Σημειώσεις για τα Κύθηρα – Ποτέ δε θα τα βρούμε…
Αλλά αν τα βρεις, σε περιμένει ένας θησαυρός για να τον ανακαλύψεις
Καθώς πηγαίνεις προς τα Κύθηρα, ζεις από πρώτο χέρι το νόημα του κλασικού στίχου: Ποτέ δε θα τα βρούμε. Ξεκινάς από την Αθήνα πχ, περνάς το αυλάκι, διασχίζεις όλη την Πελοπόννησο, πλησιάζεις στη Σπάρτη, βλέπεις γέφυρες με σύνθημα για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ -και από πάνω σβησμένο-“διορθωμένο” με μαύρη μπογιά, που λέει “100 χρόνια προδοσία” (δε σας χάλασε που μείνατε εκτός Βουλής). Συνεχίζεις στο μεγαλύτερο πόδι, περνάς τουλάχιστον πέντε πινακίδες-διασταυρώσεις για Μονεμβασιά, φτάνεις στη Νεάπολη με το μνημείο στον άγνωστο ψαρά, μπαίνεις στην Πορφυρούσα που είναι σαν ψοφάλογο στον ιππόδρομο, τα ζώα μου αργά, και ενώ βλέπεις το νησί απέναντι, φτάνεις μιάμιση ώρα μετά, και σου έρχεται απλά να φιλήσεις το χώμα του, πατώντας το.
Αλλά αν μείνεις μερικές μέρες, καταλαβαίνεις πολύ καλά πως αξίζει τον κόπο. Αυτό που δεν καταλαβαίνεις εύκολα είναι γιατί μπορεί να ανήκουν τα Κύθηρα στην περιφέρεια Αττικής και στην Α’ Πειραιά, που είναι επτά ώρες μακριά με το αργόσυρτο καράβι.
Η ίδια αίσθηση του χρόνου που γλιστρά, σου μένει καθ’ όλη την παραμονή στο νησί, καθώς μετράς τις αποστάσεις του. Ακόμα και αν δύο παραλίες φαίνονται δίπλα στο χάρτη, σε μια ευθεία λίγων χιλιομέτρων η μία από την άλλη, στην πράξη η ευθεία γίνεται τεθλασμένη και ένα μικρό ταξίδι είκοσι λεπτών -και βάλε- γιατί πρέπει να ανέβεις πρώτα στο κέντρο, στην ενδοχώρα, να πάρεις φόρα και να ξανακατέβεις στη θάλασσα. Πολύ οικείο για έναν Θεσσαλονικιό -καλή ώρα- που μπορεί να χρειαστεί να πάρει δύο αστικά λεωφορεία, για να πάει από τη μια γειτονιά στην άλλη, με ενδιάμεσο σταθμό μετεπιβίβασης στο κέντρο.
Το οδικό δίκτυο στα Κύθηρα θυμίζει κάτι από Μητροπάνο (όχι το γνωστό με τα Κύθηρα -ποτέ δε θα τα βρούμε, αλλά): στενεύουν τα περάσματα. Όπου εύχεσαι απλώς να μη βρεις κάποιον να έρχεται από το απέναντι ρεύμα. Αν η χούντα έφτιαχνε δρόμους, τότε τα Κύθηρα είναι ένα δημοκρατικό νησί, όπου η χουντική οδοποιία δεν πέρασε ποτέ και δεν ακούμπησε, και όπου το ΚΚΕ -παρεμπιπτόντως- έχει καλύτερα (διπλάσια) ποσοστά από άλλα νησιά του Αργοσαρωνικού, που ανήκουν και αυτά στην Περιφέρεια της Αττικής. Και ίσως αυτό να συμβαίνει γιατί τα άλλα είναι σαφώς πιο τουριστικά με -συγκριτικά- πιο αλλοιωμένες συνειδήσεις.
Η προεκλογική συγκέντρωση του ΚΚΕ -που αφήνει ακόμα ίχνη με αφίσες σε δρόμους και κολόνες- έγινε στο χωριό Φράτσια -σα να ακούς Κρητικό να μιλάει για “φράξια”- πιθανότατα σε κάποιο λαϊκό καφενείο, απέναντι από το πιο γκουρμέ, ακριβό -και συνεπώς όχι τόσο λαϊκό- εστιατόριο του νησιού, που έχει ωραία πράγματα αλλά μπορείς να τα βρεις και φτηνότερα.
Οι συγκοινωνίες είναι εξίσου κακές, σε αγενή άμιλλα με το οδικό δίκτυο, ωθώντας τα μεγάλα παιδιά του νησιού στη λύση του οτο-στοπ, αν θέλουν να κάνουν μπάνιο, χωρίς να ξυπνήσουν από τα χαράματα. Ξεκάθαρα… (μικρή ωδή στην αγαπημένη φράση της κοπέλας που πήραμε μαζί από την Κομπονάδα). Η εξήγηση που μου έδωσε σχετικά ένας φίλος είναι πως οι Ελληνο-Αυστραλοί θαμώνες του νησιού, δε θέλουν να αναπτυχθεί το δίκτυο και οι συγκοινωνίες, για να μην πλακώσουν πολλοί τουρίστες, και να έχουν την ησυχία τους. Η ίδια πηγή επιμένει για την ύπαρξη του “Κατσι-κουρώ”, ενός σουβλατζίδικου που οφείλει το όνομά του στο συνδυασμό της κατσίκας με το καγκουρώ -ελπίζοντας ότι δεν αφορά και το μενού με τα κρεατικά. Αλλά δεν κατέστη δυνατή η επιβεβαίωση της πληροφορίας και έτσι παραμένει στα όρια του αστικού (ελληνο-αυστραλιανού) μύθου.
Εξίσου ισχυρό με τους ομογενείς, είναι και το ιταλικό στοιχείο, όπως άλλωστε σε όλα τα Επτάνησα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τυπικά και τα Κύθηρα -αν και αυτό δεν είναι τόσο καταχρηστικό, όσο και η ένταξή τους στην Περιφέρεια Αττικής. Το νησί μοιάζει με σταυροδρόμι που συνδυάζει πολλά αντιφατικά στοιχεία. Έχει σημεία που θυμίζουν Κυκλάδες και άλλα που είναι σαν τοπία από το Ιόνιο, ιδίως στο βόρειο καταπράσινο κομμάτι του, που θα ήταν μεγαλύτερο, αν δεν είχε μεσολαβήσει η πρόσφατη καταστροφική πυρκαγιά.
Είναι κάπου μεταξύ της Μάνης και της Κρήτης, έχοντας κρατήσει από την πρώτη το αρχιτεκτονικό της αποτύπωμα και από τη δεύτερη άλλα επιμέρους στοιχεία, όπως ο τοπικός ντάκος που έχει τη δική του μυθική ονομασία: βρεχτολαδέα. Και γενικά το φαγητό συγκαταλέγεται στα πιο δυνατά σημεία του νησιού, όσο υποκειμενικό κι αν είναι αυτό ή ακόμα και επισφαλής κρίση, με την έννοια πως τον Αύγουστο δε θα βρεις την ίδια ποιότητα που συναντάς στο πρώτο μισό του Ιουλίου.
Παρεμπιπτόντως, τα τοπωνύμια στα Κύθηρα είναι ένα ξεχωριστό απολαυστικό κεφάλαιο, θυμίζοντας κάτι από “Αστερίξ στην Κορσική”. Φριλιγκιάνικα -όπου συναντάς έναν ξενώνα με παρδαλή ΛΟΑΤΚΙ σημαία, στην οδό “Αράξαμε”, σε αντίθεση με το ζωγραφισμένο “ΕΛΛΑΣ”, σε ένα ντουβάρι κοντά στο Διακόφτι, με φόντο ένα εντυπωσιακό ναυάγιο από την εποχή της τσαρικής Ρωσίας. Κοντολιάνικα, Λουραντιάνικα, Τριφυλλιάνικα, Τραβασαριάνικα -Τάσο εσύ;- Πιτσινιάνικα, Βενεριάνικα και πάει λέγοντας, κάθε σόι και ένας οικισμός.
Κατά συνέπεια, υπάρχουν άπειροι συνοικισμοί και χωριουδάκια, κανένα όμως δεν έχει αξιόλογο μέγεθος. Ούτε καν τα δύο βασικά χωριά, που διατηρούν ίχνη ζωής και το χειμώνα, ο Ποταμός και το Λιβάδι (όπου συναντάς και το ζαχαροπλαστείο με το ευφάνταστο όνομα “Γλυκό σπίτι στο Λιβάδι”, αλλά δεν το διαφημίζω, ούτε καν το δοκίμασα, σε αντίθεση με το γυράδικο-σουβλατζίδικό του, στην άκρη του χωριού). Πόσο μάλλον η Χώρα και άλλα καλοκαιρινά-θέρετρα που γίνονται πόλεις-φάντασμα το χειμώνα (Καψάλι, Αβλαίμονας κτλ). Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει έντονη νυχτερινή ζωή, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό για όλους.
Το βασικό είναι πως τα Κύθηρα σου προσφέρουν άπειρα μέρη κι επιλογές που δύσκολα μπορείς να τα εξαντλήσεις, αν δεν έχεις τουλάχιστον μια βδομάδα στη διάθεσή σου. Οι παραλίες έχουν καθαρά νερά -θα έγραφα γαλαζοπράσινα, αλλά το χρώμα δε λέει κάτι από μόνο του, γιατί και στο λιμάνι του Πειραιά γαλαζοπράσινα είναι, που λέει ο λόγος, απλώς με άλλες χημικές διεργασίες. Οι παραλίες βρίσκονται απλωμένες σε όλα τα σημεία του ορίζοντα και σε διάφορους κλειστούς κόλπους, για να αποφεύγεις -το κατά δύναμιν- τους δυνατούς ανέμους. Οι πλέον φημισμένες είναι το Καλαδί στα ανατολικά (δικαίως, με ένα βράχο στη θάλασσα, που εμένα μου θύμισε Μονεμβασιά σε μικρογραφία), το Μελιδώνι, και το Καλάμι, όπου ένα κομμάτι χρειάζεται κατάβαση με σχοινί και μάλλον αντενδείκνυται για όσους πάσχουν από υψοφοβία και δεν έχουν καλούτσικη φυσική κατάσταση ή έστω κλειστά παπούτσια μαζί τους.
Οι περισσότερες παραλίες έχουν βότσαλα ή χαλίκια -ακόμα και η Φυρρή Άμμος. Αλλά η πρώτη εντύπωση από το νησί είναι η εντυπωσιακή αμμουδιά στο Διακόφτι -δίπλα από το ναυάγιο που λέγαμε- που βάζει ίσως υποψηφιότητα για την καλύτερη παραλία της Ελλάδας, από όσες είναι ακριβώς δίπλα σε λιμάνι.
Υπάρχουν επίσης ωραίες διαδρομές-μονοπατάκια για πεζοπορίες σε ορεινά τοπία, με προσεγμένα σημάδια για να μη χάνεσαι, και ωραίους προορισμούς: πηγές, καταρράκτες και βάθρες -ειδικά φέτος που έβρεξε αρκετά- ή νερόμυλους.
Τα Κύθηρα δεν είναι πολύ τουριστικά, αν και μπορεί να δεις διάφορες αλλαγές από χρόνο σε χρόνο ή πινακίδες με τηλέφωνα για παράδοση (ντελίβερι) στην παραλία.
Η τελική γεύση που αφήνουν στους περισσότερους είναι τόσο καλή, που οι περισσότεροι επιστρέφουν, κάποια στιγμή στο μέλλον. Όσο δύσκολο είναι να τα βρεις, τόσο δύσκολο είναι να τα αφήσεις. Αλλά αυτό μένει ομερτά, κρυμμένο μυστικό μεταξύ μας, και δε θα γίνει στίχος τραγουδιού, για να μη μάθουν πολλοί το μυστικό και χαλάσουν την ηρεμία του νησιού και των θαμώνων του.
Γιατί τα Κύθηρα δεν είναι πολύ τουριστικό νησί, αλλά αυτό είναι πιθανότατα το μυστικό της γοητείας του.
Υγ: αν χάσεις το τρένο της γραμμής από τη Νεάπολη, μπορείς να πας στη Μονεμβασιά ή ακόμα καλύτερα στη γειτονική Ελαφόνησο -τώρα, πριν πλακώσει πολύς κόσμος και αρχίσει να θυμίζει Μύκονο. Αλλά αυτό είναι το θέμα μιας άλλης ταξιδιωτικής ανάρτησης…