To Be κανείς ή Airbnb;
Από ποιον καλούμαστε να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας, τις παραλίες, τα δάση, την ίδια μας τη ζωή σε τελική ανάλυση; Από τους τουρίστες ή από τη λογική που τα βλέπει όλα αυτά σαν μπίζνα, τόσο τον τουρισμό, όσο και το ιερό δικαίωμα στην κατοικία.
Να ζει κανείς ή να μη ζει; Κι αν διαλέξει μια πόλη για να ζει, θα μπορέσεις να βρει σπίτι ή θα είναι όλα πιασμένα με ολιγοήμερες κρατήσεις, που αποφέρουν πιο πολλά από ένα μόνιμο νοικάρη, που μπορεί να ζορίζεται και να καθυστερεί τις δόσεις; Άραγε, αυτό είναι το όραμα του Τζήμερου που λέει: νοικιάστε τα όλα για εκμετάλλευση; Και δε θα κολλούσε παραφρασμένη μια διάσημη φράση του Σαραμάγκου: νοικιάστε και την π… τη μάνα σας;
Πρέπει να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας, σκέφτονται πολλοί κάτοικοι γνωστών ευρωπαϊκών προορισμών, όπως η Βαρκελώνη που αντιμετωπίζει το πιο οξύ πρόβλημα, αλλά και τα Χανιά στην Κρήτη, που κάθε χρόνο τέτοια εποχή είναι φίσκα, σε βαθμό να σε πιάνει αγοραφοβία.
Να τις ανακαταλάβουμε από ποιον όμως; Από το κράτος; Από τους αστούς; Από τις real estate επιχειρήσεις; Η απάντηση είναι: από τους τουρίστες, που έρχονται και αλλοιώνουν την ταυτότητα μιας περιοχής, διώχνοντας τους μόνιμους κατοίκους της ή όσους θέλουν να εγκατασταθούν σε αυτή μόνιμα. Το σενάριο μοιάζει βγαλμένο από τον Αστερίξ του Γκοσινί και την “κατοικία των Θεών”, όπου η τουριστική ανάπτυξη απειλεί ευθέως το γαλατικό χωριό και την ιστορική του συνέχεια. Αλλά είναι πολύ πιο αντιφατικό από αυτό, με σχετικά απρόβλεπτες αντιθέσεις και επιμέρους πτυχές.
To Airbnb είναι μια λύση (;) που μπορεί να ανθήσει στα πιο απίθανα, αντι-τουριστικά μέρη. Όπως πχ στις υποβαθμισμένες γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, που δύσκολα θα τις επέλεγε κανείς για να ζήσει, από την άποψη της ποιότητας ζωής. Αλλά το κριτήριο αυτό αλλάζει για την ολιγοήμερη παραμονή ενός τουρίστα, που θέλει να είναι κοντά στο κέντρο, για να μην κάνει μεγάλες διαδρομές και βρίσκει πολύ βολικά τα δωμάτια που προσφέρονται.
Ας σκεφτούμε τώρα τα αλλεπάλληλα νοητικά άλματα και τις αντινομίες ενός φασίστα της περιοχής που λέει “έξω οι ξένοι”, καθώς τους θεωρεί αιτία όλων των δεινών, συμμαχεί όμως με μαφιόζους βαλκανικής καταγωγής, μετανάστες προηγούμενων δεκαετιών, ενάντια στους πιο πρόσφατους, που έρχονται από άλλη ήπειρο κι έχουν άλλο δέρμα. Και περιμένει από τους ξένους τουρίστες το θαύμα της ανάπτυξης, χωρίς να τον ενδιαφέρει το δικαίωμα στις διακοπές του μέσου Έλληνα. Αυτούς τους ξένους, πάντως, τους συμπαθεί, γιατί δε μυρίζουν κι έχουν λεφτά, εκτός κι αν μείνει μαζί τους πολύ καιρό, και τον… προκαλέσουν, γιατί για αυτόν η σκατοψυχιά είναι πανανθρώπινη αξία, που δεν κάνει διακρίσεις. Καλύτερα όμως να νοικιάζει σε αυτούς, παρά σε Αφρικανούς κι Ασιάτες. Που του έρχονται όμως σχεδόν τζάμπα, για να του κάνουν δουλειές και καμιά αγγαρεία, για μερικά ψίχουλα. Έτσι έρχονται όμως και μας παίρνουν τις δουλειές. Ναι, αλλά οι άλλοι μας παίρνουν τα σπίτια.
Εκεί κανονικά καίει φλάντζες, αλλά οι ανεγκέφαλοι μένουν στο απυρόβλητο, μην έχοντας τίποτα να κάψουν, παρά μόνο τις αλυσίδες τους…
Η Βαρκελώνη από την άλλη είναι μια πόλη που γοητεύει τους επισκέπτες της με το πολυεθνικό της χρώμα. Αλλά κουράζει κι απογοητεύει κάποιους άλλους για τον ίδιο ακριβώς λόγο, επειδή δεν έχει δικό της ιδιαίτερο χρώμα, παρά μια τουριστική μουντζούρα, κάτι που γίνεται αντιληπτό ακόμα και στις εξέδρες του Καμπ Νου, σε κάποιους αγώνες της Μπαρτσελόνα.
Ζούμε στην εποχή των ταξιδιών, που οι αποστάσεις εκμηδενίζονται κι ο κόσμος μοιάζει με ένα μικρό παγκόσμιο χωριό. Αλλά αυτό μας φέρνει όντως πιο κοντά ή μας αποξενώνει; Κι είναι δυνατόν τα ταξίδια, ο τουρισμός, η επαφή μεταξύ διαφορετικών λαών να καταστρέφουν τις πόλεις και την κουλτούρα τους, αντί να τις εμπλουτίζουν;
Ο τουρισμός πράγματι αλλοιώνει τον άνθρωπο, όπως το κάνει και το εμπόριο (κάτι που ήταν γνωστό από την αρχαιότητα). Το πρόβλημα όμως σε αυτό δεν είναι ακριβώς οι τουρίστες, πόσο μάλλον οι ξένοι γενικά και αόριστα, αλλά οι ντόπιοι που κάνουν ευρώ τα μάτια τους, προσαρμόζονται στο χρήμα, στο εύκολο κέρδος, στο φολκλόρ και το κιτς -όπως είναι κατά βάση οτιδήποτε δεν είναι αυθεντικό. Κι αυθεντικό δεν μπορεί να είναι κάτι αγοραίο, το οποίο καταντά χυδαίο, όχι με την έννοια του πρόστυχου, αλλά ευρύτερα, και έχει ως κίνητρο τον πλουτισμό.
Αντικειμενικά λοιπόν γυρίζουμε στο αρχικό ερώτημα και τις αρχικές απαντήσεις μας. Από ποιον καλούμαστε να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας, τις παραλίες, τα δάση, την ίδια μας τη ζωή σε τελική ανάλυση; Από τη λογική που τα βλέπει όλα αυτά σαν μπίζνα, τόσο τον τουρισμό, όσο και το ιερό δικαίωμα στην κατοικία. Που θεωρεί τουριστική ανάπτυξη τις πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες, σε μια χώρα όπου ολοένα και λιγότεροι έχουν τη δυνατότητα να πάνε διακοπές. Και (θεωρεί) οικιστική ανάπτυξη τις βίλες και τα αυθαίρετα, που καταστρέφουν το περιβάλλον, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν χιλιάδες άστεγοι.
Όσο αυτό είναι, λοιπόν, το κυρίαρχο πλαίσιο κι οι αξίες που προβάλλει, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τα μικρά ψάρια, που προσπαθούν να επιβιώσουν, και δίνουν στον τουρίστα μια φτηνότερη λύση για τα ταξίδια του, από τα πανάκριβα ξενοδοχεία. Κι αν αναλωθούμε σε αυτό, χάνουμε το δάσος ή απλώς πετάμε συνειδητά την μπάλα στην εξέδρα…