Βόλτα στα Χανιά (Στη Μνήμη του Μίκη, πριν σαράντα μέρες…)
Στον Πειραιά, το απόγευμα 8 Σεπτέμβρη 2021 δεν ήταν συνηθισμένο. Στις εφτά ακριβώς θα έφτανε ο Μίκης στην πύλη Ε2 για τη μεγάλη βόλτα στα Χανιά…
Στον Πειραιά, το απόγευμα 8 Σεπτέμβρη 2021 δεν ήταν συνηθισμένο.
Στις εφτά ακριβώς θα έφτανε ο Μίκης στην πύλη Ε2 για τη μεγάλη βόλτα στα Χανιά…
Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά
να πάρουμε μια βάρκα με πανιά.
Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά
στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.
Μίκης Θεοδωράκης, Πάμε βόλτα στα Χανιά (1961)
Η προετοιμασία έδειχνε και την άφιξη των επισήμων. Οι κάμερες ήταν από νωρίς στη θέση τους. Το βαπόρι δεμένο και άδειο. Οι εργαζόμενοι στο Blue Galaxy, με τις επίσημες στολές τους, συγκινημένοι και σε παράταξη περίμεναν να τον τιμήσουν.
Η φιλαρμονική του Δήμου Πειραιά στήθηκε ακριβώς πλάι στον πεσμένο καταπέλτη.
Όσο κυλούσε ο χρόνος, ο κόσμος πύκνωνε. Εκείνος ήρθε στην ώρα του. Ακόμα και γαλήνιος ξεσήκωνε τα πλήθη με τον ερχομό του.
“Λαός πολύς, μικρός λαός…δίχως σπαθιά και βόλια για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι”, μαζεύτηκε γύρω του. Λες και επρόκειτο για συναυλία. Τον αποθέωναν και έραιναν με άνθη το αυτοκίνητο που εκινείτο αργά, εσωτερικά στο λιμάνι. Τον τίμησαν οι επίσημοι και οι ανεπίσημοι, κυρίως. Οι λιμενεργάτες απέδωσαν τις πρέπουσες τιμές και με βαρύ το φορτίο της συνείδησης της εργατικής τάξης ύψωσαν αγωνιστικό αποχαιρετιστήριο πανό, αντίβαρο στο μισεμό του Μίκη.
Όταν ο χρόνος σωνόταν και άρχισε να μετράει αντίστροφα, εκατοντάδες άνθρωποι ξέφυγαν από τα σκοινιά του περιορισμού και έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν. Στην καλογυαλισμένη και αστραφτερή κούρσα καθρεφτιζόταν ο κόσμος του λιμανιού που με απλωμένα τα χέρια στο τζάμι δεν ήθελε να τον αποχωριστεί. Λουλούδια και χέρια και όνειρα ακουμπισμένα σ’ ένα φέρετρο. Στο φέρετρο που μαρτυρούσε την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Τον αποχαιρετούσαν και τραγουδούσαν. Τον αποχαιρετούσαν και έκλαιγαν. Τον αποχαιρετούσαν και κόρναραν. Άνθρωποι, αυτοκίνητα και βαπόρια. Ο Πειραιάς, η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, το Πέραμα.
Ήταν γλυκύ σούρουπο με ψύχρα στο λιμάνι, όταν μπήκε στο πλοίο και πήρε τη θέση του. Θέση μοναχική. Θέση περίοπτη. Θέση προνομιούχα. Από ψηλά τα έβλεπε όλα.
Πλήθη νεότητας ύψωναν τη γροθιά – υπόσχεση αγώνα στο άκουσμα της μουσικής του. Σ’ αυτή την τελευταία συνάντηση που ανάσταινε τα όνειρα μιας γενιάς, μιας χώρας, του κόσμου ολάκερου. Μεγάλη η φόρτιση. Ακόμα και η μπάντα του Δήμου φάνηκε σαστισμένη. Ήταν μεγάλη η πρόκληση να παίζει μπροστά στον Μίκη. Από τρακ, ίσως, το τρακ που της στέρησε το πάθος. Η περίσταση προοιώνιζε μεγάλες εκτελέσεις. Αλλά δεν εξελίχθηκε…Ο Εθνικός Ύμνος καθόρισε και τα όρια της λήξης. Δεν είναι πάντοτε εύκολες οι υπερβάσεις. Ο Μίκης πλήρης, από τη θέση του περίμενε τον απόπλου περιτρέχοντας τη θάλασσα και τη γη όλη. Παντού μπορεί να ταξιδέψει κανείς και ασάλευτος. Ο απόπλους αργούσε. Το πλοίο ακόμα φόρτωνε. Οι νταλίκες ανεβαίνοντας στο πλοίο τον αποχαιρετούσαν με θορυβώδη τη μηχανή και αναμμένα τα φώτα. Θαρρείς και ήταν κινηματογραφικό πλάνο στο γκαράζ του πλοίου.
Ο πρωταγωνιστής μόνος, στο αμάξι του μισεμού λουσμένος στο φως των προβολέων. Τρεις άνθρωποι ξεμακραίνουν από το πλήθος του λιμανιού και ανεβαίνουν στο πλοίο, σιμώνουν να του μιλήσουν για τελευταία φορά. Ολόρθοι στέκονται πλάι του, φρουρά τιμητική της μοναξιάς του. Τον κλαίνε και τον τραγουδούν. Δεν τους κάνει καρδιά να φύγουν, ψιθυρίζουν. Η ώρα περνά. Το βαπόρι με αναμμένες τις μηχανές είναι απίκο και ολόφωτο. Ο κόσμος στο λιμάνι αραίωσε. Η κόπωση, το κρύο… Τα φώτα χαμήλωσαν μελαγχολικά. Όσοι απόμειναν να τον συντροφεύουν τραγουδούν δακρυσμένοι. Παραμένει ως το τέλος το υπόλειμμα, η μαγιά για το ζύμωμα του κόσμου.
Στην αποβάθρα πίσω απ’ το παγκάκι, ακουμπισμένο στο έδαφος ένα παλιό κασετόφωνο παίζει τη “Δραπετσώνα”. Τα χέρια υψώνονται για το κατευόδιο. “Πάρε πόρτες” ακούγεται φωνή από το πλήρωμα. Το Blue Galaxy ανεβάζει τη μπουκαπόρτα και σαλπάρει αργά σ’ ένα θριαμβικό και αμφίβολο κυμάτισμα.
Ο Μίκης απέπλευσε.
Κείμενο – φωτογραφίες: Ανδριανή Στράνη