Στη χώρα της ταραντούλας
Ανταπόκριση απ’ το 20ο φεστιβάλ «Notte della Taranta», στο Μελπινιάνο της Ιταλίας.
Ανταπόκριση απ’ το 20ο φεστιβάλ «Notte della Taranta», στο Μελπινιάνο της Ιταλίας
Σάββατο, 26 Αυγούστου
Μετά από 16 ώρες ταξίδι, το φέρι δένει στο εξωτερικό λιμάνι του Μπρίντιζι, στην Κόστα Μορένα -η πρώτη υπενθύμιση για το ταραγμένο παρελθόν τούτου του τόπου, μιας και σ’ όλον τον Ιταλικό Νότο είναι συχνά τα τοπωνύμια που θυμίζουν την εποχή των πειρατικών μαυριτανικών επιδρομών στα παράλιά του.
Από κείνη την περιοχή των διυλιστηρίων πετρελαίων και της βαριάς μυρουδιάς του μαζούτ, το τρένο κίνησε για το νότο. Πού και πού ανάμεσα στις ερειπωμένες αποθήκες ξεπετάγονταν σκόρπιες σειρές καχεκτικών λιόδεντρων, τα οποία γρήγορα όμως, καθώς απομακρυνόμασταν από το Μπρίντιζι, θέριεψαν σε πλήθος και μέγεθος. Όλα γύρω εικόνες γνώριμες, οικείες. Αχανείς ελαιώνες, αμπέλια, μουριές, χωράφια χωρισμένα με ξερολιθιές πνιγμένες σε φραγκοσυκιές, με τα φρούτα τους να λάμπουν κιτρινοκόκκινα και γινωμένα κάτω απ’ τον δυνατό ήλιο.
Στο σταθμό των λεωφορείων του Λέτσε, όσο πέρναγε η ώρα του μεσημεριού, άρχισαν να πληθαίνουν τα σημάδια για αυτό που θα ξεκίναγε σε λίγες ώρες στο χωριό Μελπινιάνο, 30 χιλιόμετρα νότια του Λέτσε: Δεκάδες εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού ήταν συγκεντρωμένοι περιμένοντας, ενώ τριγύρω τους πύκνωναν παρέες-παρέες ντόπιων που φώναζαν, τραγούδαγαν, αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλον. Πολλοί από αυτούς φορούσαν την κοκκινοκίτρινη φανέλα της Λέτσε, της τοπικής ομάδας, ένα απ’ τα σύμβολα της σαλεντίνικης περηφάνειας. Σιγά-σιγά όλοι επιβιβάστηκαν σε αυτοκίνητα, τουριστικά πούλμαν και λεωφορεία των τοπικών γραμμών που επιστρατεύτηκαν εκείνη τη μέρα σε συχνά δρομολόγια ανάμεσα στο Λέτσε και το Μελπινιάνο.
Μετά από λίγη ώρα ταξίδι, τα πούλμαν μας αφήνουν έξω από το χωριό, το οποίο για τις ανάγκες του φεστιβάλ είχε αποκλειστεί και η πρόσβαση σε αυτό γινόταν μονάχα πεζή. Ένα εικοσάλεπτο περπάτημα δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο σε αυτό που θα ακολουθούσε.
Εδώ και 20 χρόνια, κάθε καλοκαίρι σε όλην την επαρχία του Σαλέντο λαμβάνει χώρα το φεστιβάλ «Notte della Taranta», «Νύχτα της Ταραντούλας». Στα πλαίσια αυτού του φεστιβάλ πραγματοποιούνται συναυλίες παραδοσιακής λαϊκής σαλεντίνικης μουσικής από ντόπια συγκροτήματα σε διάφορα χωριά σε όλη την χερσόνησο, με τις εκδηλώσεις να κορυφώνονται στα τέλη του Αυγούστου σε μία τεράστια συναυλία στο Μελπινιάνο. Το επιβλητικό πάλκο στήνεται δίπλα σε ένα μπαρόκ μοναστήρι Αυγουστίνων και στον αχανή ελεύθερο χώρο μπροστά του, κάθε χρόνο συγκεντρώνονται για να τραγουδήσουν και να χορέψουν δεκάδες χιλιάδες κόσμου.
Με την σαλεντίνικη λαϊκή μουσική το ελληνικό κοινό έχει έρθει σε επαφή μέσα από την εξαιρετική δουλειά των Encardia, που εδώ και χρόνια αναδεικνύουν τα τραγούδια αυτής της μουσικής που έχουν γραφτεί στη διάλεκτο των ελληνόφωνων πληθυσμών της χερσονήσου του Σαλέντο. Η παραγωγή αυτής της μουσικής δεν περιορίζεται στα ελληνόφωνα τραγούδια, αλλά αποτελείται κυρίως από τραγούδια που έχουν γραφτεί και συνεχίζονται να γράφονται στην τοπική σαλεντίνικη διάλεκτο, προς πείσμα των σταυροφόρων της καθαρότητας της ιταλικής γλώσσας. Άλλωστε στην Ιταλία το ζήτημα των τοπικών διαλέκτων, ειδικά του νότου, πάντοτε είχε πολιτικό και ταξικό χαρακτήρα και ξεφεύγει απ’ την ανάγκη επικοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους.
Η ίδια αυτή η μουσική, με τον έντονο ρυθμό και τα τινάγματά της, που παίζεται από τουλάχιστον τρία βασικά όργανα -οπωσδήποτε ένα ταμπουρέλο (ντέφι) για να κρατάει το φρενήρη ρυθμό, ένα οργανέτο (ή λύρα ή βιολί) για τη μελωδία και μια κιθάρα ή μαντολίνο- έχει την καταγωγή της σε μυστηριακές τελετές, που βρίσκονταν από την αρχή στο περιθώριο των επίσημων αντιλήψεων περί λατρείας. Το όνομά της, «πίτσικα» –pizzica– σημαίνει «τσίμπημα» και ανήκει στην μεγάλη μουσική/χορευτική οικογένεια της Νότιας Ιταλίας, την «ταραντέλα», τον χορό της αράχνης. Είναι αναφορά στην ταραντούλα, την αράχνη της περιοχής γύρω από τον κόλπο του Τάραντα. Η μουσική αυτή γεννήθηκε στις τελετές ταραντισμού -θεραπευτικές τελετουργίες, όπου αν κάποιος είχε δαγκωθεί από κάποια αράχνη, τότε μουσικοί ταραντιστές τον ανάγκαζαν να χορεύει ξέφρενα για ώρες ή και μέρες, μέχρι να θεραπευτεί. Με την υποχώρηση τούτων των δεισιδαιμονικών τελετουργιών η μουσική επιβίωσε στα τοπικά θρησκευτικά πανηγύρια και εμπλουτίστηκε και με τραγούδια αγάπης -μιας και στα πανηγύρια τα ερωτευμένα ζευγάρια μπορούσαν να ιδώνονται χωρίς να κινδυνεύουν να τους παρεξηγήσει κάποιος.
Η μουσική της πίτσικα και γενικότερα η λαϊκή μουσική του Σαλέντο, λόγω και των διαφόρων διαλέκτων στις οποίες είναι γραμμένα τα τραγούδια της, σαλεντίνικα και γκρίκο, αλλά και αρμπαρές –αρβανίτικα-, κουβαλάει μαζί της τα στοιχεία όλων αυτών που πέρασαν από εκείνο τον τόπο: Βρούτιοι και Λατίνοι, Μοραΐτες και Κρήτες που μετανάστευσαν εκεί σταδιακά απ’ τα 700 μ.Χ. μέχρι την Οθωμανική κατάκτηση της Ελληνικής χερσονήσου, Μαυριτανοί κι Άραβες, Αλβανοί απ’ τις στρατιές του Σκεντέρμπεη που πολεμούσαν σαν μισθοφόροι για τους εκεί φεουδάρχες στα χίλια τετρακόσια, Ισπανοί που κουβαλήθηκαν εκεί απ’ την βασιλεία των Βουρβώνων. Σ’ όλους αυτούς η φύση του Σαλέντο και η ιστορία φέρθηκε με τον ίδιο -τις περισσότερες φορές σκληρό- τρόπο, ανεξάρτητα τη γλώσσα που μιλούσαν και την όποια τους καταγωγή.
Λόγω του πανσπερματικού χαρακτήρα της μουσικής, το φεστιβάλ δεν θα μπορούσε να είναι αποκλειστικά Σαλεντινο-κεντρικό. Κάθε χρόνο προσκαλούνται και συμμετέχουν στις εκδηλώσεις συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο, που μεταφέρουν στο Μελπινιάνο την κουλτούρα διαφόρων χωρών και ειδών μουσικής. Παράλληλα κάθε χρόνο επιλέγεται ένας καταξιωμένος στο είδος του μουσικός, για να «διευθύνει» την πολυπληθή «Λαϊκή Ορχήστρα» του Notte della Taranta και να δώσει στα τραγούδια μια δική του πινελιά, ανάλογα με τις μουσικές καταβολές του. Από αυτή τη θέση έχουν περάσει μουσικοί όπως ο Λουντοβίκο Εϊνάουντι και ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς, ενώ φέτος αυτό το ρόλο τον ανέλαβε ο Ράφαελ Γκουαλάτσι, του οποίου η ενορχήστρωση είχε σαν αποτέλεσμα τα λαϊκά αυτά τραγούδια να εμπλουτιστούν από διακριτικές τζαζ πινελιές.
Από πολύ νωρίς στο χώρο του Φεστιβάλ κατέφτανε κόσμος όχι μονάχα από το Λέτσε και το ευρύτερο Σαλέντο, αλλά και από άλλα μέρη της Νότιας Ιταλίας. Πούλμαν από Μπάρι και Νάπολη, φοιτητές και νεολαίοι από Ρώμη και τον Ιταλικό Βορρά, γέμιζαν σιγά-σιγά τον αχανή συναυλιακό χώρο πριν ακόμα πέσει ο ήλιος. Εκατοντάδες μέτρα μακριά από το πάλκο είχε στηθεί μια τεράστια σειρά από τέντες, όπου τοπικές επιχειρήσεις προσέφεραν ντόπια φαγητά και κρασιά.
Πριν την κυρίως συναυλία, δύο συγκροτήματα ανέλαβαν το «ζέσταμα» του κόσμου, σκορπίζοντας ενθουσιασμό – ένα τοπικό, οι Tarantulla Garganica, και η Barcelona Gipsy balKan Orchestra. Τίποτα όμως δε σε προετοίμαζε γι’ αυτό που θα γινόταν όταν, γύρω στις 11 το βράδυ, άρχιsαν να παίζουν τα ταμπουρέλα της Λαϊκής Ορχήστρας του Φεστιβάλ, σημάδι ότι η μεγάλη συναυλία ξεκίναγε από στιγμή σε στιγμή. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου σταμάτησαν ό, τι έκαναν και στράφηκαν προς τη σκηνή. Ένας-ένας οι συντελεστές της συναυλίας, οι σαλεντίνοι τραγουδιστές και ο μαέστρος, εμφανίστηκαν στο πάλκο και αφού χαιρετούσαν τον κόσμο από κάτω έπαιρναν τη θέση τους. Με τις πρώτες συγχορδίες του «Ahi lu core meu» («Αχ η καρδιά μου») στο πιάνο του, ο μαέστρος έδωσε το σύνθημα της έναρξης. Ακολούθησε πανζουρλισμός. Χέρια πετάχτηκαν στον ουρανό, γοφοί και πόδια άρχιζαν να κινούνται μανιασμένα, στόματα ξελαρυγγιάζονταν!
Είτε καθόσουν πέντε είτε πεντακόσια μέτρα μακριά από τη σκηνή, αυτό που ζούσες ήταν το ίδιο. Ξέφρενος χορός από κόσμο κάθε ηλικίας, επί 4 συνεχόμενες ώρες. Ντόπιοι και επισκέπτες παρασύρονταν σε γαϊτανάκια ή και σε κύκλους που μέσα τους χόρευαν διονυσιακά άντρες και γυναίκες. Στη σκηνή, ανάμεσα στους χορευτές του χορευτικού συγκροτήματος του φεστιβάλ που έντυναν με τις κινήσεις τους τα τραγούδια, οι Σαλεντίνοι τραγουδιστές της Λαϊκής Ορχήστρας εναλλάσσονταν με τους ξένους καλεσμένους – τον τζαζίστα Γκρέγκορι Πόρτερ, τη Σουζάν Βέγκα, την Ισραηλινή Γιαέλ Ντέκελμπαουμ, τον Ρομπέρτο Λίτσι, τον Κουβανό Πεντρίτο Μαρτίνεζ, τον σαξοφωνίστα Τιμ Ρίες, τον κιθαρίστα Τζέρι Λέοναρντ, – σε μια μουσική αλληλουχία που δεν άφηνε στιγμή κάποιον απ’ τους διακόσιους χιλιάδες θεατές που πέρασαν απ’ το Μελπινιάνο αυτή τη βραδιά (σύμφωνα με τους υπολογισμούς των διοργανωτών) να σταθεί ακίνητος.
Το πνεύμα των τελετών του ταραντισμού ζωντάνευε και σε ξεσήκωνε να συμμετάσχεις κι εσύ σ’ ένα ταξίδι στο χρόνο και στον τόπο, ένα πέταγμα ανά τους αιώνες πάνω απ’ τους ηλιοκαμένους ελαιώνες και τα ξεραμένα πετρόχτιστα χωριά.
Η επιστροφή στο Λέτσε έγινε την ώρα που ο ουρανός άρχιζε να ροδίζει και το πρωινό αστέρι έκανε την εμφάνισή του. Στ’ αυτιά ηχούν ακόμα οι στίχοι του τραγουδιού με το οποίο Λαϊκή Ορχήστρα και καλεσμένοι αποχαιρέτησαν όλοι μαζί τους χιλιάδες επισκέπτες του Φεστιβάλ:
«Καληνύφτα σε ’φήνω και πάω
πλάια σου `τι `βω πίρτα πρικό
τσαι που πάω που σύρνω που στέω
στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ…»
Το βίντεο της συναυλίας, όπως μεταδόθηκε ζωντανά από την RAI5, θα το βρείτε στον παρακάτω σύνδεσμο: http://www.raiplay.it/video/2017/08/LA-NOTTE-DELLA-TARANTA-9d7e656b-2f18-477d-abd5-8d2d05ec9c3e.html