας κρεμάσανε. Αυτό εξάλλου είναι που καθιστά την Ostalgie, δηλαδή το κύμα περιέργειας ή και νοσταλγίας για πτυχές τουλάχιστον του σοσιαλιστικού παρελθόντος, κατά κανόνα τις λιγότερο «πολιτικοποιημένες», τόσο αντιφατικό φαινόμενο: Αφού η άρχουσα τάξη της Γερμανίας δεν μπόρεσε – ως τώρα – να δαιμονοποιήσει πλήρως στη ΓΛΔ, παρότι συνεχίζει εντατικά τις προσπάθειες, φροντίζει τουλάχιστον να την απονευρώνει πολιτικά, να την καθιστά τουριστική ατραξιόν, σουβενίρ και μουσειακό έκθεμα. Κι αν βγαίνει και κανένα φράγκο από αυτή την ιστορία, τόσο το καλύτερο.
Α ναι, κι αν ρωτάτε, τελικά πήρα το μπρελόκ.